Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ταξιδιωτικά νέα


Η φυγή ως δομή, η περιπλάνηση ως δομή, η στασιμότητα ως δομή. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να περιπλανιέται σχεδόν άσκοπα στις γνώριμες διαδρομές της Θεσσαλονίκης. Άσκοπα, τρόπος του λέγειν, βέβαια. Ίσως, για μη επαγγελματικούς σκοπούς να είναι η πιο ορθή διατύπωση, από τη στιγμή μάλιστα που άρχισε να συγχέεται τόσο ανερυθρίαστα το μη επαγγελματικό με το άσκοπο, όταν η βιομηχανική επανάσταση επέβαλλε να καθηλώσει τις νομαδικές συνήθειες σε ένα περιφραγμένο πεδίο ενοχών και υποχρεώσεων.

Εδώ δε μπορείς να χαθείς με τίποτα, έλεγαν οι παλιοί και υπερθεματίζουν επί αυτού και οι νεότεροι. Δεν σου το επιτρέπουν οι μακραίωνοι παραλληλισμοί της πόλης, ούτε καν το αρκετά μονότονο αλλά πάντοτε καθοδηγητικό, οικιστικό της αποτύπωμα. Αν μάλιστα κατάφερνες να το πετύχεις ίσως να σε συμβούλευαν να μην αποτολμήσεις να κάνεις ποτέ ούτε καν μια γερή βουτιά σε μια κουταλιά νερό με γεμάτο στομάχι.

Έχω ήδη βάλει την επηρμένη Τσιμισκή κάτω από τα πόδια μου με την βουή των αυτοκινήτων να οξύνει την ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα, ενώ μια γραμμή ζητιάνων που συντείνει προς το σημείο φυγής με τις γραμμές των κτηρίων και των κρασπέδων ρουφάει σχεδόν παθητικά διοξείδιο του άνθρακα σε μίγμα με άτεγκτη βιασύνη και μηχανική αδιαφορία. Διαπιστώνω ότι ο αέρας είναι βαρύς από τον συνδυασμό της πυκνής υγρασίας και των απροσμέτρητων μικρο-σωματιδίων, που έχουν στρατωνιστεί εδώ και καιρό ανάμεσα στα ατελείωτα ξεκίνησε-σταμάτησε των αυτοκινήτων, κερδίζοντας την δική τους αξιοσημείωτη καταξίωση στο εχθρικό προς το περιβάλλον πάνθεον των ευρωπαϊκών στατιστικών.
Μάλιστα, στην Αριστοτέλους, μπορείς να συναντήσεις ακόμα και ένα κομμάτι τριάντα μέτρων, διαθέσιμου για τους εποχούμενους, τσιμέντου που τιθασεύεται από δύο γλαρωμένους φωτεινούς σηματοδότες.

Στην πλατεία των μεγάλων πολιτικών ομιλιών, των φανταχτερών υποσχέσεων και των μεγάλων παραπλανήσεων του παρελθόντος αλλά και του φεστιβάλ κινηματογράφου από την άλλη, των ανέμελων περιστεριών και των παιδιών με τα πολύχρωμα μπαλόνια, η ελαφρά κλίση του κρασπέδου υπονοεί ότι χωρίς την παραμικρή αντίσταση όλοι μπορούμε να βρεθούμε κάποια στιγμή χυμένοι στη θάλασσα του άτεγκτου οικονομικού ορθολογισμού.

Χωρίς υπερβολικά ρετούς και εκκεντρικά φτιασιδώματα η πλατεία, σημείο κατατεθέν της πόλης, διατηρεί τον παραδοσιακό, αργό και οκνηρό χαρακτήρα που την έχει κάνει διάσημη σε όλη την επικράτεια, με δυνατό της σημείο το κοίλον του Ολύμπιον, που απλώνεται περιμετρικά της σαν μια μεγάλη αστική αγκαλιά.

Στον κόλπο, έχει καιρό, και τα καραβάκια σε δεύτερο πλάνο, λικνίζονται σαν νοτισμένα καρυδότσουφλα, έρμαια στις διαθέσεις μιας άγνωστης μοίρας, στην σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας, ενώ κουβάδες νερού αυτοκτονούν στρεφόμενοι προς το κράσπεδο, ανακατεμένοι μ ένα σωρό υλικά, κάθε λογής, φυτικής ή και συνθετικής προέλευσης.

Με την άνεσή μου εγκαταλείπω την πολυκύμαντη Τσιμισκή και ανηφορίζω την πλατεία Ναυαρίνου διακρίνοντας στο βάθος την Καμάρα να δεσπόζει ως ένα ανέφικτο φυσικό οχυρό που έχει περάσει εδώ και αιώνες σε μια κατάσταση μουσειακής αδράνειας.

Εδώ συνυπάρχουν στην ίδια ευθεία ο αρχαίος, ο Βυζαντινός και ο σύγχρονος πολιτισμός ενωμένοι με μια λεπτή αδιάσπαστη κλωστή πάνω στην οποία ακροβατεί ολόκληρο το σύμπαν.

Η περίφημη πλατεία της παραξενιάς και της ιδιαιτερότητας, δεν αναγνωρίζει την εκλογικευτική έξαρση των καιρών και γι αυτό και δεν αντέχει σε σύγκριση με κανένα άλλο μέρος της πόλης.

Εδώ συγχρωτίζεσαι με τον εαυτό σου, συνέρχεσαι σε σώμα, για να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει γύρω σου, για να αφουγκραστείς τον μεταβαλλόμενο ρυθμό, να τροφοδοτήσεις τις τάσεις, να διασκεδάσεις τις αγωνίες σου και να συλλάβεις τους κραδασμούς της πόλης με τον ίδιο τρόπο που σε μια καφετέρια στην Αριστοτέλους θα υψώσεις το γυροσκόπιό σου για να μελετήσεις τη γλώσσα και την εξέλιξη των συνηθειών.

Αφουγκράζομαι ότι το τρίπτυχο, μοναξιά, φόβος, ανασφάλεια έχει προκαλέσει μια εγκάρσια τομή στο συλλογικό ασυνείδητο της πόλης όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τις εξαντλημένες αντιδράσεις, τις συσπάσεις των μορφασμών και τις νευρικές κινήσεις των σωμάτων μας, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον καθρέφτη της ψυχής μας.

Ο φόβος για το σήμερα, η ανασφάλεια για το αύριο, η μοναξιά για το πάντα.

Σ αυτή τη φιλόδοξη ανηφόρα, η φυγή, η περιπλάνηση και η στασιμότητα, προσπερνούν τις διαχωριστικές γραμμές της σημειολογίας, αναζητώντας, ως επιχωματωμένο οχύρωμα μια κοινή συνισταμένη για την ευαρέσκεια, την απελπισία και την ελπιδοφόρα αναζήτηση που ενώνουν τις δυνάμεις τους. Εδώ μπορεί να ελπίζει μοναχά όποιος ψάχνει.
Τα μικρά στριμωγμένα μαγαζάκια στις δύο όχθες του πεζόδρομου κλιμακώνουν ρυθμικά την κατεύθυνση και υπογραμμίζουν την αίσθηση του συγκεχυμένου προορισμού που κατατέμνεται σε διακλαδώσεις και παραδρόμους που αποδυναμώνουν την απήχηση του σκοπού.
Γνωρίζουμε ότι στο θέατρο οι πράξεις του έργου είναι σχεδόν αμετάκλητα τρεις, αντανακλώντας την ανάγκη απόδοσης της γένεσης, της εξέλιξης και του θανάτου των τριών δυναστών της κοινής μοίρας.
Στη ζωή όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς είναι αδύνατο να την χωρέσεις στη λογική μιας τρίπρακτης δομής χωρίς να τη συμπηκνώσεις τόσο εξαντλητικά που να καταπιέσεις στο τέλος τα περιεχόμενα και τις νοηματοδοτήσεις της. Εκεί το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στη συνειδητοποίηση της προσωρινότητας του χρόνου, ο οποίος ούτε έρχεται, ούτε φεύγει, μοναχά κυλάει προς την κατεύθυνση μιας ανεξήγητης αδιάσπαστης ροής ενέργειας, συνωμοτώντας με το έδαφος που έχουμε επιλέξει να βαδίσουμε, ακυρώνοντας ή επικυρώνοντας σχέδια, όνειρα και προσδοκίες κατά το δοκούν.
Κάποιο ρόλο, ανεξήγητου μεγέθους, παίζουν και τα όργανα πλοήγησης του καθενός όπως και η αναπτυγμένη αίσθηση του σκοπού.
Να συνυπάρχεις με ανθρώπους, να υψώνεις οχυρώματα, να πιστεύεις στην ανθεκτικότητά τους και να εξασκείς τα αισθητήρια όργανα ώστε να σε διατηρούν σε εγρήγορση και δημιουργική αγωνία, είναι μερικά ακόμα από τα πράγματα πάνω στα οποία μπορείς να προσβλέπεις και να βασίζεσαι για να εξακολουθείς να αναπνέεις και να ελπίζεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου