painting: Nicholas Down
Κάθε μέρα
που περνούσε
τό νιωθε μα
αδιαφορούσε
πως γινόταν
συνεχώς
σαν παλιός
παλιός καιρός
δε ξεχώριζε
Δευτέρα
ούτε Τρίτη
από άλλη μέρα
θλιβερό
κέρδος θαρρείς
που
περίσσευε απ τη γης
όλη μέρα
συλλογιόταν
και στις μνήμες
βασιζόταν
μα
κουράστηκαν κι αυτές
οι στερνές
γνώσεις του χθες
χώνεψαν τα
μάγουλά του
και τα μάτια
τα μελιά του
σακουλιάσαν στις
κορφές
γέμισε ο
νους σκιές
σα μια φλόγα
υποταγμένη
στο κερί που
σιγοτρέμει
έσφιγγε η
ασαλεψιά
των χεριών η
παγωνιά
μα όταν
έγινε ογδόντα
κάτι ένιωσε
από σπόντα
και ξεκίνησε
από κει
μια
ολοκαίνουργια ζωή
γέμισε η
σκηνή τραγούδια
και αλλόκοτα
λουλούδια
ξέχασε τα
του θανάτου
κι άπλωσε τα
σύνορά του
πράγμα που η
ψυχή ζηλεύει
και ο νους
το μαγειρεύει
πέρασε σα να
ταν μπόρα
κι η
ανεπανόρθωτη ώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου