Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Scream 4


O Wes Craven θεωρείται διάδοχος των μεγάλων μετρ των ταινιών τρόμου και επιφανής ανανεωτής του είδους. Η επιστροφή του, όμως, στα κινηματογραφικά πλατό για ένα ακόμη sequel του περιβόητου Scream δεν προκαλεί αυτή τη φορά ούτε πληθώρα συζητήσεων, ούτε διχογνωμίες, ούτε καν φορτισμένες αντιθέσεις ή αντιπαραθέσεις όπως στις προηγούμενες απόπειρές του. Αντίθετα, αφήνει μια μάλλον αδιάφορη , χλιαρή και σχεδόν ουδέτερη αίσθηση που αδικεί κατάφορα τόσο τις αναμνήσεις μας όσο κυρίως τον ίδιο, έναν από τους μεγαλύτερους μάστορες του horror.

Το είδος των ταινιών τρόμου με τον Craven παύει να είναι μια επιδερμική, αποστασιοποιημένη καταγραφή ή μια αιματοβαμμένη εικονογράφηση των τρομακτικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε μικρές, απομονωμένες και ολοκληρωτικά εφησυχασμένες κοινωνίες. Δίνει μεγάλη σημασία στις προσωπικές, ανθρώπινες σχέσεις των ηρώων του και αναδεικνύει τις αδυναμίες εκείνες που τους καθιστούν διάφανους και εύγλυπτους μπροστά στα περίεργα βλέμματα των θεατών, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη λύση της ψυχογραφίας. Παράλληλα, δίνει μεγάλη βαρύτητα στη ζωή έξω από το κάδρο, εκεί όπου πάντα ελλοχεύει η εναγώνια προσμονή ενός απροκάλυπτου κινδύνου που αποκτά ολοένα και περισσότερο οικεία χαρακτηριστικά.
Από την άλλη μεριά, ο σημαντικός σκηνοθέτης γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον βαθμό δυσκολίας που εμφιλοχωρεί σε κάθε κινηματογραφική απόπειρα να παραχθεί γνήσιος τρόμος στην ψυχή ενός θεατή που μοιάζει να έχει ενσωματωθεί πλήρως στην φοβική πραγματικότητα που κυριαρχεί στην πραγματική του ζωή. Ο λόγος, λοιπόν, που χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα, όπως για παράδειγμα, το χιούμορ, το στιγμιαίο σαρκασμό, ακόμα και τον χλευασμό του είδους που υπηρετεί ή την ύπαρξη μιας διλημματικής φύσεως θεματικής που απασχολεί δυναστευτικά το μυαλό των ανυποψίαστων ηρώων του και μαζί του κοινού, είναι για να καταφέρει να προκαλέσει την χαλαρότητα που κινητοποιεί τα φοβικά ένστικτα του θεατή όταν αιφνιδιαστικά παραβιάζεται. Ο θεατής, όμως, από την πλευρά του είναι πια εξαιρετικά δύσκαμπτος σε σχέση με αυτό που είχε υπάρξει 15 ή 20 χρόνια πριν, αλλά και διαρκώς υποψιασμένος σχετικά με τα συναισθηματικά φορτία που υπόσχεται ένα καλοστημένο σασπένς, που όμως, αποτυγχάνει να γίνει απρόβλεπτο και ακαριαίο.

Στην αφήγηση ο Craven ακολουθεί μια γραμμή διαρκών αναβολών με κεφάλαια που συνδέονται μεταξύ τους, χωρίς ραφές και σημάδια, στη βάση της αριστοτελικής ποιητικής με κορυφώσεις και εξάρσεις που διατάζουν τις ενστικτώδεις αυθόρμητες, συναισθηματικές ή λογικές αντιδράσεις μας να αναπολήσουν τον κόσμο του ιδεατού φόβου, όπως βιώθηκε πριν μας εμφυτευτεί ο κοινωνικός φόβος. Μάλλον, όμως, είναι αργά για να φοβηθούμε μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα κι ως εκ τούτου η προσπάθεια ενός σκηνοθέτη ακόμα και αυτού του διαμετρήματος μοιάζει εξ αρχής άνιση.

Στην ιστορία της ταινίας, επιστρέφουμε στο Woodsboro, καθώς έχουν περάσει δέκα χρόνια από το μακελειό που άφησε οδυνηρές μνήμες και τραύματα στην τοπική κοινωνία και μάλλον έχει ωριμάσει ο καιρός για να επαναληφθεί η ιστορία ως δράμα ή παρωδία.
Περισσότερο, μάλλον το δεύτερο, αν κρίνουμε και από τη διάθεση του Craven να παρωδήσει, να αυτοσαρκαστεί, αλλά και να πρωτοτυπήσει λιγάκι, αν και δεν είναι η ανακαινιστική του προσπάθεια, καλώντας μας να αναθεωρήσουμε εκ βάθρων τους λόγους για τους οποίους φοβόμαστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου