Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Planes: Fire & Rescue (2014)



Μετά από την αναγκαστική εγκατάλειψη μιας αγαπημένης δραστηριότητας όχι μόνο μπορεί να συνεχιστεί απρόσκοπτα η εξέλιξη μιας ζωής, ενδιαφέρουσας και μεστής, αλλά, υπό προϋποθέσεις,
να διανοιχθεί και πεδίο δόξης λαμπρό.
Αυτό το καταλαβαίνει από πρώτο χέρι ο Dusty, ένα πρώην ψεκαστικό αεροπλάνο που αφού εξελίχθηκε σε παγκοσμίου φήμης πρωταθλητή αγώνων ταχύτητας,  μαθαίνει τώρα ότι εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος που αντιμετωπίζει η μηχανή του δε θα μπορέσει να αγωνιστεί ξανά στους αιθέρες. Τότε ακριβώς συναντά τον Blande Rager και την πυροσβεστική ομάδα του και ρίχνεται με όλες του τις δυνάμεις στην κατάσβεση μιας τεράστιας πυρκαγιάς. Ηθικό δίδαγμα; ότι η νέα ζωή του Dusty γίνεται συναρπαστική μ ένα τρόπο περισσότερο ουσιαστικό και κοινωφελή. Ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, ιδιαίτερα προηγμένη τεχνικά και μορφολογικά και προσανατολισμένη νοηματικά γύρω από την ηρωϊκή διάσταση της φύσης του αλτρουισμού.

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Charcoal Drawings







Lucy

Οι επιστήμονες λένε ότι ο μέσος άνθρωπος χρησιμοποιεί όλο κι όλο μόλις το δέκα τοις εκατό του εγκεφάλου του. Ωστόσο, έρχεται μια μέρα , που μια ξανθιά θα αξιοποιήσει ακόμα και το 100 τοις εκατό του δικού της εγκεφάλου, ποσοστό δηλαδή που πλησιάζει στο δέκα τοις εκατό του μέσου εγκεφάλου, μετατρέποντας τον εαυτό της σε μια  φονική μηχανή που εκτελεί χωρίς έλεος. Μια εξέλιξη απολυτως ρεαλιστική, αν κρίνει κανείς με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες. Αυτά συμβαίνουν στη νέα ταινία του Λικ Μπεσόν, ο οποίος σκηνοθετεί την Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο μιας απλής κοπέλας που βρίσκεται αντιμέτωπη με την κινέζικη μαφία, βλέποντας τις δυνατότητές της να εκτοξεύονται,  έως το νοητικό άπειρο, χάρη σε ένα πανίσχυρο ναρκωτικό.

Ο σκηνοθέτης του "Νικίτα" και του "Πέμπτου στοιχείου" επιχειρεί να στήσει ένα πρωτότυπο κινηματογραφικό σύμπαν αλλά προδίδεται από λογικά κενά, χοντράδες και υπερβολές, που δίνουν μια εντελώς προσχηματική χροιά στο όλο εγχείρημα. Μου άρεσε πάντως η φωτογραφική απόδοση της ταινίας καθώς και η προσεγμένη σκηνοθετική χρήση των ουδέτερων πλάνων,  όρος απαραίτητος για να δημιουργηθεί μια ιστορία στο μυαλό του θεατή. Παραδέχομαι επίσης ότι δεν μπορεί να σε αφήσει καθόλου ανεπηρέαστο όλη αυτή η υπερβολή με την ιστορία μιας ξανθιάς που πρέπει ντε και καλά να χρησιμοποιήσει το 100 τοις εκατό του εγκεφάλου της για να σπείρει γύρω της την καταστροφή και τον όλεθρο, όταν όλοι μας γνωρίζουμε ότι αυτό μπορούν να το καταφέρουν και με πολύ μικρότερο ποσοστό. Τα λογικά κενά που λέγαμε...

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

The Expendables 3 (2014) Οι Αναλώσιμοι


Η πιο πρόσφατη κινηματογραφική εμμονή του Sylvester Stallone ακούει στο όνομα "The Expendables" και έφτασε αισίως στις τρεις ταινίες. Σ αυτήν την τελευταία παρακολουθούμε τον Barney Ross και την ομάδα των επίλεκτων μισθοφόρων του να προσπαθεί να βρεθεί στα ίχνη ενός αδίστακτου εμπόρου όπλων του Conrand Stonebacks (Mel Gibson), τον οποίο ο Ross πίστευε ότι είχε εξολοθρεύσει μια δεκαετία πριν. Και ακριβώς επειδή η κατάσταση αποδεικνύεται αρκετά περίπλοκη και οι ήδη υπάρχοντες των αναλώσιμων όχι αρκετοί τελικά για την αντιμετώπισή της, η ομάδα εμπλουτίζεται με τρία νέα στελέχη, που ρίχνονται με το καλημέρα στη φωτιά προκειμένου να παραδώσουν τα διαπιστευτήριά τους. Ταινία δράσης για τους πολύ φανατικούς της κινηματογραφικής τεστοστερόνης που αποτίει  φόρο τιμής στις πρώτες ταινίες του είδους αυτού, της δεκαετίας του 80, ένα είδος που πρωτοεισήγαγε ο Σιλβέστερ Σταλόνε με το "Ράμπο: Το Πρώτο Αίμα) και από τότε ελάχιστες φορές το έχει εγκαταλείψει.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Chef

Ο "Chef" είναι μια ανάλαφρη κομεντί για το αμερικανικό όνειρο και τις πολύπλοκες διαστάσεις που αυτό μπορεί να πάρει μέσα στη νέα ψηφιακή εποχή, που κυριαρχούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αναζητώντας, αρχικά, τη χαμένη ουσία των πραγμάτων μέσα από τα χιλιάδες σχόλια, likes, tweets και ποσταρίσματα, ο 48χρονος αμερικανός σκηνοθέτης Τζον Φαβρό αφηγείται την ιστορία του Καρλ Κάσπερ, ενός επιτυχημένου σεφ του Λος Άντζελες, ο οποίος χάνει τη δουλειά του σ ένα πολυτελές εστιατόριο μετά από τη μετωπική αντιπαράθεση που έχει μ έναν διαδικτυακό κριτικό γεύσης.

Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Τζον μαζεύει τα επαγγελματικά κομμάτια του και ετοιμάζεται να στήσει κάτι πραγματικά πρωτοποριακό: μια κινούμενη καντίνα με γκουρμέ φαγητό στο Μαϊάμι.

Κι ενώ σαν ιδέα σεναριακή ο "Chef" σου εξιτάρει κάπως την περιέργεια , η ταινία του Φαβρό δεν έχει κάτι αξιοσύστατο, καθώς αποδεικνύεται  αρκετά επιδερμική και κοινότοπη, και αναλώνεται ταχύτατα σε υπερβολικά κινηματογραφικά κλισέ και σεναριακές ευκολίες, δημιουργώντας μια συνθήκη που ξεφουσκώνει αρκετά γρήγορα τον αρχικό ενθουσιασμό σου.  Στα θετικά της ταινίας συγκαταλέγονται, ο γρήγορος ρυθμός της, η διασκεδαστική και ιδιαίτερα φωτεινή ατμόσφαιρα που την περιβάλλει, η παρουσία πολλών διάσημων σταρ σε σύντομους ρόλους και ο επιτυχημένος σαρκασμός της νέας ψηφιακής καθημερινότητας.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο από έρωτα!

Photo: Rene Magritte


Ο Τηλέμαχος είχε χάσει το απόγευμα προσπαθώντας να πείσει μια ώριμη γυναίκα, η οποία δούλευε στην υποδοχή ενός οίκου ανοχής, να τον ακολουθήσει, μετά τη βάρδιά της, για ένα καφέ. Εκείνη του αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντάς του ότι όχι μόνο είναι πενήντα χρονών και παντρεμένη , αλλά και για να διαλύσει τυχόν παρεξηγήσεις, δεν έχει υπάρξει ποτέ ούτε πόρνη, ούτε κάτι παρεμφερές,  αν και δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να συνεργάζεται με όλα αυτά τα κορίτσια.

 Ο Τηλέμαχος, που ήταν ένα παλικαράκι κοντά στα 23 όχι μόνο δεν παραιτήθηκε από το σχέδιό του , αλλά την επόμενη ημέρα επέστρεψε στον οίκο ανοχής και άκουγε κάπως κακόκεφα τη γοητευτική τσατσά να προσπαθεί να του απαριθμήσει τις χάρες της κοπέλας που θα έβγαινε σε λίγη ώρα από το δωμάτιο.

 -Μα εγώ δεν έρχομαι εδώ για κάποια από τις κοπέλες σας, της είπε ο Τηλέμαχος. Έρχομαι μόνο για εσάς. Μου αρέσετε πολύ και σας υπόσχομαι ότι αν πιούμε μαζί ένα καφέ  δε θα το μετανιώσετε ποτέ.

 Ύστερα έβγαλε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ήσυχο και κρυφό και το παρέδωσε στα χέρια της τσατσάς η οποία γέλασε με την ψυχή της και του είπε: -Φύγε από δω βρε τρελέ!

Την επόμενη ημέρα που ξαναπέρασε ο Τηλέμαχος η γυναίκα ήταν καθισμένη σε μια βιεννέζικη κουνιστή πολυθρόνα και οι κοπέλες λίγο νωρίτερα είχαν παρατηρήσει ότι είχε ισιώσει τα μαλλιά της με πραγματική φροντίδα και τόλμη.

-Λοιπόν, νεαρέ; Θα περάσεις σήμερα; του λέει και προσπαθεί να του απαριθμήσει ένα προς ένα τα προσόντα και τις χάρες της κοπέλας που δούλευε εκείνο το απόγευμα, αλλά μάταια, αφού ο νεαρός δεν ήθελε να ακούσει λέξη.

 -Ήρθα να σας δώσω αυτό και να φύγω, είπε ο Τηλέμαχος και της έδωσε, άλλο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Θα σας περιμένω όσο χρειαστεί, είπε και έφυγε.

Λίγο αργότερα η γυναίκα με το καθαρό ινδιάνικο βλέμμα της ακολουθούσε τις μηχανικές κινήσεις ενός ξεθυμασμένου πελάτη που αποχωρούσε από το δωμάτιο του πόθου σαν ακτίνα αόρατου φωτός, με τα μάτια του αδειανά από εικόνες και συναισθήματα ως τις πιο μακρινές γωνιές του σπιτιού.

 Έπειτα έλιωσε δυο ασπιρίνες στη σειρά για να την ανακουφίσουν από τον πονοκέφαλο και όπως έπαιρνε το ταξί της επιστροφής στο μυαλό της δεν αναγνώριζε τίποτα πέρα από μια σύγχυση που βασιζόταν σε μερικά ήπια συναισθήματα κολακείας και ταπείνωσης, βυθισμένα σε αρώματα πάνω σε αμπελώνες με πρωτόγονα φυτά και έντονα λουλούδια.


Ήταν πολύ όμορφη και για την ηλικία της και για κάθε ηλικία και πολύ πιο νέα από τον άντρα της, ένα ναυτικό ξεχασμένο εδώ και χρόνια από τη στεριά, και όχι μόνο συνέχισε να φοράει τα καλύτερα από τα καθημερινά ρούχα της γκαρνταρόμπας της για όλες τις ημέρες που ακολούθησαν, αλλά και άρχισε να παρατηρεί όλο και πιο προσεκτικά όλα τα παλιά μυστικά του αίματός της.

 Τα κόκκινα τριαντάφυλλα που την περίμεναν κάθε απόγευμα έγιναν δώδεκα και μετά δεκαέξι και είκοσι και άρχισε να τα βάζει  μέσα σε μια γαλάζια κανάτα, ώσπου κάποιες από τις κοπέλες, από τις πιο κακιασμένες δηλαδή, άρχισαν να παραπονούνται σχετικώς με το αν όλοι οι τροχοί της αμάξης εκεί μέσα έκαναν τη δουλειά τους καθώς έπρεπε.

 Για να τις δείξει, αποφάσισε την επόμενη κιόλας ημέρα, να βάλει ένα τέλος σ αυτή την παράλογη ιστορία και να δεχτεί τελικά την πρόσκληση του Τηλέμαχου, ώστε να πάνε για ένα καφέ, αλλά μέχρι εκεί, τίποτε παραπάνω.

 Ο Τηλέμαχος, όμως, δεν απάντησε αμέσως, όταν το επόμενο απόγευμα η τσατσά τον ρώτησε αν θέλει να περάσει στο δωμάτιο. Κι ούτε έβγαλε αυτή τη φορά κόκκινο τριαντάφυλλο από τα υγρά του χέρια. Μόνο της ζήτησε να του πει για τις υπηρεσίες που πρόσφερε η κοπέλα όσο πιο αναλυτικά μπορούσε.

Κι εκείνη το έκανε με μεγάλο επαγγελματισμό, έτσι ακριβώς όπως της το ζήτησε ο νεαρός, αλλά παρατήρησε ότι η εκφορά από το στόμα της μιας σειράς ερωτικών λέξεων και στάσεων αυτή τη φορά έπαιρνε ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, καθώς ένιωσε σα να μιλούσε λίγο για τον ίδιο τον εαυτό της , ενώ αυτή η στιγμιαία συστολή που ένιωσε μέσα της, της προξένησε  για πρώτη φορά  ένα παιχνιδιάρικο τυφλό σπινθήρα, που πηγαινοερχόταν σαν μικρό μπαλάκι ανάμεσα στα μέτωπά τους.

-Εντάξει, της είπε ο Τηλέμαχος, μόλις είδε την κοπέλα. Με πείσατε. Θα περάσω. Και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του.

Η τσατσά, κρατώντας στα χέρια της τα λεφτά του νεαρού άνδρα, γύρισε αμίλητη στο εσωτερικό δωμάτιο και άνοιξε τη μικρή τηλεόραση για να μην ακούει τα εξωφρενικά βογκητά της κοπέλας, που ήταν φημισμένη για το γεγονός ότι έκανε τους άνδρες να ξεχνούν ότι υποκρινότανε την ευχαρίστηση που ένιωθε.

 Είχε χρόνια και ζαμάνια να καπνίσει αλλά το ξαναθυμήθηκε, δεν ήταν δύσκολο.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο ο Τηλέμαχος έδειχνε πραγματικά ανακουφισμένος, ενώ εκείνη σα να είχε μαστιγωθεί μ ένα τσαμπί πορτοκάλια.

 Μετά ο νεαρός χάθηκε εντελώς από το σπίτι και μέχρι να μαραθεί και το τελευταίο κόκκινο τριαντάφυλλο, η καημένη η τσατσά τον περίμενε κάθε απόγευμα μήπως και τον δει να έρχεται για να κάνει την ψυχή της να πεταρίσει ξανά σαν ενός μικρού κοριτσιού μέσα σ ένα δάσος από μεθυσμένες πεταλούδες.

 Μια μέρα τον ξαναείδε από το παράθυρο να περνάει από το δρόμο αλλά ήταν πια σαφές ότι ο νεαρός κυνηγούσε κάποια νέα περιπέτεια με την ίδια άνεση που είχε εγκαταλείψει την προηγούμενη, λες και είχε φτερά και πετούσε ασυλλόγιστα από το ένα σοφό του παιχνίδι στο άλλο.

 Και τότε η γυναίκα αναρωτήθηκε για πρώτη και τελευταία φορά «από πότε άραγε της συμβαίνει όλο αυτό».

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Η Πλάτη

Photo: www.streetartutopia.com

Αν δεν ήταν η απαισιοδοξία των ημερών και αυτό το απίστευτο μπλέξιμο της εποχής, θα μπορούσες να βγεις όποια ώρα θέλεις σ αυτή την καλοκαιρινή πόλη και να κουβεντιάσεις με τους ανθρώπους που χρόνια τώρα έχουν γυρίσει το πρόσωπό τους προς τα φυτά τους, τα ζώα τους, τους κήπους τους, τις τσόχες τους, τις οθόνες τους και τα χειροτεχνήματά τους για να αποφεύγουν να γνωρίζουν τι ζει και αναπνέει πίσω από την πλάτη τους.

 Μα είναι η απαισιοδοξία πανταχού παρούσα. Και η κρίση και η ανεργία και η οικονομική δυσανεξία, όλα είναι… Πως λοιπόν να βρεις την ψυχή να καλωσορίσεις το αύριο, έτσι όπως νιώθεις ότι περπατάς πίσω από τις πλάτες που σου γυρίζουν όλοι αυτοί οι εξουθενωμένοι  άνθρωποι;

 Θα κινηθώ αντίθετα προς τη ροή του χρόνου για να βρεθώ σε μια από εκείνες τις ημέρες που οι άνθρωποι πλημμύριζαν τους δρόμους με τα πακέτα τους στο χέρι, που πλημμύριζαν τα μαγαζιά, που πλημμύριζαν τα λεωφορεία, άπληστοι για ζωή και κατανάλωση. Ακόμα και τότε λοιπόν, για εκείνη στην οποία θα αναφερθώ σήμερα, «η ζωή δεν είχε ούτε  γκρίνια, ούτε μιζέρια, ούτε παράπονο»

 Αντίθετα, κρατούσε τα στρογγυλά πινέλα της, τα βουτούσε στο χρώμα και τα ακουμπούσε σ ένα λευκό χαρτί και το ασυνείδητο ζωγράφιζε λουλούδια, ήλιους, λιμάνια, σύννεφα.
Μετά καλούσε μερικούς φίλους να θαυμάσουν τη δουλειά της και χάζευε κι αυτή μαζί τους για να παίρνει θάρρος και κουράγιο και να συνεχίσει με τα χιλιάδες χρώματα που είχε κατά νου για να πορευτεί.

 Μα χθες απότομα, ο ήλιος μέσα από τα μάτια της σα να μαζεύτηκε πίσω από μια συστάδα σκοτεινών βουνών, γι αυτό ίσως και να μου έδειξε κι αυτή για πρώτη φορά την πλάτη της.

 Πέρασε καιρός από την ημέρα που είχε ένα κακό ατύχημα, εκτελώντας μια απλή άσκηση, σε χρόνο ανύποπτο, μέσα στο γυμναστήριο, ένα ατύχημα που την είχε καθηλώσει με ένα σπασμένο πόδι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Σήμερα, όμως, σιγά σιγά αρχίζει  να πατάει στα πόδια της, να περιποιείται τα λουλούδια της, να ταΐζει τις γάτες της, να μιλάει με τα σκοτισμένα αηδόνια της.

 Τις προάλλες, που πέρασα έξω από το σπίτι της, την ώρα που τραγουδούσε στα λουλούδια της κάτι πένθιμο, είναι αλήθεια ότι προσπάθησα, όσο με παίρνει δηλαδή, να την εμψυχώσω και να της στρώσω αν μπορώ λίγα βάγια στην ταπεινή της Ιερουσαλήμ, για να πατήσει το αύριο.

Εκείνη, που έδειχνε πάντα τόσο χαρούμενη όταν με έβλεπε, αυτή τη φορά μου έστρεψε την αχαρτογράφητη πλάτη της, αλλά όχι με αδιαφορία ή αγένεια, παρά μόνο σα να μην ήθελε να δω τη νέα της εικόνα, λες και ήμουν κάποιος που είχε κατεβεί στην κοιλάδα των λεπρών για να συναντήσει ένα οικείο του πρόσωπο, που, όμως, θα προτιμούσε να σταθεί μέσα στη παχιά σκιά των βράχων. Μου μιλούσε όμως, αργά και καθαρά.


 -Τώρα περπατάω με μπαστούνι, μου λέει και ο ήλιος εξακολουθεί να κόβει βόλτες στους δρόμους. Έτσι στεκόμασταν, πλάτη με πρόσωπο και μιλούσαμε για μερικά τυπικά λεπτά, ώσπου το σώμα της άρχισε να σφυρίζει κάποιους σκοπούς του καλοκαιριού, και λαμποκόπησε για λίγο και η άσπρη πουκαμίσα που φορούσε, όταν η πλάτη της μου είπε με καλόκαρδη σύνεση:
-Άντε πήγαινε τώρα παλικάρι μου. Δε θέλω να με βλέπεις άλλο έτσι. Και μη μιλήσεις σε κανέναν άλλο για εμένα, σύμφωνοι;

-Σύμφωνοι, είπα και  χαιρέτησα.

Μα κάτι ένιωσα ξαφνικά μέσα μου, τόσο δυνατό και επίμονο, λες και είχε γεμίσει το χαρτί μου με σκέψεις αφιερωμένες στην πλάτη του ανθρώπου. Σ αυτό το αρχαίο κομμάτι της σάρκας μας, που γνωρίζουμε λιγότερο από κάθε άλλο, και που μοιάζει τόσο πολύ μ ένα καθρέφτη που σκεπάστηκε μαζί με τις σκόνες του  κάτω από ένα απλό σεντόνι και που εκπέμπει καμιά φορά τέτοια απίστευτη συμπόνια, που δε το χωράει ο νους σου πως είναι δυνατό να ζει τόσο παραμελημένο και απαξιωμένο μέσα στα παρατεταμένα σύμπαντα της παγκόσμιας φιλολογίας. Σ αυτή την μυστική είσοδο, λοιπόν, για την κρύπτη της ζωής μας, θέλω να αφιερώσω πάντα κάτι, σ αυτό το τσαλακωμένο σεντόνι που τεντώνουμε για να ξεντύσουμε τις σκιές μας, σ αυτό το λευκό πανί πάνω στο οποίο προβάλλουμε, σαν φιλμ νουάρ, το μυστηριώδες εκτόπλασμα  του αύριο. Την πλάτη του ανθρώπου. Το πετρωμένο λιοντάρι που μας φυλάει από οτιδήποτε θέλουμε να αποφύγουμε. Το φύλακα άγγελο της ανάγκης μας να απομονωθούμε. 

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Κοπλιμεντάκιας φαναριών

Χάρη, μήπως έχεις καμιά καινοτόμα ιδέα για δουλειά να την προτείνω  στον ΟΑΕΔ και να πάρω επιδότηση; μου λέει τις προάλλες φίλος μου, Αρειανός.
-Βεβαίως κι έχω...Να στέκεσαι δίπλα στα φανάρια κι όταν ανάβει κόκκινο, αντί να καθαρίζεις τα τζάμια των αυτοκινήτων να ταράζεις τους οδηγούς στα κοπλιμέντα, έναντι φυσικά κάποιου αντιτίμου  που θα τίθεται στην διακριτική τους ευχέρεια. Μπορείς να λες διάφορα πράγματα, στην πραγματικότητα ότι σου κατεβαίνει στην κούτρα. Όπως για παράδειγμα...
-Τι όμορφο μωρό που κυκλοφορείς ρε φίλε, μπράβο σου, σε παραδέχομαι και σε ζηλεύω. Αλλά σου αξίζει και με το παραπάνω, έτσι; Με τέτοια επιδερμίδα αλοιφή, τι λιγότερο να είχες δηλαδή; Έλα, αποκάλυψέ μου το μυστικό σου τώρα. Μήπως έπεσες μεσά στο collagen pro active όταν ήσουν μικρός;

Κάλιστα μπορείς να πεις κάτι για την εμφάνιση κάποιου, την κοινωνική του θέση, ή ακόμα και την ομάδα του , κάτι όμως που να τον αγγίξει πραγματικά, έτσι; όχι αερολογίες. Για παράδειγμα να πεις σε κάποιον: Ρε φίλε, μήπως έχει καμιά σημασία  που η ομάδα σου έπεσε αγωνιστικά τρεις φορές στη Β εθνική , όταν εξακολουθεί να είναι η ίδια ομάδα που αγωνίστηκε κάποτε κόντρα στην ιστορική Περούτζια του μεγάλου Πάολο Ρόσι;

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Η Μπρούκλισα η Όλγα

Σαν ποντικός βάζω το κεφάλι μου μέσα στην τρύπα της λεκάνης κι εκείνη αρχίζει σιγά σιγά με το νερό να μου τρώει τα σαπούνια. Καθώς με ξεπλένει και αρχίζει να μαλάζει τους κροτάφους μου, νιώθω ένα κάψιμο στον αυχένα αλλά σφίγγω τα δόντια γιατί δε με παίρνει καθόλου να επισπευσθεί η διαδικασία. Εκείνη μου φασκιώνει το κεφάλι με μια χοντρή πετσέτα και ύστερα πηγαίνει μπροστά στον καθρέφτη και με περιμένει να την ακολουθήσω. Εγώ την ακολουθώ σα να πηγαίνω σε μια βιαστική δουλειά.

-Βγαίνει καλό μεροκάματο στην Ελλάδα; Τη ρωτάω.
-Αν βγαίνει, λέει…

Να σας συστήσω λοιπόν την Όλγα, τη νέα μου κομμώτρια, μια νεαρή  Ρωσίδα που μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και πρόσφατα ήρθε στην Ελλάδα για να εξασκήσει το επάγγελμά της. Παραδέχομαι ότι αυτή η γυναίκα με έχει αναστατώσει για ένα μοναδικό και λιγάκι ασυνήθιστο λόγο: Ότι μπορεί και μιλάει με θάρρος τα Ελληνικά χωρίς στην πραγματικότητα να τα σκαμπάζει γρι.

-Θες να σου το κόψω από τη ρίζα ή να σου αφήσω λίγο; Μου είπε τις προάλλες και με άναψε τόσο πολύ που δε σκέφτηκα και πολύ προτού της απαντήσω: «από τη ρίζα, από τη ρίζα»

 Είναι γενναία η Όλγα και τολμηρή και δεν πολυκαταλαβαίνει από ασυνταξίες και τέτοια, γι αυτό κι εγώ μάλλον νιώθω τόσο τσιμπημένος μαζί της και ταράζομαι τόσο πολύ κάθε φορά που αγγίζουμε τα χέρια μας.

 Ή ,το άλλο πάλι, εκείνο το ανεπανάληπτο, τη στιγμή ακριβώς που ετοιμαζόμουνα να κλείσω την πόρτα του κομμωτηρίου της, και μου λέει:- Άλλη φορά μην έρχεσαι πριν τις δέκα για να φτάνουμε μαζί, τι ήταν πάλι και τούτο; Μα είναι κουβέντες αυτές που να μην σε αναστατώνουν σαν άντρα; Κι εγώ μετά πώς να μην αισθανθώ ότι πρωταγωνιστώ σε κάποιο ριμέικ του περίφημου «Εραστή της Κομμώτριας» του Πατρίς Λεκόντ;

Μ αρέσει η γενναιότητα στη χρήση της γλώσσας, όσο δεν περιγράφεται, γι αυτό και κουρεύομαι πια και δυο και τρεις φορές το μήνα.. Γι αυτό και την άλλη φορά που πηγαίνω πρωϊ από το κομμωτήριο και βλέπω κολλημένο στην τζαμαρία ένα χαρτί που λέει «ΚΛΟΙΣΤΑ ΜΕΧΡΙ 17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» νιώθω να ερωτεύομαι ξανά κι αυτό να μου φέρνει μια καούρα στο στομάχι σα να έχω φάει μόλις οδοντόκρεμα πάνω σε φρυγανιά.

Ακόμα σκέφτομαι λοιπόν πως εκείνο το ΟΙ στο «ΚΛΟΙΣΤΑ» θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει για μένα την αφορμή που χρειαζόμουν για να εγκαταλείψω την εργένικη ζωή και να αποδεχτώ ξανά την ιερή χρησιμότητα του γάμου. Φαντάζεσαι αυτή η γυναίκα να κατορθώσει να με βάλει σε λογαριασμό και τάξη; αναρωτιόμουν πέρυσι τέτοια εποχή.

Τόσο τούρμπο με είχε κάνει η motherfucker.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Κι αν είπαμε και καμιά κουβέντα παραπάνω...


Όταν τον γνώρισα εκείνος ήταν τριάντα χρονών και τελείωνε το στρατιωτικό του. Τότε αγάπησε τη γυναίκα του, παντρεύτηκαν, έκαναν και ένα παιδί. Κι ύστερα άρχισε να δουλεύει στο Δήμο, με εξάμηνη σύμβαση, ενώ η γυναίκα του μόλις έκαναν το παιδί έμεινε στο σπίτι.

 Εγώ τον πρωτοσυναντώ  εκείνη  την περίοδο που φεύγει από το Δήμο και σιχτιρίζει τη γνωριμία του επειδή δεν καταφέρνει να μετατρέψει την εξάμηνη σύμβασή του σε αορίστου, όπως είχε κάνει για τόσους άλλους.

Μετά κύλησε στην άρνηση, την αγανάκτηση, την Χρυσή Αυγή. Μια φορά μαθαίνω ότι συμμετείχε και σ ένα καλό τσαμπουκά εναντίων ανυποψίαστων μεταναστών στην Καλαμαριά, ο οποίος έληξε με την αργοπορημένη εμφάνιση της μπατσαρίας.

Πέρασαν τα χρόνια. Εκείνος από αγανακτισμένος άνεργος  που περιφερόταν από καφενείο σε καφενείο κατάφερε, μετά από πολλά παρακαλετά, να προχωρήσει. Ένας παλιός βουλευτής του βρήκε μια δουλειά σε μια βιοτεχνία ειδών αλουμινίου και ο ίδιος βουλευτής, λίγο αργότερα, βρίσκει και στη σύζυγό του μια θέση ταμεία σε σούπερ μάρκετ.

Αλλά ο τροχός άρχισε να γυρίζει οριστικά για το ζευγάρι, όταν, αξιοποιώντας μια καλή γνωριμία τους μέσα στην πολεοδομία, εξασφαλίζουν πλήρη επιχορήγηση για την πράσινη ανακαίνιση του σπιτιού τους.

Και πάνω που λες ότι καλύτερο δε γίνεται, ο γνωστός μου καταλαβαίνει ότι όχι απλώς του έφταναν όλα εκείνα τα χρήματα που προέρχονταν από ευρωπαϊκά κονδύλια για την ανακαίνιση του σπιτιού του, αλλά και του περίσσευαν όσα σχεδόν χρειαζόταν για να μπορέσουν να κάνουν κι εκείνο το μαγικό ταξιδάκι στην Ιαπωνία που αποτελούσε όνειρο ζωής και για τους δυο τους. Για να τους δείξει, μεταξύ άλλων, και αυτούς τους ευρωπαίους.

Aκούς τέτοια νέα, σχεδόν μέρα παρά μέρα, και νιώθεις ανάμικτα συναισθήματα. Τα αρνητικά δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αποκαλύψεις γιατί πιθανόν να παραπέμψουν σε μια ζηλοφθονία που έτσι κι αλλιώς δεν είναι του τύπου σου.

Από την άλλη, όμως, τα θετικά, σου δείχνουν ότι τα πράγματα κάπως επιστρέφουν  στην πρότερη κατάστασή τους. Ναι είναι αλήθεια ότι βγαίνουμε από το τούνελ, αλλά από την είσοδο, από εκεί που μπήκαμε.


Και ναι, δεν είναι καθόλου υπερβολή. Η κατάσταση επιστρέφει ξανά εκεί που ήτανε. Το βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων, που επιζητούν την αποκατάσταση της τραυματισμένης επαφής με το κρατικό σύστημα εξυπηρέτησης πελατών. Το καταλαβαίνεις πια στις μετρημένες και προσεκτικές διατυπώσεις τους εναντίων των κοινοβουλευτικών. Ναι είναι πολλοί πια οι πολίτες που αποφεύγουν να βρίζουν τον καθρέφτη για τα άσχημα μούτρα τους.  Πελάτες και πολιτικό σύστημα αρχίζουν ξανά να ονειρεύονται τις παλιές καλές εποχές και τα κονδύλια του ΕΣΠΑ μετατρέπονται στο νέο εργαλείο εκμαυλισμού συνειδήσεων.

Έτσι, λοιπόν, το «ότι μπορούν κάνουν» το ακούς πια ολοένα και περισσότερο για τους επαγγελματίες πολιτικούς- που βγαίνουν πρώτοι  από την κρίση- τραβώντας στην επιφάνεια και την πιστή
εκλογική  πελατεία τους. Κι αν είπανε και καμιά κουβέντα παραπάνω ας την πάρει το ποτάμι.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Να το επαναλάβουμε!



Η συνάντησή του με την Β., πριν από λίγες ημέρες, είχε αντιφατικά αποτελέσματα. Τα καλά νέα ήταν ότι έκαναν ξανά έρωτα μετά από καιρό και μάλλον πέρασαν πολύ καλά κι οι δυο τους. Ενώ τα κακά ήταν ότι εκείνη ήταν κάπως προβληματισμένη με τη νέα του εμφάνιση.

-Γιατί έκοψες τα μαλλιά σου του λέει πριν κάνουν έρωτα. Δεν ήξερες ότι σου πήγαιναν πολύ τα μακριά μαλλιά; αδυνάτισες κι όλα και γκρίζαρες και λίγο στους κροτάφους. Σα να παραμεγάλωσες μου φαίνεται. Πέντε χρόνια έχω να σε δω και τρόμαξα να σε γνωρίσω.

Κι όλα αυτά, να φανταστείτε, πριν ακόμα κάνουν έρωτα, γιατί όταν έκαναν έρωτα εκείνη είχε κλείσει τα μάτια της και έλεγε, τι ωραίος που είσαι αγάπη μου, πόσο όμορφος είσαι, τι όμορφα μαλλιά που έχεις και εκείνος άρχισε να παίρνει πάλι πάνω του, αλλά μόνο μέχρι  την ώρα  που χώριζαν , και εκείνη του έλεγε:

-Αχ τι όμορφα που πέρασα απόψε μαζί σου! Να το επαναλάβουμε σύντομα άμα θέλεις. Ιδιαίτερα στο σημείο εκείνο που έκλεισα τα μάτια μου και σε φανταζόμουνα και πάλι με μακριά μαλλιά ένιωθα πραγματικά υπέροχα. Ήσουν καταπληκτικός τότε.

Εκείνος δέχτηκε ένα τελευταίο φιλί του αποχαιρετισμού στο στόμα και δεν είπε τίποτα. Όλο αυτό ήταν πολύ ακόμα και γι αυτόν τον αυθεντικό υπέρμαχο της σκέψης σουρεαλιστών.

Η "Ιδανική Πελατεία" του Πλάτωνα


Περιδιαβαίνοντας τους διαδρόμους ενός πολύ γνωστού βιβλιοπωλείου δεν μπορώ να μην παρατηρήσω την εξωπραγματική ποσότητα τίτλων και κατηγοριών που προσφέρεται στο αναγνωστικό κοινό. Δέκα χιλιάδες τίτλοι για το ένα θέμα, πέντε χιλιάδες για το άλλο, εικοσιπέντε χιλιάδες βιβλία συνολικά, άμεσα διαθέσιμα στις ηλεκτρονικές συσκευές σας, με την εκτέλεση μιας απλής εντολής.
Σκέφτομαι ότι σε λίγα χρόνια θα αγοράζουμε τα βιβλία με το κιλό: Τρία κιλά Κοέλιο, δύο κιλά Άρλεκιν και 100 γραμμάρια ντοστογιέφσκι, παρακαλώ.

 Πλησιάζοντας προς το ταμείο δεσπόζουν οι φωτογραφίες από τα βιβλία των πλέον ευπώλητων Ελλήνων: Ζήγρας, Κουφοντίνας, Ναταλία Γερμανού και φυσικά ακριβώς πάνω από την ταμειακή μηχανή η Λένα Μαντά. Τελικά οι Έλληνες διαβάζουν από καθαρή περιέργεια και μόνο;
Ο νους μου σαλπάρει για την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, μια φανταστική πολιτεία την Καλλίπολη με φιλοσόφους-βασιλείς αλλά και τον κόσμο των ιδεών του εκεί όπου κατοικούν οι τέλειες και ανόθευτες ιδέες από τις οποίες εκπορευόμαστε όλοι εμείς τα ταπεινά αντίγραφά τους.

 Και φαντάζομαι το μεγάλο φιλόσοφο να μιλάει στις μέρες μας για την ιδανική πελατεία, η οποία θα βρίσκεται σε ένα τόπο όπου οι άνθρωποι θα θέλουν τόσο πολύ να πιστέψουν σε κάτι που ο καθένας θα μπορεί να τους πουλήσει τα πάντα αρκεί να είναι αποφασισμένος και να μην έχει ηθικές αναστολές.

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Παραμίλα για να σ ακούνε




Δε χρειάζεται πια και καμιά  ικανότητα παρατήρησης τρομερά οξυμένη για να καταλάβει κανείς ότι αυτά τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί δραματικά ο αριθμός των ανθρώπων που βαδίζουν στους δρόμους και μιλούν μοναχοί τους.

 Οι ακριβοθώρητοι κάποτε και απρόσιτοι συνάνθρωποί μας πρωταγωνιστούν σήμερα σε κάθε σχεδόν βόλτα μας σε κάθε μακρινό περίπατο, διεκδικώντας με τον τρόπο τους ελευθερίες και δικαιώματα που τους στερεί ένας κόσμος που έπαψε να ακούει.

Πόσο θυμό, αλλά και πόσο πλούσια καρδιά καταλαβαίνεις ότι διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι ακόμα κι έτσι όπως τους κατάντησαν, να σκέφτονται φωναχτά και να διεκδικούν μια ουγγιά της προσοχής μας έστω και πάντα με το ίδιο λανθάνων κόλπο. Την ακούσια επίκληση του ασυνειδήτου μέσα από την ακαταλόγιστη επιλογή των απρόσεκτων διατυπώσεών τους.

 Υπάρχει όμως και ένας από δαύτους που αποδεικνύεται εντελώς διαφορετικός από όλους τους υπόλοιπους, ώστε ακόμα και παλιά οι άνθρωποι θα το σκέφτονταν και δυο και τρεις φορές προτού του κρεμάσουν γύρω από τη μέση του μερικά αυτοσχέδια κουδούνια. Αυτός είναι ένας μικρόσωμος άντρας κοντά στα πενήντα με ατημέλητη και κάπως σκυθρωπή εμφάνιση και με πάντα ηλεκτρισμένες τις άκρες των λιγοστών μαλλιών του. Ο λόγος που ξεχωρίζει; πως όταν παραμιλάει χρησιμοποιεί μια θεματολογία που δεν μοιάζει με κανενός άλλου.

 Περνώντας, λοιπόν, έξω από ένα Daylicious, μπορείς να τον ακούσεις να μιλάει, πάντα εν κινήσει,  για το μποζόνιο  Χίγκς και τις ευθύνες της αριστεράς στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ενώ έξω από μια προσεγμένη καφετέρια για τις απόψεις του Φρόιντ για τη λογοτεχνία και τα όνειρα και τη μάστιγα του περισπασμού της προσοχής που απειλεί το νέο άνθρωπο, και έξω από κάποιο ίντερνετ καφέ που κάνουν το διάλειμμα τους καπνίζοντας μερικοί νεαροί , να λέει για το μέλλον της ανθρωπότητας μέσα σ ένα αφιλόξενο τεχνολογικά περιβάλλον όπου τα ηθικά ζητήματα θα αντιμετωπίζονται από όλους με προαιρετική ελαστικότητα και στα στενά σοκάκια να τον ακούς να μιλάει για την κατάρα των νεοπλατωνικών, την απάτη του Πάολο Κοέλιο και την τερατώδη φαντασία του Αυγούστου Καντ που κατάφερε να γράψει όλα αυτά τα πράγματα χωρίς να μετακινηθεί ούτε μια φορά από το γενέθλιο τόπο του, το Καίνιξμπεργκ της Πρωσίας.

 Και δεν μπορεί παρά να αναρωτηθείς. Ποια μεθοδική πνευματική εργασία είναι αυτή που του επιτρέπει να γνωρίζει τόσο πολλά πράγματα; και από την άλλη, ποιο τρομακτικό αδιέξοδο συνεννόησης είναι αυτό που τον έχει οδηγήσει σε μια τέτοια απονενοημένη μορφή επικοινωνίας;

 Εγώ τον πετυχαίνω συχνά αυτόν τον άντρα στο δρόμο και πάντα κάνω τους δικούς μου μικροϋπολογισμούς, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αν αυτός ο άνθρωπος διασχίζει κατά μέσο όρο δέκα χιλιόμετρα περίπου την ημέρα, θα πρέπει ήδη να διαθέτει ένα κοινό που ξεπερνάει τους 50.000 ανθρώπους. Αντίθετα εγώ με το Blog μου πολύ σπάνια καταφέρνω να επικοινωνήσω τις απόψεις μου σε περισσότερους από δυο συγγενείς και τρεις φίλους.
Γι αυτό μου έχει βάλει πολλές ιδέες, αυτός ο μπαγάσας, το τελευταίο διάστημα.


Ανταμοιβή

 Μια αστραπή προσπάθησε να σβήσει μία σπίθα
να σου χαρίσω ήθελα το μόνο πράγμα που είχα
και μείναμε εκεί ψηλά σα δίδυμα αστέρια
που δεν τα ρίχνει η βραδιά στου έρωτα τα χέρια

όλο το φως στα μάτια σου, πηγάζει απ τα μαλλιά σου
μια αστραπή προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά σου
ήτανε Σαββατόβραδο μια λεύγα απ το φεγγάρι
να σου χαρίσω ήθελα το Δία και τον Άρη

και τώρα σαν ανταμοιβή, σημάδι κάποιο ψάχνεις
στην τωρινή μου τη γραφή να δεις άμα υπάρχεις
κι ας είχες πει σε μια στιγμή πως αν θα ξαναζήσεις
πάλι για σένα ότι γραφτεί δε θα το υπολογίσεις


Τα προφορικά μένουν

Αν παραδεχτούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς έχει διαιωνιστεί κυρίως μέσα από την προφορική παράδοση, τότε γιατί εμείς ως είδος πρέπει να δίνουμε τόσο μεγάλη έμφαση στο αρχαίο ρωμαϊκό ρητό scripta manent; Προς τι , αυτή η εξιδανίκευση του γραπτού λόγου έναντι του προφορικού; τώρα θα με ρωτήσει κάποιος γιατί ανακινώ τέτοιου είδους ζητήματα στην καρδιά του καλοκαιριού και δε θα έχει καθόλου άδικο.. Γι αυτό εξηγούμαι. Αυτήν την εισαγωγή λοιπόν τη χρειαζόμουν για να μπορέσω να τονίσω όσο πιο καθαρά και εμφατικά μπορώ το πόσο βαθιά συγκινούμαι κάθε φορά που συναντώ κάποιον  που θυμάται κουβέντες που είπαμε κι ας μην έπαιζαν εν πρώτοις σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Ένας από αυτούς τους συγκινητικούς τύπους είναι ο μακρινός μου φίλος Τ, ο οποίος μόλις προχθές μου θύμισε μια πρόβλεψη που είχα κάνει πριν από μερικά χρόνια: Ότι, δηλαδή, πρώτα θα ανακαλυφθεί ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά το Blog μου.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Κάτω απ τον γερμανικό ήλιο

Photo:www.panoramio.com

Κοντεύει να τελειώσει το καλοκαίρι κι ακόμα να το πάρω χαμπάρι. Να περάσω κι εγώ, βρε αδελφέ, από μια παραλία, από ένα μπιτς μπαρ κι ας μη φορέσω στο κεφάλι μου κάτι ευτράπελο για να χορέψω πάνω σε ενωμένα τραπέζια με όμορφα κορίτσια του αφρού, ας περπατήσω μόνο πλάι στο κύμα, να νιώσω έστω και για ένα λεπτό ότι είμαι κι εγώ μέσα στην υπόθεση του καλοκαιριού.

 Αντί όλων αυτών, τι λέτε όμως να κάνω; Ξημεροβραδιάζομαι, που λέει ο λόγος, μπροστά στην οθόνη μου, βλέποντας DW για να δυναμώσω τα αγγλικά μου, τα γερμανικά μου και να αναζητήσω μια καλύτερη τύχη στην ανεξήγητη από πολλές απόψεις Γερμανία.

 Μου τόλεγε ένας φίλος με παράπονο χθες το βράδυ. Αν θες να χαρείς το ελληνικό καλοκαίρι ξανά πρέπει να πας στη Γερμανία και να επιστρέψεις με κάποιο πρακτορείο ταξιδιών. Κι εγώ έκλεινα τα μάτια μου και φανταζόμουνα όλα αυτά τα ωραία, μεθυσμένα και ξεθεωμένα γλεντοκόπια του καλοκαιριού μα πολύ γρήγορα τα σκορπούσε ο άνεμος και τα βαριόμουνα κι ακόμα και στη φαντασίωσή μου  έστρωνα τον κώλο μου εκεί κάτω από ένα δέντρο και άνοιγα ένα βιβλίο και διάβαζα μέχρι να πέσει ο ήλιος και να με πάρει το ξύπνημα.

 Κοντεύει να τελειώσει το καλοκαίρι, κι όπως συμβαίνει κάθε φορά τα τελευταία χρόνια, κάποια Κυριακή, θα σηκωθώ από το κρεβάτι μου, θα διαβάσω τα νέα της προηγούμενης μέρας κι ύστερα θα ανοίξω την τηλεόραση στο DW και η οθόνη μου θα πλημμυρίσει με μεγάλα βοσκοτόπια, υπερφυσικές χήνες, ευτυχισμένους κηπουρούς, σύγχρονες ορχήστρες, σπίτια με στέγες, κορίτσια με παραδοσιακές αμφιέσεις, μεροκάματα, ηρεμία και απάθεια.

 Σα να μη φλέγεται ο κόσμος αυτό το καλοκαίρι. Σα να μη τρώνε οι λαοί τις σάρκες τους ελλείψει εθνικού αντιπάλου. Σα να μην έχει βάλει  μπρος ξανά η ιστορία εκείνη την παλιά και δυσκίνητη ατμομηχανή της με τον βαρύ τον άνθρακα και την καπνιά από τα φουγάρα να σαλπάρει στον ουρανό.

 Και τώρα που πλακώνουν οι ζέστες κι απ τα παράθυρα της κουζίνας μπαίνει η κόλαση, αποζητώ ακόμα περισσότερο τη Γερμανία, με το Αννόβερό της, τη Φραγκφούρτη τη Στουτγάρδη, το Βερολίνο. Πόλεις γεννημένες για να αποξεχαστείς και να ξεχάσεις και να ονειρευτείς ξανά την Ελλάδα.


 Και με πιάνει μια ζήλια που δε λέγεται γι αυτούς που βουτάνε μέσα στο κρύο και τη συννεφιά και που μπορούν να εργάζονται και να ξεχνούν και να στεγνώνουν και να  ονειρεύονται ανέμελες διακοπές στην Ελλάδα, σε μέρη μια ώρα κοντά δρόμο από το σπίτι μου. Στη Χαλκιδική, στην Πιερία, στα ελληνικά νησιά. Κάτω από τον Γερμανικό ήλιο, τον Αμερικανικό ουρανό, το ρωσικό κύμα και την Κινέζικη δροσιά.

Αυτός που ήλπιζε εύκολα

Ήλπιζε τόσο εύκολα ο φουκαράς ο Λένι
κι η σπίθα η παραμικρή του έβαζε φωτιά
οι αύρες στα κατάβαθα κι η μάνα να του πλένει
κοιμότανε ξεσκέπαστος με μάτια ανοιχτά

δεν ήτανε για θάνατο μα ούτε και γι αγάπη
ποτέ δεν ονειρεύτηκε μια σπέσιαλ δουλειά
δεν είχε υπολογιστεί να του χαρίσουν κάτι
και είχε μια απόσταση απ όλα τα φρικιά

τα σύννεφα περνούσανε και σέρνανε τα χρόνια
και πάντοτε κατέβαινε τη σκάλα έτσι λοξά
τα βράδια τον μεθούσανε τα αστέρια και τα αηδόνια
σαν έφτανε στου ουρανού την πάνω τη μεριά

μα τώρα που η άνοιξη στ αλήθεια έχει ξανάρθει
κι η πιο μεγάλη έξαψη στα στήθια του ξυπνά
οι ελπίδες του πετάξανε μ ένα μικρό κοπάδι
και φτάσανε στην έρημο κι ακόμα πιο μακριά

κι αυτός που ήλπιζε εύκολα έπρεπε να ξεμάθει
χωρίς ελπίδα κι όνειρο να μάθει πια να ζει
μπορεί κάτι να έχασε, να του σβησαν τα πάθη
μα βρήκε στα εξήντα του δουλειά κανονική


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ (ΚΝΟΥΤ ΧΑΜΣΟΥΝ)

Ένα μικρό βιβλιαράκι αποσταλμένο από το μακρινό παρελθόν με συστημένη αποστολή για τους μύστες της ηθικής των λέξεων και του λόγου. Τρία διηγήματα του κορυφαίου Νορβηγού νομπελίστα Κνουτ Χαμσούν που αποτυπώνουν με απαράμιλλη ευγλωττία την καθημερινότητα μιας εποχής που έχει φύγει. Η δεξιοτεχνία του Χαμσούν στη λεπτότατη απόδοση και περιγραφή χαρακτήρων και συμπεριφορών είναι εφάμιλλη με εκείνη των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων. Δύσκολα όμως θα εντάξει κανείς τον Χάμσουν σε κάποια σχολή παρά μόνο στην διευρυμένη εκείνη των σημαντικότατων συγγραφέων. Στην λογοτεχνική του διαδρομή υιοθετεί και απορρίπτει με την ίδια ακριβώς άνεση τον ρεαλισμό, το Νατουραλισμό, ενώ βρίσκεται κάτω από την ισχυρή επίδραση του νέο-ρομαντισμού όταν αναπτύσσει στο έπακρο την ικανότητά του να αντικατοπτρίζει στα έργα του, χάρη στη ζωηρή παρατήρησή του και την έντονη ποιητική φλέβα του, τις λεπτές διακυμάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Ένα βιβλίο για την παράλια κάποιας άλλης εποχής, χώρας, πλανήτη, από τις εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ (ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ)

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Το παιχνίδι και ο θάνατος

Photo: Amir Schiby


 Πως ξεσπαθώνει και πως ξεπετάγεται ο ήλιος τούτη την εποχή. Και νάναι μια καλοκαιρινή Δευτέρα και τα παιδιά να μην έχουν την έγνοια του σχολείου και να γεμίζουν τις αυλές από τα ξεφωνητά τους και να ξεφεύγει κάπου κάπου και καμιά ξώφαλτση μπαλιά και να ξυπνάει το φθηνό συναγερμό κάποιου αυτοκινήτου.

 Τι τα θες, πόλη χωρίς παιδιά που παίζουν δε γίνεται. Όχι μόνο γιατί το παιχνίδι έχει σφραγίσει τη ζωή μας και πάντα τη χαρά του αναζητούμε σε οτιδήποτε κάνουμε μα και για έναν άλλο λόγο: επειδή έτσι και σταματήσει το παιχνίδι, χαθήκαμε.

 Δες τα παιδιά στη Λωρίδα της Γάζας τι αναζητούν στις λίγες ώρες της εκεχειρίας. Το παιχνίδι. Ανάμεσα σε σωρούς οικείων, σε ερείπια και συντρίμμια έβλεπες κάτι παιδάκια να τρέχουν και να πετάνε τη μπάλα σε ένα αυτοσχέδιο καλάθι που τους έφτιαξε κάποιος εμπνευσμένος δάσκαλος και δεν τα χόρταινες. Παιχνίδι, λοιπόν, σημαίνει ελπίδα και το αντίστροφο.

 Ζούμε σε μια εποχή άγρια και βρώμικη. Όποτε δε σε τρομάζει σου φέρνει ναυτία. Κι όποτε δε σε αιφνιδιάζει σου βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα και σε αποθαρρύνει με το χλευασμό που τρέφει απέναντι στη ζωή!


 Γι αυτό και το παιχνίδι αποτελεί ένα κρυφό όπλο στα χέρια των ανθρώπων που αντιστέκονται. Γι αυτό βλέπεις τον πατέρα- ένα νεαρό άντρα με κοκκινωπές φαβορίτες και με πυκνάδες στο πρόσωπο- να έχει πέσει πάνω στο φέρετρο του αδελφού του και να κλαίει γοερά και το παιδί με τα μάτια δακρυσμένα να ατενίζει κάπου παραδίπλα ένα μικρό κομμάτι γης ανάμεσα στα ερείπια και τις νεκρές πέτρες, για να ξεχυθεί και να μπορέσει να παίξει αύριο, και να το χειροκροτήσουν και να σπείρει την ελπίδα ξανά, αυτή την ελπίδα που δεν μετριέται με τα κτήρια που έχουν απομείνει όρθια, αλλά με τις αλάνες και τα ξέφωτα που έχουν ξεφυτρώσει μέσα από τα σπλάχνα του θανάτου. Γιατί , τίποτα, τελικά, δε φοβούνται ο θάνατος και ο πόλεμος περισσότερο από το παιχνίδι. 

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Τρόπος εξόδου


Photo:falln-stock deviantart.com

Είχε να δει τους παλιούς του συμμαθητές, τριάντα ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή…Περιστασιακά βέβαια συναντούσε τυχαία κάποιους από αυτούς και τα μάτια του γέμιζαν μ εκείνο το παράξενο φως της νοσταλγίας και της περισυλλογής, που αντιλαμβάνεσαι μόνο ως εσωτερική αντανάκλαση, αν και τώρα δεν ήταν το ίδιο. Βέβαια τα τελευταία χρόνια, έτσι όπως δυνάμωσαν το βήμα τους και μας άφησαν όλους ξοπίσω τους, ακόμα κι αυτές οι σύντομες, φευγαλέες , περιστασιακές συναντήσεις ξοδευόταν συνήθως βιαστικά κάτω από την παχιά σκιά της εκατοντάχρονης συκιάς που λέγεται καθημερινότητα άγρια  και αδυσώπητη.. Τριάντα χρόνια…

 Κάποια μέρα λοιπόν ένας από τους παλιούς συμμαθητές του Μ. είχε τη φαεινή ιδέα να οργανώσει μια χαλαρή συνάντηση παλιών φίλων. Εκείνον έτυχε να τον πετύχει σε καλό φεγγάρι και να τον πείσει πιο εύκολα απ ότι περίμενε για να ξαναβρεθεί με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους σ ένα ταβερνάκι στην παλιά πόλη, μέρα μεσημέρι. Είκοσι χρόνια μετά σε μια μέρα που ανασταίνεται και ανθίζει με τον ήλιο.

 Μιλούσανε ήδη αρκετά, αυστηρά στις άκρες των πραγμάτων, και κάπως κυκλικά προτού φτάσουν στο τραπέζι τα πρώτα ποτήρια. Μετά η γλώσσα τους λύθηκε, η καρδιά τους πλημμύρισε με αναμνήσεις και ο ήλιος είχε μαρκάρει κάπως τις ψυχές τους, κάνοντας τον Μ. να μη χορταίνει ό,τι του συνέβαινε, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα του.

 Συνήθως απογοητευόταν από τέτοιες συναντήσεις. Δεν έβρισκε σ αυτά τα αποξεχασμένα πρόσωπα, κάτι το σημαντικό, που να δικαιώνει τη δύσκολη επιλογή του να αναδεύσεις μ ένα μικρό κλαδάκι το απολιθωμένο παρελθόν.

 Ωστόσο, πέρασαν τα χρόνια και κατάλαβε ότι κάτι απ όλη αυτή τη διαδικασία της επαναπροσέγγισης με τις χαμηλές στρώσεις του παρελθόντος μας ούτε τυχαίο είναι αλλά ούτε και εντελώς άσκοπο. Γιατί αυτός ο κουρελιασμένος κόσμος μέσα στον οποίο  ζούμε χρειάζεται κάπου κάπου κάποια γεφυρώματα με το παρελθόν του, κι ας παραμένουν ακόμα οι λόγοι του εντελώς ανεξερεύνητοι.

 Μ αυτές τις σκέψεις κι ενώ στο τραπέζι είχαν αρχίσει να καταφθάνουν κάθε λογής πιάτα, ο Μ κάνει μια πρώτη θαρραλέα κίνηση να αρπάξει μια ντομάτα με το πιρούνι του, όταν ακούει κάποιον από τη μεγάλη παρέα να του λέει:- Στάσου βρε Μ, ακόμα δεν είπαμε την προσευχή. Ήταν ο Φ, ένας τύπος που εξακολουθεί να πορεύεται με την παλιά του καλή καρδιά. Αυτός που προκαλεί τα γέλια των υπόλοιπων.

 Του Μ του φαίνεται αυτό το αστείο κάπως γεροντίστικο, αλλά γρήγορα κορδώνεται μέσα στο πλήθος που χειροκροτεί γιατί μόλις έχει σκεφθεί κάτι ανεπανάληπτο:

 -Μπορούμε να κάνουμε λοιπόν, ότι κάνουν και όλες οι υπόλοιπες παρέες όταν βγαίνουν για φαγητό, λέει ο Μ. Να φωτογραφίσουμε τα πιάτα μας, να ανεβάσουμε τις φωτογραφίες στο Facebook, και να ζητήσουμε-αντί προσευχής- την ευλογία των ακολούθων μας, που έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό πληροφορηθεί που βρισκόμαστε και τι κάνουμε. Τι λέτε;


 Έτσι κι έγινε. Τελικά, ο Μ σκέφτεται ότι ένα υποτυπώδες έναυσμα χρειάζονται οι περισσότεροι σημερινοί άνθρωποι για να απαθανατίσουν ό,τι τους συμβαίνει με σκοπό να διαθέσουν τις πιο προσωπικές στιγμές τους σε κοινή θέα,  μέσα από τα κινητά τους που τραβούνε από τα σακίδιά τους, σαν καουμπόηδες που πιάνουν το όπλο τους για να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε κάποιον ντεσπεράντο που εξακολουθεί να έχει στους ώμους τους ένα καλό αλλά ωστόσο αγύριστο κεφάλι.

Τελικά, τα πιάτα τους φωτογραφήθηκαν από τρία σχεδόν μέτωπα, και κατόπιν αυτές οι φωτογραφίες ανέβηκαν στο Facebook, αποσπώντας περισσότερα από 400 likes, αριθμός συνολικά διόλου ευκαταφρόνητος για διάστημα μισής ώρας.

Και τότε που το γεύμα τους ευλογήθηκε από το ταπεινό ιερατείο τους, άρχισαν να ρουφάνε άπληστα κάθε σταγόνα της ζωής τους και να ξοδεύουν άσκοπα τον εαυτό τους, σε φωτογραφήσεις με πόζες χωρίς πλαστικότητα και οίστρο, παίζοντας  άλλοτε το ρόλο του τεθλιμμένου ακροατή κι άλλοτε εκείνου που τραβάει ένα καλό υμνολόγιο στον ασήμαντο εαυτό του.

 Όμως, κάθε φορά τελικά συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, και η επιστροφή στο παρελθόν σε εξαντλεί τόσο σωματικά όσο ψυχικά  και πνευματικά, σχεδόν όσο και ο ίδιος έρωτας. Γιατί  άλλωστε τι άλλο να είναι  το μελαγχολικό αυτό πισωγύρισμα μας, από τον έρωτα για ότι πιο συντηρητικό κρύβουμε στα βάθη μας μέσα από την αναζήτηση του καλύτερου εαυτού μας που έχει υπάρξει ποτέ, μα κι ένας φόβος για το μέλλον που έρχεται χωρίς συναισθηματικά αποθέματα, κτίζοντας πάνω στα ερείπια αυτού που έχει υπάρξει; Γι αυτό και μάλλον, συμπερασματικά, το μοναδικό πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει κανείς σε τέτοιου είδους συναντήσεις-όσο καλά κι αν περνά, εννοείται- είναι ο τρόπος εξόδου, σκέφτηκε ο Μ. Περισσότερο βέβαια από τη συνθήκη, την κατάσταση παρά από το φυσικό χώρο και τις υπάρξεις.

 Αλλά από την άλλη υπάρχουν και τα θετικά του πράγματος. Γιατί μη μου πει κανείς ότι δεν αναδίδει κάποιες γερές δόσεις τρυφερότητας το γεγονός ότι κανείς δεν τολμάει να βάλει το δάχτυλο στο σημάδι της πληγής, εκεί ακριβώς που ξανασυναντιόμαστε νοερά, στο προτείχισμα του χρόνου μας, στις σκαλωσιές της μακρόσυρτης ζωής μας ; Και τελικά, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι όλη αυτή η τόσο ανακουφιστική διακριτικότητα, που αναθερμαίνει την καλή γνώμη που έχουμε διαφυλάξει ο ένας για τον άλλο, δεν οφείλεται στο γεγονός  ότι τρόπο τινά, όλοι μας ανεξαιρέτως, διαισθανόμαστε ότι έχουμε τριγύρω μας μαζεμένα όλα τα αποκούμπια που έχουμε για τη ζωή, εκείνη τη ζωή όπου οι αναπολήσεις μας θα αποτελούν τον πιο μακρύ, προοπτικό και αισιόδοξο προορισμό μας;


Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Σαββατοκύριακο στο Παρίσι (Le Week-End)

Ένα ζευγάρι μεσήλικων Βρετανών επιστρέφει στο Παρίσι, την πόλη όπου είχαν περάσει το μήνα του μέλιτος, για να γιορτάσουν την τριακοστή επέτειο του γάμου τους. Εννοείται ότι η επιλογή του απόλυτου ρομαντικού προορισμού δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά έχει σκοπό να αναθερμάνει την μακριά και πολυτάραχη σχέση τους. Πικρή κομεντί δωματίου, με δύο σπουδαίους ηθοποιούς  ,τους  Τζιμ Μπρόουντμπεντ και  Λίντσεϊ Ντάνκαν να προσδίδουν τα μέγιστα στο ανάλαφρα δραματικό ύφος της ταινίας. Από το σκηνοθέτη του "Μια Βραδιά στο Νότινινγκ Χιλ", Ρότζερ Μίσελ και τον σεναριογράφο των αξέχαστων "Ωραίο μου Πλυντήριο" και "Ο Σάμι και η Ρόζι κάνουν Έρωτα" Χανίφ Κιουρέισι, μια ταινία άκρως εξομολογητική, καλοκαιρινή, με υπέροχες μελωδίες, ρυθμό και εφυείς διαλόγους.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

BOAT


CHALKIDIKI-SUNSET


CHALKIDIKI-BOAT


GREECE-CHALKIDIKI


Μια τυχαία συνάντηση (Un Recontre)




Τις δαιδαλώδεις διαδρομές ενός νεογέννητου σχεδόν πάθους ακολουθεί με την κάμερά της η Γαλλίδα σκηνοθέτις  Λίζα Αζουέλος. Ως αφετηρία αυτού του δροσερού εγχειρήματος, που εκτελείται με αρκετό στυλ και σεβασμό στην φωτιστική απόδοση της μορφής, στέκεται η τυχαία συνάντηση του Πιερ, ενός παντρεμένου δικηγόρου που βρίσκεται για δουλειά στη Ρεν και της Ελζα, μιας χωρισμένης και γοητευτικής γυναίκας που ασκεί το επάγγελμα του συγγραφέα. Η έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο είναι από την πρώτη στιγμή φανερή, ωστόσο αποφασίζουν κατόπιν ωριμότερης σκέψεως να αφήσουν τα πράγματα στην τύχη τους, η οποία όμως δε θα διστάσει καθόλου να τους χαρίσει μερικές ακόμα απρόβλεπτες συναντήσεις στο ειδυλλιακό Παρίσι αυτή τη φορά. Μ αυτά και μ αυτά, όλα τα προβοκατόρικα επεισόδια της μοίρας που θα ακολουθήσουν, θα τους δέσουν σε μια ακόμα στενότερη σχέση δυναμιτίζοντας σχεδόν κάθε αίσθηση ασφάλειας και βεβαιότητας που υπήρχε στη φαινομενικά κατασταλαγμένη ζωή τους.

