Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Τα παραμύθια και ο τελικός απολογισμός

Νομίζω ότι έφτασε η ώρα να ονοματίσουμε την πόλη μας, λέει ο μέγας άρχοντας και ζητάει από τον δήμαρχο να συγκαλέσει έκτακτο δημοτικό συμβούλιο, την ώρα που εκείνος ατενίζει αφηρημένος τα καπνισμένα φουγάρα των μαγειρείων που ομονοούν πένθιμα σαν σιντριβάνια που εκτινάσσουν τον καπνό τους στο φαιό ουρανό. Να καλέσουμε και τον ευτυχισμένο γέροντα του δάσους, που έχουμε χρόνια να ακούσουμε τη φωνή του και να ενοχληθούμε από τη σοφία του. Όλα έγιναν όπως τα ζήτησε. Σύντομα η πόλη πλημμύρισε από ανθρώπους που κάποτε εγκατέλειψαν το ταξίδι τους για να εγγραφούν στα δημοτολόγιά της και δεν μετάνιωσαν ποτέ για την επιλογή τους.

Αυτές οι συνάξεις προκαλούν σε μια πρώτη φάση ένα είδος έκδηλης αμηχανίας. Περιμένοντας την τοποθέτηση του μεγάλου άρχοντα οι πολίτες διαπιστώνουν ότι κανένας δεν έχει να πει τίποτα καινούργιο με κανέναν. Γι αυτό και στήνουν στο πόδι μερικούς υποτιθέμενους διάλογους με τον τρόπο που τους θυμούνται από την τελευταία συγκέντρωση τους. Τέτοιες ώρες τα πάντα κινούνται στα όρια μιας αυθόρμητης τυποποίησης: ο βαρκάρης λέει στον ταχυδρόμο ιστορίες από τη θάλασσα και ο σιδεράς μιλάει με τον καντηλανάφτη για τις αξίες του ιπποτισμού. Ο στρατιώτης παραπονιέται στον γναθοχειρουργό για τις ενοχλήσεις που νιώθει στην κάτω σιαγόνα όταν καταπίνει το σάλιο του, ενώ η κομμώτρια περιποιείται μ ένα μικρό ψαλιδάκι τις κατεστραμμένες άκρες των μαλλιών της γυναίκας του δημάρχου.

Αυτή είναι η ώρα που καταφτάνει ο γέροντας του δάσους, συνοδευμένος από δύο υπαλλήλους. Ο μέγας άρχοντας τον χαιρετάει κάπως μαγκωμένα καθώς τα πόδια του κάθε φορά τρέμουν όταν, ο ασπρομάλλης πίθηκος, όπως τον αποκαλεί στα δημοτικά συμβούλια, είναι έτοιμος να ανοίξει το αναθεματισμένο στόμα του. Στους πολίτες επιπρόσθετα προκαλεί κάποια αναστάτωση το γεγονός πως αυτός ο ηλικιωμένος άνθρωπος όχι μόνο δεν διέκοψε ποτέ, κάποιο ταξίδι προκειμένου να εγκατασταθεί σ αυτή την πόλη, όπως όλοι αυτοί, αλλά ζει σ αυτήν από την ημέρα της ίδρυσής της και στα σχολεία διδάσκονται ότι αυτός μπορεί να είναι η ίδια η ανθρώπινη ενσάρκωση της πόλης. Πρόκειται για μια προκατάληψη που απλώνεται στον ουρανό και τους αγκαλιάζει ως ένα πέπλο αφόρητης εξάρτησης. Τι θα συμβεί, αν ο γέρος, που λέγεται πως είναι η πόλη, αποφασίσει να ταξιδέψει; Εκείνος αγγίζει τα γένια του και πιάνει να μιλήσει.

–Δεν ήρθα εδώ σήμερα για να σας βοηθήσω να δώσετε ένα όνομα σ αυτή την πόλη, που δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει και όχι άδικα. Ήρθα για να μοιραστώ μαζί σας το μυστικό της ευτυχίας μου. Κάποτε, όταν ήμουν νέος, αποφάσισα, πως όταν έρθει η ώρα του τελικού απολογισμού θα κρίνω τον εαυτό μου με αγάπη, κατανόηση και ανεκτικότητα, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα. Και πως θα τον βγάλω επιτυχημένο. Ε, λοιπόν σήμερα έκανα ότι είχα υποσχεθεί και ήρθα εδώ για να σας υπενθυμίσω ότι κάθε μεγάλο ταξίδι ξεκινάει από την ανάγκη να αποτινάξουμε από τους ώμους μας την κούραση που δημιουργεί το βάρος μια απροσδιόριστης δικαίωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου