Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Τα ιερά λεφτά




Δεν έχει και μεγάλη σημασία το μέρος που γνωριστήκαμε. Για την εξυπηρέτηση της ιστορίας μόνο, ήταν ένας χώρος καλλιέργειας των καλών τεχνών. Ο κ. Λ. ήταν άψογα ντυμένος ,  μ ένα κοστούμι που δεν ήταν των ειδικών περιστάσεων, σένιος, 83 ετών. Μου είπε ότι σταμάτησε να εργάζεται μόλις πριν από πέντε χρόνια. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε μύριζαν σαπούνι, χοντροκομμένη τάξη και αφιλόξενη ηθική.
Αυτοσυστήνομαι κι εγώ με μια αμυντική σεμνότητα. Εσείς οι δημοσιογράφοι είσαστε όλοι αλήτες, λέει, με τον πιο φυσικό τρόπο στον κόσμο και στρέφει το κεφάλι του δεξιά αριστερά περιμένοντας επικρότηση. Η γενίκευση με ενοχλεί τρομερά, ιδιαίτερα από έναν άνθρωπο της προκοπής του, αλλά δεν υπερασπίζομαι την ενόχλησή μου, παρά μόνο το γεγονός ότι δεν είμαι πια δημοσιογράφος. Τον ρωτάω τι δουλειά έκανε και μου λέει ότι ήταν αρχιτέκτονας και εργολάβος σε δημόσια έργα. Καγχάζω με νόημα, αλλά ζυγίζω προσεκτικά την κάθε λέξη μου, συνυπολογίζοντας την ηλικία του. Προφανώς ο ηλικιωμένος κύριος δεν παραδοξολογεί αποκλείοντας το σινάφι του από την συνομοταξία των αλητών.

Γρήγορα η κουβέντα ξεγλιστράει από τον αρχικό της στόχο και επιλέγει μια γραμμική  διαδρομή. Τον βρίσκω κουραστικά θρησκευόμενο, αλλά με καθησυχάζει κάπως το γεγονός ότι μοιάζει με άνθρωπο που έρχεται από μια άλλη εποχή όπου υπήρχαν ακόμα κάποιες έστω αμφιλεγόμενες αξίες μαζί με ορισμένες βεβαιότητες και σταθερές. Δεδομένου ότι μου μιλάει με ευλαβική έπαρση για τον άγιο προστάτη του, τον Σπυρίδωνα, και μου φιγουράρει τις γνώσεις του σχετικά με την αγιογραφία και  τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους ο άγιος φύλακάς του έχει αναπαρασταθεί κατά το παρελθόν, αποδέχομαι το θεολογικό πλαίσιο της συζήτησης κατά την οποία αυτός, ένας επιστήμονας από τους καλύτερους της εποχής του, που συχνά συναγελαζόταν με δημάρχους, υπουργούς και τοπικούς βουλευτές, όπως συνομολογούν και οι υπόλοιποι παριστάμενοι, βαυκαλίζεται για το γεγονός ότι κάποτε ένας αγράμματος μοναχός στο άγιο όρος μίλησε με κολακευτικά λόγια γι αυτόν και τις διπλές σπουδές του στη μηχανολογία και την αρχιτεκτονική. Νιώθω παράξενα.
Τελικά αφήνει να υπονοηθεί και ένα παράπονό που έχει από τον άγιο προστάτη του επειδή τον τελευταίο καιρό δεν του κάνει όλες τις χάρες. Προσεκτικά ξεγλιστρώ από τη συζήτηση και χάνομαι στον προθάλαμο του εργαστηρίου.

Στο μυαλό μου όμως υπάρχουν ακόμα τα τελευταία του λόγια, τα οποία μοιάζουν με ασβέστη πάνω στις ρωγμές ενός ετοιμόρροπου τοίχου φτιαγμένου από συμπαγείς αντιφάσεις. Ο κ. Λ., στα 83 του χρόνια, παρουσιάζεται σε μένα, έναν άγνωστο του,  μετανιωμένος πικρά από το γεγονός ότι δεν αξιοποίησε πλήρως όλες τις ευκαιρίες που του είχαν παρουσιαστεί για να βγάλει περισσότερα λεφτά, παρότι όπως παραδέχεται, στην Ελλάδα βγάζει λεφτά μοναχά όποιος κλέβει. Απολογιστικά και μεταχρονολογημένα φαίνεται πως έχει αποδεχτεί τα μέσα που θα άγιαζαν τον ανεκπλήρωτο σκοπό.  Κατόπιν μου λέει, ότι τώρα πια αισθάνεται ξοφλημένος, παρά το γεγονός ότι στέκεται στα πόδια του κι  έχει μια καλή σύνταξη και τη γυναίκα του στο πλευρό του και τρία υγιή παιδιά που ακολούθησαν το επάγγελμά του, επειδή έτσι ήθελε ο θεός, αλλά και δυο τρομερά εγγόνια.. Και προσθέτει ότι όλες αυτές οι δημιουργικές ασχολίες με τις οποίες καταπιάνεται τώρα, όπως για παράδειγμα η ζωγραφική, είναι απλώς τρίχες, αφού δεν μπορούν να του αποφέρουν χρήματα, τα μόνα , όπως λέει, που έχουν αξία στην εποχή μας. Παρατηρώ ότι δεν κάνω καμιά προσπάθεια να τον μεταπείσω σχετικά με το γεγονός ότι αισθάνεται ξοφλημένος.
Αντίθετα τον αφήνω να ανανήψει και να βρει μόνος του το χαμένο του πνεύμα, τον προορισμό του. Και πράγματι, μετά από λίγες μόνο στιγμές εκκωφαντικής σιωπής ο άγιος προστάτης του ίσως τον βοηθάει να τα καταφέρει. Τον βλέπω να ξεπετάγεται σαν ελατήριο από την καμπουριαστή στάση της ηττοπάθειας που είχε προσωρινά υιοθετήσει και να λέει σαν να ζητάει συγχωροχάρτι από τη ζωή ή σα να προσπαθεί να μην προκαλέσει περισσότερο το πεπρωμένο του  ότι δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ στη ζωή μας γιατί αυτό που έχει σημασία πάντα είναι το τι κάνουμε από εδώ και πέρα για να βγάλουμε λεφτά.