Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Τα παραμύθια των φλεβών

Αφηγούνταν με πάθος παραμυθά τις ιστορίες που σου έλεγε. Κι ήταν όλες πραγματικές, δεν τις σκαρφιζόταν, δεν τις ξεφούρνιζε. Το καταλάβαινες γιατί τις ανακύκλωνε διαρκώς χωρίς να αφαιρέσει ούτε ένα νί.  Ιστορίες με αρχή μέση και τέλος, αισθηματικές, ρεαλιστικές, διαψεύσεων, ανεπιβεβαίωτες μεν αλλά απόλυτα πειστικές. Ιστορίες που έκρυβαν κι ένα χαρακτήρα μεταφυσικό, λες και  αποτελούσαν μια διαρκή συνομιλία με τον κόσμο των σκιών μια μαρτυρία από  τη διάσταση των απόντων.

 Πρώτα σου έφτιαχνε καφέ και σου έβγαζε ένα κομμάτι μαύρη σοκολάτα. Τότε ένιωθες ότι βρίσκεσαι στην καλύβα κάποιας αφρικανής μάγισσας, που θα σου πει πράγματα για το παρελθόν, που δεν είχες ακούσει ποτέ ξανά. Μετά άπλωνε μπροστά  ένα μέτρο  το άσπρο της πόδι και άρχιζε να σου μιλάει για τις φλέβες της σα να ήσουνα παιδάκι και σου έλεγε παραμύθι για να κοιμηθείς. Έβλεπες φλέβες μεγάλες σαν ποτάμια κι άλλες μικρότερες, αλλά όχι λιγότερο σημαντικές.

 Κι άκουγες γι αυτές ιστορίες που σε συνέδεαν με την ίδια σου την ύπαρξη με την ήμερα της γέννησής σου, με την περίοδο που έκανες την πρώτη σου εγχείρηση, με τα χρόνια που κάποιο από τα αδέλφια σου τελείωνε το σχολείο. Ιστορίες χτυπημάτων, μικροατυχημάτων, ορθοστασιών, ακατονόητων αδικιών, παρερμηνεύσεων. Βγαλμένες από ένα μνημονικό που ενισχυόταν από τον πόνο και την ταλαιπωρία. Ιστορίες γαλάζιες, καφετιές, μελιτζανί και μαύρες.

Αν δεν ήταν οι σεισμοί, που τις γέννησαν, και τα πρόχειρα καταλύματα που χτίστηκαν μέσα και έξω από σχολεία, θα ήταν τα νοσοκομεία, κι αν δεν ήταν τα σύννεφα μιας Θεσσαλονίκης που άρχισε πια να αχνοφαίνεται  στις αναμνήσεις σου, θα ήταν μια εκδρομή κι ένα πικ νικ στο ανοιξιάτικο γρασίδι. Κι αν δεν ήταν όταν κόντευαν να τελειώσουν οι απόκριες, θα ήταν, ίσως, κάτι που θα σε ευαισθητοποιούσε παράξενα, όπως μια ιστορία από τα βάθη κάποιας βιοτεχνίας που την διεύθυνε ένα αφεντικό που δεν κολλούσε ένσημα στους εργαζόμενούς του.


 Κι ούτε πήγαινε να πει ότι οι μεγαλύτερες φλέβες έκρυβαν και σπουδαιότερες ιστορίες. Κάθε άλλο. Εκείνες οι μικρές, οι παραποτάμιες, ήταν που συνήθως σε ξάφνιαζαν. Ποιος να το περίμενε, έλεγες, ότι αυτή η τοσοδούλα, στις παρυφές της γάμπας,  έχει προλάβει ήδη να δοκιμάσει τέτοιο πόνο; Μα όλες τους ανεξαιρέτως, από τις πιο παλιές μέχρι και τις νεογέννητες, έψαχναν μέσα σου να κρούσουν αυτή τη χορδή, που θα σε ξαναγεννούσε, κάνοντας σε να συλλάβεις, αυτό το ασύλληπτο «κάτι», αυτό το αστείρευτο θαύμα, που αιωρείται πέρα από το προφανές τούτες τις οριζόντιες μέρες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου