Χαθήκαν απ του ορίζοντα τα μάτια οι Δευτέρες
και σαν φωτιά που σβήνει, δες, αχνίζουνε οι φτέρες
σε γκάστρωσα και γέννησες με μιας δύο φεγγάρια
σαν καταιγίδα ξέσπασες και φούσκωσες ποτάμια
σαν καλαμιά που βλάστησε ψήλωσες ένα σώμα
γλυκό χαρχάλεμα ποδιών πάνω στο μαύρο χώμα
δέκα μυρμήγκια στη σειρά τραβάνε ένα στάχυ
μπαμπάκι θηλυκό ακουμπά αρσενικό στη ράχη
δεν είχα πια δυνάμεις, ούτε σθένος να παλέψω
κουφάρια εντόμων και πουλιά και υγρασία απ έξω
τόσο σκληρή τόσο τραχιά του κυδωνιού η φλούδα
πλέαμε μ άγρια θηλυκά στο έλεος του Βούδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου