Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Η συγνώμη είναι ένα πιάτο που δεν τρώγεται κρύο



Αν εξαιρέσουμε μερικούς χρυσοθήρες που ψάχνουν επίμονα για χρυσάφι, μερικούς καρβουνιάρηδες που ψάχνουν για κάρβουνο, η κανένα παραπλανημένο πρόβατο που ψάχνει για μαντρί, οι αργοπορημένες συγγνώμες είναι από τα τελευταία πράγματα που θα περίμενες ποτέ να έρθουν σε γόνιμη επαφή με τον επίτιμο αποδέκτη τους.

Όμως, όταν με τα διερευνητικά μάτια μας, διάπλατα ανοιχτά τις υποδεχόμαστε αυτές τις μακρινές καλεσμένες μας ξαφνικά από το πουθενά η αίσθηση είναι πολύ δυνατή και πολύ γλυκιά ταυτόχρονα και επομένως είναι μια λογική επιλογή για στοχασμό και περισυλλογή.

Εγώ όταν την συνάντησα αυτή την παλιά συγγνώμη ένιωθα σαν μέλος μιας εξερευνητικής ομάδας που συμμετείχε σε περιπετειώδεις διακοπές, έχοντας ευκαιρίες να δει πραγματικά άγριους γορίλες, καμιά ασιατική σκιερόγατα ή τίγρη Βεγγάζης και που στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε τις περιπέτειες του «Μικρού Σερίφη» του περίφημου Τζιμ Άνταμς ή Δημήτρη Αδαμόπουλου, ενός 18χρονου παλικαριού από τη Σπάρτη που βρέθηκε στην άγρια δύση αναζητώντας τα ίχνη του εξαφανισμένου πατέρα του.

Από μακριά λοιπό έμοιαζε να βγαίνει η φωνή που αιτούνταν με τον τρόπο της συγχώρεση μέσα από μια θάλασσα πλατιά και ροδαλή, σαν θαλάσσιο τέρας, τεράστια σε μέγεθος και ζωηρή στο χρωματισμό, συμπλήρωμα για το γαλάζιο ουρανό, που αναδυόταν από τιρκουάζ νερά σαν ένα περήφανο επιζόν λείψανο της παλιάς Θεσσαλονίκης.

Πραγματικά, εκείνη η φωνή που με φώναξε πριν από μερικές ημέρες, αν και ήταν χαλαρή, τρεμουλιαστή και χαριτωμένη δεν είχε τίποτα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γλυκερή ή φρου φρου.

-Παλικάρι; είπε ένας ηλικιωμένος κύριος από το μπαλκόνι του σπιτιού του κι εγώ έστρεψα το πρόσωπό μου προς το μέρος του.

Αιρόμενος κατά προσέγγιση στο ύψος των περιστάσεων τον χαιρετάω μ εκείνο το γνωστό, αστραφτερό χαμόγελο της μάγισσας που λέει: Α, πουλάκι μου, εσύ είσαι;

Στην συνέχεια, τον βλέπω ξεκάθαρα πριν από περίπου τριάντα χρόνια να στέκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο του μπαλκονιού και να ζητάει με τραχύτητα από ένα τσούρμο δεκάχρονα παιδιά να του αδειάσουν τη γωνιά επειδή του είχαν πρήξει το συκώτι.
Κάποιο από τα παιδιά του αντιμιλάει αυθάδικα, κι εκείνος την ίδια ημέρα αναζητά την μητέρα μου για να της πει ότι εγώ ήμουν αυτό.

Αν και φυσικά δεν ήμουν εγώ εκείνο το παιδί που τον είχε περιλούσει με λόγια ανήκουστα για την ηλικία μας, και αποτυγχάνοντας να πείσω επ αυτού ακόμα και την ίδια μου την μάνα, βρίσκομαι πριν από το πρώτο δειλινό στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του σε στάση απολογούμενου κορμιού, να του ζητάω συγγνώμη με σκυμμένο το κεφάλι για κάτι που δεν είχα κάτι, φορέας μιας συλλογικής ευθύνης, που μόνο εκνευρισμένό και αηδία μου προκαλούσε. και ύστερα όταν με συγχωρεί με ευαρέσκεια και μεγαλοψυχία να νιώθω σαν ένα παντζάρι που ματώνει στο μπλέντερ ή σαν ξεδοντιασμένος έφηβος που πίνει χυμό πράσου με ζουλιγμένο σπανάκι, και σίγουρα,  εν πάση περιπτώσει, αρκετά κάτω από την κορυφή των ψυχολογικών μου δυνατοτήτων.

Τώρα, τριάντα χρόνια αργότερα, και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ μας, κάθομαι κάτω από το μπαλκόνι του περιμένοντας να ακούσω το λόγο για τον οποίο με φώναξε και ενθυμούμενος  με πίκρα τον πικρό υπαινιγμό της μάνας μου, όταν πριν από χρόνια της είχα υπενθύμισα το συγκεκριμένο περιστατικό και είπε: -Ε, πως, κάτι θα του είπες, δεν μπορεί.

Μου λέει ο ηλικιωμένος κύριος, λοιπόν, όταν σταματώ στην άκρη του δρόμου: -Παλικάρι, κάποιες φορές σε βλέπω να περνάς από εδώ, αλλά μόλις σήμερα είπα να σε σταματήσω. Θέλω να σου πω ότι σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα.

Εγώ, μη, έχοντας συνηθίσει σε τέτοιες ανατρεπτικές συνάντησεις, όπως δεν έχω συνηθίσει ποτέ την πρασόπιτα, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτής, σκέφτομαι ότι αφού είναι να το κάνω ας το κάνω έτσι και χωρίς δισταγμό σηκώνω το χέρι μου και ανοίγω το στόμα μου για να του πω:

-Ευχαριστώ. Να είστε καλά!

Όμως ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο. Και συλλογίζομαι πως είναι δυνατόν άραγε ένας πάνσοφος και πανάγαθος θεός να φορτώνει ξαφνικά στις πλάτες μας τόσα σακιά ευαισθησίας, όταν αυτές έχουν ατροφήσει από τη σκληρότητα της αχρησίας και της αδράνειας.

Και πάλι η σκέψη μου αιωρείται μεταξύ Μικρού Σερίφη και πραγματικότητας, σα να τον έβλεπα αυτή τη στιγμή  να ταλαιπωρείται από ένα περιβαλλοντικό άσθμα που παθαίνει αναζητώντας στη σημερινή Θεσσαλονίκη την ονειρική γυναίκα για ένα ρομαντικό ζευγάρωμα σωτηρίας και απαλλαγής από μετεφηβικές νευρώσεις, σ ένα φθηνό ξενοδοχείο με θέα το Χορτιάτη.

Τώρα, όμως, που έχουνε περάσει μερικές ημέρες, όπως και άλλοι αντιήρωες πριν από αυτόν, ο ηλικιωμένος κύριος έχει εξαφανιστεί μέσα στην κουμπότρυπα του χρόνου.
Άφησε, όμως, τη φωτεινή του πλευρά ανοιχτή, επιτρέποντάς μου, ελεύθερη πρόσβαση σ εκείνη την κληρονομιά των παιδικών αμφισβητήσεων και φόβων που τόσο μίζερα ανέστησε και τόσο ασυλλόγιστα εξέθρεψε κάποιο μεσημεράκι.
Κι αν είναι ουσιαστικά αδύνατο να υπερεκτιμήσει κανείς τη σπουδαιότητα μιας τόσο σύντομης συνάντησης, ή να επαινέσει περισσότερο απ όσο πρέπει τη δυνατότητα της ζωής να ξορκίζει περιστασιακά τουλάχιστον παλιές αντιπάθειες και καχυποψίες, εγώ αισθάνομαι τώρα ότι για λίγες μονάκριβες στιγμές πέρασε από την μυστική δίοδο σαν χείμαρρος στον κόσμο μου αυτό το λανθάνον δέος που όποιον αγγίζει του επιτρέπει ευχαρίστως να επαναπροσδιορίσει τη σημασία της στενής σχέσης που συνδέει τον παιδικό μας μύθο με κάθε ανέπαφη γωνιά της ψυχής μας.  
Ωστόσο, καταλαβαίνω ότι μην έχοντας κανέναν απολύτως φόβο για τις λέξεις και τις αμφίσημες σηματοδοτήσεις τους ο νικητής στη ζωή δεν είναι πάντα η συγχώρεση. Κι από μια πλευρά ακόμα και αυτή η πικρή διαπίστωση είναι λογικά και ορθά έτσι καμωμένη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου