Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Η Πλάτη

Photo: www.streetartutopia.com

Αν δεν ήταν η απαισιοδοξία των ημερών και αυτό το απίστευτο μπλέξιμο της εποχής, θα μπορούσες να βγεις όποια ώρα θέλεις σ αυτή την καλοκαιρινή πόλη και να κουβεντιάσεις με τους ανθρώπους που χρόνια τώρα έχουν γυρίσει το πρόσωπό τους προς τα φυτά τους, τα ζώα τους, τους κήπους τους, τις τσόχες τους, τις οθόνες τους και τα χειροτεχνήματά τους για να αποφεύγουν να γνωρίζουν τι ζει και αναπνέει πίσω από την πλάτη τους.

 Μα είναι η απαισιοδοξία πανταχού παρούσα. Και η κρίση και η ανεργία και η οικονομική δυσανεξία, όλα είναι… Πως λοιπόν να βρεις την ψυχή να καλωσορίσεις το αύριο, έτσι όπως νιώθεις ότι περπατάς πίσω από τις πλάτες που σου γυρίζουν όλοι αυτοί οι εξουθενωμένοι  άνθρωποι;

 Θα κινηθώ αντίθετα προς τη ροή του χρόνου για να βρεθώ σε μια από εκείνες τις ημέρες που οι άνθρωποι πλημμύριζαν τους δρόμους με τα πακέτα τους στο χέρι, που πλημμύριζαν τα μαγαζιά, που πλημμύριζαν τα λεωφορεία, άπληστοι για ζωή και κατανάλωση. Ακόμα και τότε λοιπόν, για εκείνη στην οποία θα αναφερθώ σήμερα, «η ζωή δεν είχε ούτε  γκρίνια, ούτε μιζέρια, ούτε παράπονο»

 Αντίθετα, κρατούσε τα στρογγυλά πινέλα της, τα βουτούσε στο χρώμα και τα ακουμπούσε σ ένα λευκό χαρτί και το ασυνείδητο ζωγράφιζε λουλούδια, ήλιους, λιμάνια, σύννεφα.
Μετά καλούσε μερικούς φίλους να θαυμάσουν τη δουλειά της και χάζευε κι αυτή μαζί τους για να παίρνει θάρρος και κουράγιο και να συνεχίσει με τα χιλιάδες χρώματα που είχε κατά νου για να πορευτεί.

 Μα χθες απότομα, ο ήλιος μέσα από τα μάτια της σα να μαζεύτηκε πίσω από μια συστάδα σκοτεινών βουνών, γι αυτό ίσως και να μου έδειξε κι αυτή για πρώτη φορά την πλάτη της.

 Πέρασε καιρός από την ημέρα που είχε ένα κακό ατύχημα, εκτελώντας μια απλή άσκηση, σε χρόνο ανύποπτο, μέσα στο γυμναστήριο, ένα ατύχημα που την είχε καθηλώσει με ένα σπασμένο πόδι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Σήμερα, όμως, σιγά σιγά αρχίζει  να πατάει στα πόδια της, να περιποιείται τα λουλούδια της, να ταΐζει τις γάτες της, να μιλάει με τα σκοτισμένα αηδόνια της.

 Τις προάλλες, που πέρασα έξω από το σπίτι της, την ώρα που τραγουδούσε στα λουλούδια της κάτι πένθιμο, είναι αλήθεια ότι προσπάθησα, όσο με παίρνει δηλαδή, να την εμψυχώσω και να της στρώσω αν μπορώ λίγα βάγια στην ταπεινή της Ιερουσαλήμ, για να πατήσει το αύριο.

Εκείνη, που έδειχνε πάντα τόσο χαρούμενη όταν με έβλεπε, αυτή τη φορά μου έστρεψε την αχαρτογράφητη πλάτη της, αλλά όχι με αδιαφορία ή αγένεια, παρά μόνο σα να μην ήθελε να δω τη νέα της εικόνα, λες και ήμουν κάποιος που είχε κατεβεί στην κοιλάδα των λεπρών για να συναντήσει ένα οικείο του πρόσωπο, που, όμως, θα προτιμούσε να σταθεί μέσα στη παχιά σκιά των βράχων. Μου μιλούσε όμως, αργά και καθαρά.


 -Τώρα περπατάω με μπαστούνι, μου λέει και ο ήλιος εξακολουθεί να κόβει βόλτες στους δρόμους. Έτσι στεκόμασταν, πλάτη με πρόσωπο και μιλούσαμε για μερικά τυπικά λεπτά, ώσπου το σώμα της άρχισε να σφυρίζει κάποιους σκοπούς του καλοκαιριού, και λαμποκόπησε για λίγο και η άσπρη πουκαμίσα που φορούσε, όταν η πλάτη της μου είπε με καλόκαρδη σύνεση:
-Άντε πήγαινε τώρα παλικάρι μου. Δε θέλω να με βλέπεις άλλο έτσι. Και μη μιλήσεις σε κανέναν άλλο για εμένα, σύμφωνοι;

-Σύμφωνοι, είπα και  χαιρέτησα.

Μα κάτι ένιωσα ξαφνικά μέσα μου, τόσο δυνατό και επίμονο, λες και είχε γεμίσει το χαρτί μου με σκέψεις αφιερωμένες στην πλάτη του ανθρώπου. Σ αυτό το αρχαίο κομμάτι της σάρκας μας, που γνωρίζουμε λιγότερο από κάθε άλλο, και που μοιάζει τόσο πολύ μ ένα καθρέφτη που σκεπάστηκε μαζί με τις σκόνες του  κάτω από ένα απλό σεντόνι και που εκπέμπει καμιά φορά τέτοια απίστευτη συμπόνια, που δε το χωράει ο νους σου πως είναι δυνατό να ζει τόσο παραμελημένο και απαξιωμένο μέσα στα παρατεταμένα σύμπαντα της παγκόσμιας φιλολογίας. Σ αυτή την μυστική είσοδο, λοιπόν, για την κρύπτη της ζωής μας, θέλω να αφιερώσω πάντα κάτι, σ αυτό το τσαλακωμένο σεντόνι που τεντώνουμε για να ξεντύσουμε τις σκιές μας, σ αυτό το λευκό πανί πάνω στο οποίο προβάλλουμε, σαν φιλμ νουάρ, το μυστηριώδες εκτόπλασμα  του αύριο. Την πλάτη του ανθρώπου. Το πετρωμένο λιοντάρι που μας φυλάει από οτιδήποτε θέλουμε να αποφύγουμε. Το φύλακα άγγελο της ανάγκης μας να απομονωθούμε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου