Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ζωντανός μέχρι και χθες




Μια οχυρωμένη πόλη, δίχως πολιορκία
κι ένας στρατιώτης μόνος δίχως πόλεμο
στη μεταλλική τη ζέστη φτιάξαν μια αιτία
ξάφνου ήρθε κι ένα άτι καθαρόαιμο

έβγαλε ωμούς δυο σπόρους, από το σακούλι
και χρωματιστά λαμπάκια κρέμασε παντού
ο πλανόδιος φωτογράφος τού κλεψε ένα πούλι
κι ο μοναχικός στρατιώτης τό ριξε αλλού

πολεμίστρες δεν χωρούσαν κι άλλες στα τοιχία
ένας άντρας σε μια πόλη δίχως οροφή
σήκωσε σε μια ταβέρνα μια μεσοτοιχία
και μια έκανε τον κλόουν μια το θεατή

κλειδαμπάρωνε την πόρτα, πριν να πάει για ύπνο
κι ήταν το κλειδί της πόλης μαύρο και βαρύ
κάτι άκουγε στα χόρτα κι έτριβε το λίκνο
τριακόσια χρόνια η πόλη, ήλιο είχε να δει

έπιασε τα εργαλεία κι άρχισε να σκάβει
μ ένα βέλος τρύπησε σύννεφο μικρό
κι άρχισε να βρέχει πριν σχεδόν το καταλάβει
γύρισε τα μάτια του στον καυτερό ουρανό

ύπνο έπιασε βαθύ κι ας χτυπούσαν βράδυ
τα παραθυρόφυλλα μες τη σκοτεινιά
μανιασμένα ανώφελα ρίγη στο σκοτάδι
όπου έβγαζε άνεμος έρχονταν πουλιά

κάτω από ένα μουσαμά,μέσα στο μπαούλο
βρίσκει έγχορδα παλιά και στιλέτο μούλο
κάνει άγριες δοκιμές, κόβεται στο χέρι
δεν υπάρχουν δω γιατρειές, μόνο η φύση αν ξέρει

για να δέσει την πληγή βρίσκει στα μπαλκόνια
κρεμασμένα δυο μαζί, νυφικά σεντόνια
μα το χέρι του πονά με τον κάθε χτύπο
στον παράτολμο εκεί δα και στερνό του κήπο

έβραζε νερό στη γη, πάνω στον ασβέστη
για να κάψει την πληγή, μόλυνση που υπέστη
τις αισθήσεις του γλυκά άρχισε να χάνει
κλειδοκύμβαλα απαλά κι ένα ροζ φουστάνι

δύο μήνες άντεξε πού χε ακόμα υγεία
κι η γρανίτινη αυτή μαύρη πολιορκία
τη ζωή απέρριψε και τη θεία χάρη
μα στον παλιατζή μπροστά πού ρθε να τον πάρει
ξάφνου ανάρρωσε ξανά κι είδε το φεγγάρι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου