Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Παντός σκοπού


Γυρνοκοπάω μουτρωμένος στην αληθινή πατρίδα
έχοντας κονομήσει και τριάντα παραπανίσια ευρώ
με μια ψεύτικη καρδιά από μολύβι, σκυλοπνίχτη σωστό
κι ένα παρδαλό χακί πουκάμισο από το παζάρι της Σιγκαπούρης

σχεδόν για χρόνια πλοηγός στον ίδιο δρόμο
στον σκαλισμένο, κούφιο και μουντό ετούτο τάφο
των Χριστουγέννων αχθοφόρος με διασυνδέσεις περιωπής
επίσημος προσκεκλημένος στη λούφα της στιγμής

το καταπληκτικότερο ταξίδι ξεκινά δίπλα στο κύμα
μ ένα σπάγκο τυλιγμένος και στρατσόχαρτο στην τσέπη
για τις παντός καιρού απλοποιήσεις

ψόφαγα για τη λιακάδα που αρχινά
και προζεσταίνει τα κατώφλια των σπιτιών
μη φας κανά μάτι, κανά δάχτυλο κοιτώντας το νερό που αφρίζει
μού λεγε ένας γέρος ναυτικός

βάλτο καλά στο παλαβό κεφάλι σου
κουβαλητό σε έφερε ο καιρός
σ ένα πελώριο τορβά η αγάπη ξεχειλίζει

μονάχα η αρχή διαρκεί για πάντα
το υπόλοιπο πετρώνει πριν προλάβεις να πεις κιχ
με σκούνταγε με έμφαση στην κάθε λέξη ο ναυτικός
ζαρωμένος στο ψοφόκρυο και τη μαύρη υγρασία