Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Από την τεχνητή ευδαιμονία στην αδικαιολόγητη απαισιοδοξία

Η αλήθεια είναι ότι το μνημόνιο και η κρίση έδωσαν σε πολλούς Έλληνες πολίτες το άλλοθι που χρειάζονταν για να δικαιολογήσουν την αδυναμία διαχείρισης των προσωπικών τους ή των δημοσίων υποθέσεων. Με πρώτο απ όλους τον πρώην πρωθυπουργό που αποδείχθηκε επικίνδυνα ανέτοιμος για τον ρόλο που ανέλαβε να διαδραματίσει, πατώντας, απρόθυμα στην αρχή, περισσότερο δεκτικά στη συνέχεια, πάνω στη λάμψη ενός ονόματος που εξακολουθούσε να προσθέτει πόντους αυτοπεποίθησης στην συντηρητική παράταξη.

Παράλληλα, η αντιμνημονιακή κριτική δεν διαφέρει επουδενί με την κριτική που ασκεί ατομικά ο κάθε Έλληνας στις τράπεζες που «του πίνουν το αίμα», κάθε φορά που πρόκειται να έρθει η ώρα του λογαριασμού.

Μιας και υπήρξε όμως αναφορά στον πρώην πρωθυπουργό, θα παρατηρούσα ότι γενικά σπάνια συναντάς στη χώρα ανθρώπους επαρκείς και καταρτισμένους ώστε να φέρουν εις πέρας την εργασία που έχουν αναλάβει. Ανθρώπους που να ψάχνουν λίγο περισσότερο, λίγο πιο βαθιά το αντικείμενό τους.



Έχοντας καλλιεργηθεί η νοοτροπία ότι λίγο πολύ όλοι είναι ικανοί για τα πάντα, ως συνέπεια των παρασιτικών νοοτροπιών που ανήγαγαν στην κορυφή των προτεραιοτήτων αξίες απαλές, εύκολες και ανώδυνες, στην πραγματικότητα, ο καθένας ξεχωριστά βάζει κάποιο συγκεκριμένο πλαφόν στο ύψος της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλει προκειμένου να αποκτήσει τα αντικειμενικά προσόντα που θεωρεί ότι απαιτούνται για να σταθεί στο χώρο του.
Με προδιαγραφές λοιπόν αυτού του στυλ και την αναξιοκρατία να μετατρέπεται σε μεταβιβάσιμη γάγγραινα που αρρωσταίνει κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας, η ευημερία που κατακτήθηκε υπήρξε ομολογουμένως πλαστή, τεχνητή και φαύλη.
Όπως επίπλαστη είναι και η απαισιοδοξία που προέρχεται από τις απαιτήσεις που προβάλλουν οι νέες συνθήκες, που μας καλούν επί της ουσίας να περιορίσουμε τον αριθμό των απορριμμάτων μας προκειμένου να θέσουμε σε μια πιο ορθολογική βάση τη ζωή μας.
Γιατί στην πραγματικότητα η ευημερία μας δεν χαρακτηριζόταν ποτέ από ουσία, αλλά συνιστούσε το μέγεθος των πραγμάτων που πετούσαμε, τον όγκο των υπερβολών μας, το ατελείωτο ξόδεμα χρόνου, χρήματος, ενέργειας σε ασήμαντα πράγματα. Σε πράγματα που δεν ανταπέδιδαν την προσήλωσή μας και την έλλειψη ουσιαστικού εκλεκτισμού και αισθητικής που μας έσπρωχνε προς αυτά. Με απλά λόγια αν κάποτε αγοράζαμε πέντε βαθμούς ενός προϊόντος και συνήθως καταναλώναμε τους δύο και απορρίπταμε τους τρεις, εφεξής θα είμαστε αναγκασμένοι να αγοράζουμε κατευθείαν τους «δύο».
Βέβαια, είναι δύσκλο για κάποιον που ευημερούσε να διακρίνει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός δικαιολογημένου επίπεδου διαβίωσης από ένα άλλο που δεν του βγαίνει στην πρόσθεση.

Τελικά, η απώλειά αυτού του είδους της ευημερίας κάθε άλλο παρά θα έπρεπε να βυθίζει στην απαισιοδοξία τα εναπομείναντα υγιή τμήματα του ελληνικού πληθυσμού. Κι από την άλλη μεριά η κατάκτηση ενός επιπέδου ευημερίας που θα θεμελιώνεται στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ρεαλιστικό στόχο για όλους.

Βέβαια, υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος που άρχισε τελευταία να κάνει την εμφάνισή της με τρόπο κυνικό και ιδιαίτερα εμφατικό.
Πρόκειται για το ξεσάλωμα των Ελλήνων βιομηχάνων, που προωθούν μέσα από τις εισηγήσεις τους την κινεζοποίηση του ελληνικού εργατικού δυναμικού.
Σ αυτό, όμως ακριβώς το σημείο, έρχεται το ζήτημα της καλής εκπαίδευσης και της απόκτησης μιας ευρύτερης κουλτούρας που δίνουν στον εργαζόμενο επιπλέον όπλα προκειμένου να αντισταθεί αποτελεσματικά στην επέλαση βαρβαρότητας των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Αυτή είναι η λύδια λίθος πάνω στην οποία κτίζεται το οικοδόμημα κάθε ανεξάρτητου και χειραφετημένου ανθρώπου που έχει μάθει να βασίζεται στις προσωπικές του δυνάμεις κι όχι στο όνομα που φέρει ή τις γνωριμίες που διαθέτει.
Γιατί τελικά, αν δεν το έχουμε ήδη αντιληφθεί πλήρως, είναι η αναξιοκρατία και όχι η δημοκρατία αυτή που δημιουργεί αναλώσιμους επαγγελματίες περιορισμένων χρήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου