Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Έλληνες και κωλο-έλληνες στον ίδιο αγώνα;

Μιας που το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος για το περίφημο δίλημμα μεταξύ ουτοπίας και ορθολογισμού, μήπως δε ζούσαμε όλα αυτά τα χρόνια μέσα σε μία ουτοπία, σ έναν ιδανικό τόπο, για κάθε μέτριο, για κάθε απαίδευτο για κάθε ανεύθυνο, για κάθε ανώριμο και αναίσθητο, που τύχαινε να έχει μια πολιτική γνωριμία και παρέκαμπτε κάθε νόμιμη οδό προκειμένου να κάνει τη δουλειά του; Όχι; Κι εσείς τελικά αισθάνεστε τόσο καλά με τον εαυτό σας, όταν διαδηλώνετε στο πλευρό αυτού, που αποδεδειγμένα διαθέτει διαφορετικά αιτήματα από εσάς και που είστε σίγουροι, ότι όχι μόνο θα είναι ο τελευταίος που πρόκειται να χαθεί, αλλά και ο πρώτος που θα εγκαταλείψει τον κοινό σας αγώνα μόλις πάρει τις απαραίτητες δεσμεύσεις που τον αφορούν;

Υπάρχει θυμός παντού, πολύς θυμός. Επί δικαίων και αδίκων. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς εστεμμένος με κοινωνιολογικές δάφνες για να τον αντιληφθεί. Είναι πασιφανές ότι οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι από ανθρώπους, που απλώς χρειάζονται μια προσωπική νύξη για να ξεσπάσουν κάπου το θυμό τους και να εκτονώσουν τη συναισθηματική πραμάτεια τους. Ίσως, ένα υπαινιγμό που θα τους επιτρέψει να ξεφορτώσουν, να αδειάσουν την πεπιεσμένη ενέργεια που τους έχει κατακλύσει. Αυτήν που δεν κατάφερε να εκδηλωθεί ούτε μέσα από την υπερκατανάλωση, ούτε και μέσα από τις άλλες ατομικές ή εθνικές μας αστοχίες. Αυτήν την ενέργεια που καταποντίσαμε στο πυρ το εσώτερο. Στα εσωτερικά μας τάρταρα, δίπλα στις πραγματικές ψυχικές μας ανάγκες, που υποτάχθηκαν στο κατασκευασμένο όνειρο της πλαστικής ευημερίας.

Όμως, αυτό, το προσωπικό φορτίο του καθενός και παράλληλα το συλλογικό, το εθνικό φορτίο, που πέφτουν τελικά πολύ βαριά πάνω στις μικρές πλάτες του Έλληνα, πρέπει οπωσδήποτε να διασπαστεί, να τεμαχιστεί και να μοιραστεί, για να πολλαπλασιαστεί η συλλογική ισχύ και να ανανήψουν οι κοινωνικές αρθρώσεις . Ιδιαίτερα μέσα σε τέτοιες θλιβερές συνθήκες αφόρητων πιέσεων, τελεσιγράφων και διλημμάτων που συνθλίβουν και τις τελευταίες ψυχικές αντιστάσεις.

Μέρος, όμως, αυτού του φορτίου, αποτελεί και η ατομική αυτοκριτική που δεν έγινε ποτέ. Η αυτοκριτική του πολιτικού που κυβέρνησε αστόχαστα και κατασπατάλησε τη δημόσια περιουσία για να διατηρήσει την εξουσία του και να είναι ευχάριστος. Η αυτοκριτική του μισθωτού που επιθύμησε τη ζωή του διπλανού του και πρωταγωνίστησε στην ψευδαίσθηση της καλοφωτισμένης διαφήμισης, του επιχειρηματία που εκμεταλλεύθηκε με την πρώτη ευκαιρία τον υφιστάμενό του και το αγοραστικό κοινό, του δημόσιου υπαλλήλου που δεν μπήκε ποτέ στη θέση του συναδέλφου του στον ιδιωτικό τομέα, του συνταξιούχου των 40 των 50 ή των 55 ετών. Κυρίως, όμως, η αυτοκριτική του ψηφοφόρου που συμμετείχε ενεργά στο αλισβερίσι με την εξουσία και τα παρελκυόμενα της, την ίδια εξουσία που σήμερα αποστρέφεται και καταδικάζει.
Άλλωστε, ο Έλληνας δεν παραδέχεται ποτέ ότι αυτός που τον κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη του είναι ο εαυτός του. Κι ούτε ότι ο πολιτικός είναι απλώς ο αντικατοπτρισμός του στα δημόσια πράγματα. Ότι στην πραγματικότητα, πετροβολεί, γιουχάρει και γιαουρτώνει το είδωλό του αντί να ασχοληθεί ουσιαστικά με τον εαυτό του. Έτσι, προβάλλει την ατομική του ευθύνη κάπου αλλού, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε πρόβαλλε την δίψα του για υλικά αγαθά πάνω στο πρίσμα ενός παραποιητικού φακού. Ο πολιτικός τότε είχε γίνει ο άνθρωπός του, ο αδελφός του, ο εξυπηρετητής του, και κανείς δεν χωλόσκαγε για το συλλογικό καλό, για τις μεγάλες αλλαγές και το εμφανές δημοκρατικό έλλειμμα Άλλωστε, ο ίδιος ο Έλληνας αδίκησε πρώτος τον συμπατριώτη του, προτού το κάνουν οι αγορές και οι πολιτικοί. Ο ίδιος παραχώρησε τα ατομικά του δικαιώματα και μοιράστηκε επαίσχυντα τα προσωπικά του δεδομένα, προτού ακόμα του περιορίσουν την εθνική κυριαρχία και του στομώσουν τις δημοκρατικές του αξίες. Έτσι, η αβεβαιότητα για το αύριο δικαιολογημένα τον τρομοκρατεί γιατί, εκτός των άλλων, έχει απολέσει και την εμπιστοσύνη προς τον εαυτό του, την εσωτερική του αξιοπιστία. Και έχοντας ξεχάσει να βασίζεται στις δυνάμεις του θέλει τώρα να κάψει τα δεκανίκια του που έσπασαν πια απ την φθορά του χρόνου και την πολυχρησία.


Όμως, η ανασφάλεια που βιώνει είναι μια μορφή εξαιρετικά διαβρωτικής βίας. Αναστέλλει βασικές ψυχικές λειτουργίες του προσώπου και αποκωδικοποιεί τα σύμβολα και τα σημεία των καθημερινών μας εικόνων στη βάση των στερεοτύπων που δεν απαρνηθήκαμε ποτέ. Ιδιαίτερα σε οριακές καταστάσεις.
Είναι ακόμα μια μορφή φτώχειας η ανασφάλεια, εγγύτερη με την κυριολεκτική ακόμα και από την πνευματική φτώχεια. Αποφέρει σμίκρυνση των προσδοκιών μας και επιστροφή στο φιλόξενο καταφύγιο των αφορισμών. Στο διασπαστικό λεξιλόγιο και την αστήρικτη ρητορική.
Παρατηρούμε ότι, στον δημόσιο, ψηφιακό κυρίως, διάλογο, διάχυτη είναι η επαναστατικότητα και η έξαρση του συναισθήματος. Είναι φανερό ότι στην πραγματικότητα πνιγόμαστε από τα ίδια μας τα συναισθήματα, από την αδυναμία μας να εκλογικεύσουμε τις καταστάσεις που μας ταλανίζουν και να προσδιορίσουμε το τι ακριβώς είναι αυτό που μας συμβαίνει. Και κάθε λανθασμένη απάντηση σ αυτό το ερώτημα προσθέτει περισσότερο πόνο, περισσότερα δάκρυα, περισσότερη αγανάκτηση. Απαρνιόμαστε για μια ακόμη φορά τον ορθολογισμό και αναζητούμε με νέο πάθος την ουτοπία. Αλλά όχι την πραγματική ουτοπία, την δύσκολη, αυτή που περιορίζει την σημασία και ισχύ των θεσμών και των εξουσιών μέσα από την εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης και της ατομικής ευθύνης, αλλά την θεωρητική, εκείνη της υπεκφυγής, που προβάλλεται ως όραμα, κάθε φορά που η λογική απαιτεί μεγαλύτερες προσπάθειες.
Άλλωστε δεν ήταν μια μορφή ουτοπίας και αυτή που ζούσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Μήπως δεν ζούσαμε στην ουτοπία του μετρίου που παρέκαμπτε κάθε μορφή αξιολόγησης και κάθε αξιοκρατικό κανόνα προκειμένου να δημιουργεί διαρκώς ευνοϊκά πεδία αυτοεκπλήρωσης. Και τελικά δεν κατέληξε σε έναν εφιάλτη, αυτή η ουτοπία;

Τα μανιφέστα δίνουν και παίρνουν στο διαδίκτυο. Εκεί γίνεται ξεκάθαρο πλέον το τι δεν θέλει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Για παράδειγμα, δεν θέλει την επέκταση της λειτουργίας του σημερινού πολιτικού δυναμικού και αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Επίσης, δεν θέλει να πληρώσει για το χρέος της Ελλάδας, γιατί θεωρεί ότι δεν του ανήκει. Αρνείται να αποδεχτεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των δανεικών κάλυπταν και καλύπτουν την μισθοδοσία στον δημόσιο τομέα κι άλλο μέρος τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις που ήταν ουκ ολίγες σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Αρνείται να αποδεχτεί ότι το ίδιο χρήμα διαχεόταν κατόπιν στην αγορά και ανακυκλωνόταν σ ένα αέναο κύκλο δανεισμού, εισαγωγών, φορολογίας και κατανάλωσης που μας οδήγησε αρχικά σε παύση παραγωγικότητας, κατόπιν σε παύση εργασιών και τελικά σε παύση αξιοπρέπειας.

Ευτυχώς, όμως, που υπάρχουν και οι δυνάμεις που αντιστέκονται στην πλήρη άρνηση.
Αυτές που απαρτίζονται από ανθρώπους δημιουργικούς, ψημένους και δοκιμασμένους, ανθρώπους που δεν βασίστηκαν ποτέ σε δεκανίκια και πολιτικά υποστυλώματα για να επιβιώσουν.
Ευτυχώς που υπάρχουν αυτές οι κρίσιμες μικρές μάζες που δεν επένδυσαν ποτέ στην ιδεολογία τους κι ούτε που πούλησαν ποτέ την ψήφο τους για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους μικροσυμφέροντά .

Αυτές οι δυνάμεις που θα περάσουν από το ίδιο καθαρτήριο μαζί με τους υπόλοιπους, που θα σηκώσουν τον ίδιο σταυρό, και θα υποστούν τις ίδιες θυσίες για να δικαιώσουν την κοινή μοίρα του ανθρώπου και την έννοια της συνευθύνης στην δημοκρατία.
Το αντίπαλο δέος της ρηχής, αδιέξοδης και πολυσυλλεκτικής αγανάκτησης των μέχρι προσφάτως διαπρυσίων υποστηρικτών της φαυλοκρατίας, της ευνοιοκρατίας και του πατερναλισμού όταν αυτά έβαιναν προς το συμφέρον τους. Ή και της αγανάκτησης των παθολογικά αδιάφορων που άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και υπαρκτό, μόνο όταν άρχισε σταδιακά να διέρχεται στο προσωπικό ζωτικό τους χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου