Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη



Όπως μπορεί να αντιληφθεί πια και ο τελευταίος Έλληνας πολίτης , η ελπίδα ανασυγκρότησης ενός σύγχρονου δημόσιου τομέα διαρκώς απομακρύνεται.
Αντί αυτού, η χώρα μοιάζει εγκλωβισμένη στο  κενό  που αφήνει η απουσία κάποιου στοιχειώδους οράματος, την ώρα που οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις ,αποτυγχάνοντας να προσεγγίσουν τα πιο δημιουργικά τμήματα του ελληνισμού, εξακολουθώντας να προσβλέπουν στην πρόσφορη λύση της πελατειακής ανατροφοδότησης. Αυτούς ξέρουμε, αυτούς εμπιστευόμαστε.

 Έτσι, τα συντεχνιακά φέουδα πολλαπλασιάζονται ενώ και τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά προκαλούν αιφνιδιασμό και πραγματική αμηχανία, την ώρα που οι εργατοπατέρες αξιοποιούν τον αγορασμένο χρόνο για να ενισχύσουν τα υποστυλώματα της αντίδρασης και να θωρακίσουνε το μέτωπο της ακινησίας, και τμήμα του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, προσχωρεί στο παράλογο κίνημα του βουλημικού αντιπερισπασμού, ακυρώνοντας στην πράξη, νόμους  ψηφισμένους από τα 2/3 του ελληνικού κοινοβουλίου, ενώ πέρα από τη θεσμοθετημένη βία, στοιχεία θεσμικής αντιπροσώπευσης διεκδικεί και η αμετροέπεια.

Η συρρίκνωση της οικονομίας μέσω της συρρίκνωσης των ιδεών, και η ανυπαρξία σχεδίου για την παραγωγική αναδιοργάνωση της χώρας δυναμιτίζουν αντί να αναφλέξουν την Ελληνική οικονομία και η είδηση πια δεν είναι ότι απλώς οι επιχειρήσεις που κλείνουν είναι περισσότερες από εκείνες που ανοίγουν, αλλά ότι
αυτές που ανοίγουν είναι όμοιες μ εκείνες που έκλεισαν.

Στο μέτωπο της ανεργίας, το σύνολο μιας γενιάς  επαναστατών με πτυχίο διαπιστώνει σήμερα ότι το πνεύμα του ριζοσπαστισμού από τη μια και της μονομερούς καλλιέργειας επαφών από την άλλη  που κατέπνιξαν την αυταξία της μόρφωσης δεν αρκουν για να στελεχώσουν θέσεις εργασίας, πολλώ δε μάλλον για να φτιάξουν καινούργιες. Με απλά λόγια θερίζουμε ότι σπείραμε. Βασανιζόμαστε να αναπνεύσουμε μέσα στην δηλητηριώδη ατμόσφαιρα που αναστήσαμε, αναζητούμε ανοιχτούς πόρους στο δέρμα μιας κοινωνίας μπουκωμένης και εξαντλημένης από την πολύπλευρη λιτότητα και την εσωτερική απαξίωση.


Απολαμβάνοντας το νέο του στιλ, ο παρασιτικός ελληνισμός  διαμορφώνει και αναπροσαρμόζει τα προγράμματα των κομμάτων, επικαιροποιεί την εθνική μας παλαβομάρα και καταπνίγει τις έλλογες φωνές  μέσα σε μια θάλασσα αξεκούνητων διαμαρτυριών και καρκινικών στερεοτύπων όπου  πέφτουν μαζί με τις μάσκες και οι γραβάτες.

Ανέφικτες πλειοδοσίες σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, μαξιμαλιστικές ανευθυνότητες,  κουτσαβακισμός και αντιπαραθέσεις για το θεαθήναι, συνθέτουν το ψηφιδωτό της κατρακύλας. Χρόνος υπάρχει είναι το νέο «λεφτά υπάρχουν» μιας και η κατηφόρα είναι ατελείωτη για μια χώρα που ανηφορίζει εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια.


Οι επιθέσεις βίας αποτελούν καθημερινή πρακτική ενώ η πλειοψηφία των θυμάτων προτιμά την αποσιώπηση και την μη καταγγελία.

Η περίοδος που διανύουμε δεν είναι δραματική μόνο λόγω της πρωτοφανούς ύφεσης ή της αποστέγνωσης κάθε ελπίδας. Αλλά είναι μια περίοδος ορόσημο και για έναν ακόμη λόγο: η κοινωνία συνταράσσεται από εσωτερικές έριδες και διχόνοιες χρωματισμένες από τις παλαιολιθικές ιδέες στις οποίες αναζητούν οι πολίτες ένα ελάχιστο εσωτερικής ασφάλειας και σταθερότητας. Η συνθήκη που μεταλλάσσεται καθημερινά τροποποιεί διαρκώς και τις ταμπέλες των στρατοπέδων. Ο διαχωρισμός αριστεράς-δεξιάς και η διαπάλη μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών ασθμαίνει μπροστά στη νέα πραγματικότητα που περιγράφει την σύγκρουση μεταξύ του παρασιτισμού και της δημιουργίας. Γίνεσαι μάρτυρας αυτής της γενίκευσης του μίσους εναντίον του διαφορετικού αλλά και της παραποίησης της έννοιας του νέου.
Οτιδήποτε μη ελληνικό εξελίσσεται σε άλλοθι που επιτείνει την ακινησία και την κοινωνική ανημποριά.

Αλλά το χειρότερο δεν είναι πως δεν περνάει ούτε μία μέρα που να μην καταγράφεται ένα γεγονός που να ενισχύει την απαισιοδοξία των πολιτών, αλλά ότι οι ίδιοι οι πολίτες δεν ξέρουν τι να κάνουν. Καταφεύγουνε στις εσωτερικές τους αποσκευές για να καθοδηγήσουνε τον εαυτό τους και δεν βρίσκουν τίποτα περισσότερο από πάθη επιθυμίες και ένστικτα αυτοσυντήρησης. Τελικά, χρειάζονται την συνδρομή του διπλανού τους για να προσπεράσουν το ακρωτηριασμένο πολιτικό τους αισθητήριο την ανυπαρξία κριτικής ικανότητας.

Τώρα, που όλοι οι ακραίοι μοιάζουν να αποθρασύνονται και  που οι παράλογες δεσμεύσεις και εγγυήσεις τους δεν προκαλούν πια σχεδόν καμία εντύπωση, τώρα που η κοινωνία αναδιατάσσεται μέσα από μια διαδικασία ωμής προσαρμογής και που αντιλαμβανόμαστε ότι τη ρήση «λεφτά υπάρχουν» την έλεγε ο καθημερινός άνθρωπος 30 χρόνια προτού  τον Παπανδρέου, όταν προσπαθούσε να σου εξηγήσει από πού θα βρεθούν τα χρήματα για τις διεκδικούμενες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, τώρα που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιμετωπίζουνε περιπτώσεις σαν κι αυτές του Θάνου Τζήμερου με βασικό άξονα το τι δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα κι όχι το τι μπορεί να κάνει, όλα τα νέα χαρτιά μοιάζουν να καίγονται εν τη γενέσει τους και ο ίδιος ο πολίτης να παρεμποδίζει την γέννηση του καινούργιου.