Ληθότοπος


Photo: Liftuphtyneighbor.com

Είπες ότι το κάπνιζαν
και τη φωτιά ατένιζαν
και ξέσπαγαν σε γέλια
δίχως λόγο φανερό

και ύστερα τ αρνιόσουνα
και ζήταγες βαγγέλια
προτού νυχτώσει πάταγες
τον όρκο τον αγνό

μετά ονειρευόσουν
και ήσουν συγχυσμένη
κι εγώ στα στήθη σου άφηνα
δυο ρώγες σταφυλιού

με παγωμένο βάλσαμο
ως την αυγή λουσμένη
τα βλέφαρά σου άνοιγες
την ώρα του φευγιού

πλαντάζοντας τις νύχτες
απ το δικό σου πόθο
στο μαγικό καθρέφτη μου
μπροστά ονειροπολώ

και δυο μάγοι πανίσχυροι
ν αλλάζουν ότι νιώθω
σαν στήλη κόκκινου καπνού
μετά να ξεπηδώ

κι όπως αργο-τελείωνε
ετούτο το συνέδριο
της τρέλας και της άνοιξης
κρυστάλλους ανασαίνω

του τελευταίου γέλιου σου
ζητάω το Νοέμβριο
και μέσα στο ληθότοπο
ουγγιές χρυσού ξεπλένω

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Το Άρωμα Του Ονείρου (Τομ Ρόμπινς)


Ο Τομ Ρόμπινς θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς αφηγητές της γενιάς του 1930 στις ΗΠΑ. Ανήκει στη μετά-μπιτ γενιά της Αμερικανικής λογοτεχνίας και τα μυθιστορήματα του χαρακτηρίζονται από μια πηγαία, ανατρεπτική και εξαιρετικά πλούσια χρήση της γλώσσας, η οποία του επιτρέπει να χειρίζεται με μεγάλη άνεση διαφορετικά επίπεδα χιούμορ και αφήγησης. Διαθέτοντας, από τη μια πλευρά μια ακαθόριστη και εξαιρετικά ρευστή αίσθηση προσανατολισμού και από την άλλη ορισμένα πολύ σαφή τεκμήρια εσωτερικής αναζήτησης και μιας έλξης προς το μυστηριώδες και μυστικιστικό, που δεν τον εμποδίζει  όμως να τοποθετεί τα ευρύματά του συχνά στην στην προκρούστεια κλίνη της αμφισβήτησης και του σαρκασμού,  οι ιστορίες του μοιάζουν με περιπετειώδη  ταξίδια φαντασίας, σοφίας  και τόλμης όπου  η έκβαση τους αποτελεί το μικρότερο δυνατό ζητούμενο, ενώ η επιλογή της κατάλληλης λέξης μια στιγμή πραγματικής μετουσίωσης της δύναμης του λόγου σε φως και δύναμη.

Το "άρωμα του ονείρου" είναι ένα επικό μυθιστόρημα που κινείται στις παρυφές της ονειροπόλησης πάντα  μέσα σ αυτό το τόσο γνώριμο και αγαπημένο κλίμα του χιούμορ και της λογοτεχνικής υπεροπλίας που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα του
, δροσίζοντας τον αναγνώστη με μερικές σταγόνες από τη μυστική ουσία της ύπαρξης μέσα από την περιπλάνησή του σε ένα  απολαυστικό ταξίδι το οποίο ξετυλίγεται στις αχαρτογράφητες όχθες  δυο φαινομενικά ασύμπτωτων συμπάντων.




Gravity


Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, δραματικό και περιπετειώδες, με τους Σάντρα Μπούλοκ και Τζορτζ Κλούνεϊ να υποδύονται δύο αστροναύτες, που προσπαθούν να επιβιώσουν μετά από  διαστημικό ατύχημα, που προκαλεί  αλυσίδα καταστροφών στα πέριξ του διαστημικού τους σταθμού, και να επιστρέψουν  πίσω στη γη. Ο Αλφόνσο Κουαρόν αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες σκηνοθετώντας δεξιοτεχνικά ένα θεαματικό οδοιπορίκο επιβίωσης μέσα στο αφιλόξενο διάστημα, παραδίδοντας τελικά με τα ελάχιστα μέσα το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

GREECE-CHALKIDIKI-SUNSET


Χαίρε Καίσαρ, οι μελλόνυμφοι σε χαιρετούν


Εικόνα-Λόγια: Χάρης Καραγκουνίδης


Έτσι ήταν κι είναι ακόμα η ζωή
στην άβατη κι απόκοσμη Ινδία
δόξα τω Σίβα, λένε οι γονιοί
κι ας κλαίει το κορίτσι στη γωνία

θρηνεί για ένα γάμο διαλεχτό
και σχεδιάζει πάνω στο κορμί της
κοινωνικό καρβέλι ζυμωτό
και κλαίει πριν τη γαμήλια τελετή της

κι αν είναι έμπορος μυρωδικών
το παληκάρι πούρθε να την πάρει
σαν ένα σανταλόξυλο κλειστό
την παρθενιά της άγαρμπα λιμάρει

εξαγνισμένο βούτυρο γι αρχή
λούσιμο πρωινό μες στο ποτάμι
με γάμους άγριους χαίρονται οι θεοί
ακόμα κλαίει εκείνη στο χορτάρι

ξεχωριστό κλαδί του δεματιού
σε τι σκληρό λιμάνι έχεις αράξει
μια χήρα στην πυρά του αρσενικού
μια ποταμόβαρκα πού χει βουλιάξει

έτσι ήταν κι είναι ακόμα η ζωή
στις αγκαλιές βουνών και τα λιμάνια
από το Μπεναρές ως το Δελχί
ένα κι αυτό οικογένεια κι ορφάνια

23 γράμματα

Αν έλεγα παιδί το "ρο", θα είχα πει όσα ποθούσα;
γιατί είχα τόσα για να πω, που πάντα μέσα μου κρατούσα
από την πρώτη τη στιγμή, προσπάθειες τόσες είχα κάνει
μα όλες σκόνταφταν εκεί που η γλώσσα έβρισκε ταβάνι

διάλεγα λέξεις "γάμα τα", χωρίς του "ρο" τον πόνο
με 23 γράμματα το Λύκειο τελειώνω
και ξαφνικά κατάλαβα πως άλλο δε μιλούσα
και κάτι θεοπάλαβα με πιάναν και αντιδρούσα

είπα θ αλλάξω οριστικά, κι αυτό θάταν το πρώτο
να πω το "ρο" μου καθαρά, σ αυτό δεν κάνω σκόντο
ασκήσεις γιόγκα ειδικές έκανα δέκα χρόνια
ανάσες διαφραγματικές, πιέσεις στα σαγόνια
 ορθοφωνία και ντικτέ με μια παλιά δασκάλα
μα αποτέλεσμα μηδέν ήταν το "ρο" μια στάλα

το 2000 άρχισε κάτι να τρεμοπαίζει
νιώθω ζωή στη γλώσσα μου κι ένα μικρούλι γρέζι
πως κάνει την προσπάθεια, φορώντας το σορτσάκι,
του Φώσκολου  ο ήρωας να βγει απ το καροτσάκι;

κι άμα ζητάτε να σας πω τώρα το μυστικό μου
πως είπα καθαρά το "ρο" κόντρα στο ριζικό μου
νομίζω πως ο έρωτας ήτανε η αιτία
νομίζω ήταν ο έρωτας η μόνη θεραπεία

Αχ το λειψό μου εκείνο "ρο" σαν παιδικό δοντάκι
πάνω στα κεραμίδια της τόριξα ένα βραδάκι
για να μπορέσω να της πω τα πιο όμορφά μου λόγια
μα το καλύτερό μου "ρο" δεν τ άκουσε ακόμα


THESSALONIKI-PORTRAIT