Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Σκοτώνουνε τα άλογα πριν ή αφού γεράσουν


Μιλάς στα σύννεφα κι ακούς ψιλές φωνές δίπλα στο ρυάκι
και τη σκηνή καρφώνεις μ ένα σάπιο πασαλάκι
το δάσος στοιχειωμένο, τσιριχτές πευκοβελόνες
στα τέσσερα απλωμένο, μυρωδιές, σιτοβολώνες

δεν σ έμαθα καλά μα ότι έμαθα μου αρκούσε
το πάθος σου για τούτη τη ζωή με αφορούσε
γλυκό το σεληνόφωτο ξασπρίζει τα μαλλιά σου
το πλοίο καθυστέρησε μα είμαι εγώ κοντά σου

γυρίζεις απ τη βόλτα σου μ ελιές και άγριο θυμάρι
μου λες τα πάντα φτιάχνεις με μισό κιλό ζυμάρι
και άνθρωπος της πόλης μόλα ετούτα μαλακώνει
μες στην καθησυχαστική ροή που μας τεντώνει


σκοτώνουνε τα άλογα πριν ή αφού γεράσουν
μα υπάρχει μία ζώνη που δεν ξέρουν να τα πιάσουν
είμαστε αποσπάσματα σε μια ιστορία ξένη
δίδασκε κάποτε ηθική η αρχαία ατιμασμένη

για λίγο θα μπορούσες να κρυφτείς εδώ μαζί μου
και έπειτα να έρθεις σ επαφή με την ψυχή μου
προχώρησε παράλληλα στην όχθη μη σε βρούνε
υπάρχουν διάσπαρτοι καταυλισμοί που θα στα πούνε

θεέ μου ελπίζω, τούτη τη φορά να λειτουργήσει
τρέξε και πίσω μη κοιτάς, κανείς να μη σε πείσει
τώρα υπάρχει μόνο το κρύο νερό κι ο πόνος
η φύση σε αγκάλιασε, φυγά δεν είσαι μόνος