Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Δεν υπάρχει δεν μπορώ


Αθόρυβα αυτοκίνητα, μοντέλα του ογδόντα
ψηλά, βαριά, δυσκίνητα, με ντεμπραγιάζ στο χέρι
εξήντα τόσα μίλια, βενζίνη από σπόντα
τα πρώτα μαύρα σύννεφα μύριζαν καλοκαίρι

στο θερινό τυλίγανε τσιγάρα μαριχουάνας
όταν τα βόρεια ανήκανε ακόμα στους Ινδιάνους
στον τροπικό του Αιγόκερου, στο Πάσκο της Αβάνας
ο Μαραντόνα έφτανε για τους Ναπολιτάνους

σπονδύλους φτιάχναν τα βουνά το ένα δίπλα στο άλλο
το πρώτο πόδι από μακριά φαινόταν πιο μεγάλο
ένας πυγμάχος ένωσε όσα η μπάλα αρνιόταν
φτηνό το εισιτήριο οι θέσεις δεν πλενόταν

το νυσταγμένο βουητό, της θάλασσας καϊμάκι
ξεσάλωμα νυχτερινό στο άδειο λιμανάκι
κουβέντες για ποδόσφαιρο που ξεπερνούν την μπάλα
για το χαμένο κύπελλο , τον Κώττη την κουφάλα

στάζουνε όπιο στα στριφτά, μιλούν για επαναστάσεις
το πάκμαν τρώει τον παρά, χαμένες οι ενστάσεις
βαθμοί δεν θα αφαιρεθούν από την ΑΕΚ, κι όμως
ο Αλέφαντος το έλεγε, τσάμπα θα πάει ο δρόμος

κι άμα θα ξεδιψούσαμε απ την πηγή δυο μέτρα
στα πάντα δεν θα αργούσαμε, μ ένα στομάχι πέτρα
κι αν γλείφαμε τα δόντια μας τα πάνω και τα κάτω
είναι γιατί αγαπήσαμε ένα στοιχειό φευγάτο

άκουγα και δε μίλαγα καθόμουν εκεί δίπλα
σαν λύκος παραφύλαγα για μια ακόμα ντρίπλα
το φράγμα αυτό μου έμαθε στα χρόνια που αναστέλλω
πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, παρά μόνο δε θέλω