Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΧΟΜΟ ΧΑΠΙΕΝΤ

"Ναι, όπως σας τα λέω είναι, δεσποινίς μου. Ο μελλοντικός ρόλος της κριτικής, θα είναι αρκετά διαφορετικός από τον σημερινό. Πρωταγωνιστικός, τολμώ να πω.
Μην εκπλαγείτε καθόλου αν δείτε στο μέλλον τους σκηνοθέτες να οπτικοποιούν κριτικές αντί για σενάρια και τους σινεφίλ να διχάζονται για θέματα όπως: Ποιος ήταν ο καλύτερος "Τιτανικός; Αυτός του Ανδρεαδάκη ή ο κλασικός του Μπακογιαννόπουλου;"

Η κοπέλα στην οποία μιλούσα ήταν γύρω στα 30 με 35, και ήθελε να γίνει κριτικός κινηματογράφου και μάλιστα από τα χέρια μου. Ο λόγος; Μόλις είχε βγει από μια τραυματική εμπειρία, με διάθεση να εκδικηθεί τους άντρες σκηνοθέτες.

Στην αρχή, δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι εννοούσε, όταν έλεγε να "εκδικηθεί", αλλά μπήκα αμέσως στο νόημα, όταν μου συνόψισε, λίγο πριν από το πρώτο μας μάθημα, την συγκινητική της ιστορία και μου εξιστόρησε κατόπιν το γεγονός εκείνο που την ώθησε προς την συγκεκριμένη επαγγελματική επιλογή.

Όπως, σωστά υποψιάζεστε, επρόκειτο για μια κλασική ιστορία ερωτικής απόρριψης με πολύ δυσάρεστες προφανώς συνέπειες.

Με λίγα λόγια, αυτή, γούσταρε κάποτε έναν μετανάστη από τη Βενεζουέλα ονόματι Όσκαρ, που εργαζόταν στην Αθήνα και σπούδαζε σκηνοθεσία στη σχολή Σταυράκου. Με απώτερο σκοπό, ξεκάθαρα, να τον στριμώξει σε καμιά γωνιά και να του πετάξει τα μάτια από τις κόγχες, όπως ανενδοίαστα μου εξομολογήθηκε, η κοπέλα προσπάθησε, εις μάτην, και μάλιστα, ούτε μία, ούτε δύο, αλλά ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ, να πείσει τον Λατίνο να βγούνε έξω κάποιο βράδυ, αλλά όλο και κάτι θα επικαλούταν εκείνος για να αναβάλλει συνεχώς την έξοδό τους.

Μια μέρα, ο τύπος, εντελώς απροειδοποίητα, επέστρεψε στην πατρίδα του, χωρίς να συμβεί το παραμικρό μεταξύ τους, και η νεαρή γυναίκα, ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ υποψήφια για Όσκαρ, βυθίστηκε σε μαύρη θλίψη και μελαγχολία.

Μόλις ολοκλήρωσε την αφήγησή της, κατάλαβα, πως η ιστορία της με είχε αγγίξει τόσο βαθειά, επειδή μου είχε θυμίσει κάτι από τους πρωταρχικούς, δικούς μου λόγους να ασχοληθώ με την κριτική.

Από τα χρόνια εκείνα δηλαδή, που μάταια έψαχνα στην αγορά, για τους χρηματοδότες που θα επένδυαν στην πρώτη μου ταινία, προτού τελικά διαπιστώσω ότι ένα ολόκληρο σύστημα μου έστρεφε επιδεικτικά την πλάτη του.

Τότε που, γοητευμένος από το φιλμ, "Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς", αποφάσισα να προσαρμόσω τη θεματική του στην ελληνική πραγματικότητα, ονομάζοντας την αγέννητη ακόμα τότε ταινία μου, "Στο ταλέντο του Στράτου Τζώρτζογλου". Όπως, καταλαβαίνετε, φυσικά, η ταινία θα ήταν… μικρού μήκους.

"Όσο πονέσατε, πονέσατε γλυκιά μου. Τώρα ήρθε η δική σας ώρα. Ο πόνος είναι ευεργετικός όταν τον προκαλείς εσύ" της είπα λίγο πριν ξεκινήσω το εισαγωγικό μου μάθημα στον κινηματογράφο και αυτή έβγαλε αμέσως ένα μπλοκάκι και σημείωσε με ένα υποχθόνιο χαμόγελο την ατάκα μου.

Αν παρατήρησα καλά, αυτή ήταν και η μόνη σημείωση που είχε κρατήσει από ολόκληρη την ομιλία μου.

Και δεν είπα και λίγα πράγματα που να πάρει ο διάολος:

Της μίλησα για την σημασία της ύπαρξης των ταινιών, η οποία βρίσκεται στο να δίνεται η ευκαιρία σε κάποιους αξιόλογους κριτικούς να γράφουν για αυτές.

Της μίλησα ακόμα για τα πρώτα χρόνια της μεγαλειώδους καριέρας μου, τότε που έβλεπα τις ταινίες για να καταλάβω περίπου ποιο είναι το νόημα των κριτικών που γράφτηκαν γι αυτές και αν τελικά άξιζε τον κόπο να τις διαβάσω.

Της μίλησα για το σινεμά του δημιουργού και το σκηνοθέτη "Χόμο Σάπιενς" τον οποίο διαδέχτηκε ο εμπορικός κινηματογράφος και ο σκηνοθέτης "Χόμο Χάπιεντ".

Τέλος, στην πρώτη μου αυτή εισήγηση, της μίλησα για την οικονομική διάσταση της κριτικής, που θα μπορούσε υπό όρους να αποτελέσει την βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, τονίζοντας ιδιαίτερα, ότι, αν το ελληνικό κράτος τολμούσε να την εξάγει, θα καρπωνόταν δύο τουλάχιστον πολύ σημαντικά οικονομικά οφέλη: Πρώτον, θα έκλεινε μια και καλή η υπόθεση της απογραφής της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεύτερον, θα βάζαμε σε "επιτήρηση" όλους τους υπόλοιπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου