Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Τα όνειρά τους σκέφτομαι

Το υπόγειο της μεγάλης πολυκατοικίας ήταν πάμφωτο και μπουκωμένο από τον καπνό είκοσι, και βάλε, τσιγάρων. Η προσέλευση του κόσμου, αρχινημένη από ώρα πολλή, σιγά σιγά κορυφωνόταν, μέχρι που ακούστηκε το πρώτο κουδούνι.
 Το μικρό αυτοσχέδιο θεατράκι είχε γεμίσει για πρώτη φορά μετά από τριάντα, και βάλε, χρόνια λειτουργίας του. Όχι, δεν είχε συμβεί κάτι εξαιρετικά σχεδιασμένο για να έρθει εκείνη τη μέρα τόσος κόσμος. Απλά, όπως γνωρίζουν οι άνθρωποι του θεάτρου, καμιά φορά συμβαίνει να έρχεται τόσος κόσμος που να μην μπορείς να τον χωρέσεις πουθενά έως ότου αναγκαστείς να τον διώξεις με κάποια ευγενική αμηχανία που περιέχει και μια κρυφή ικανοποίηση.
 Ο θιασάρχης, ένας άντρας σε διαρκή αναζήτηση της μεγάλης ευκαιρίας, με πατημένα τα 60, τινάζει το τσουλούφι του, ζητώντας από τους ηθοποιούς να σωπάσουν και πριν περάσουν δέκα δευτερόλεπτα γίνεται ο στόχος της γενικής προσοχής. Οι φωνές σταματούν, τα κινητά σβήνουν, κάποια χαχανητά αρχίζουν να απλώνονται στα χείλη του κόσμου, μια κυρία παίρνει το κοριτσάκι στην αγκαλιά της, ο φωτιστής ανάβει και σβήνει καταλάθος το μοναδικό σοβαρό φως που διαθέτει, ώστε η επίπληξη να αποσοβηθεί.
 Σε ελληνικά που μπορεί να καταλάβει και η κουτσή Μαρία, ο θιασάρχης ολοκληρώνει το λογύδριό του για τον Άμλετ και ζητάει από το κοινό, να συνεισφέρει βγαίνοντας ότι μπορεί για την υποστήριξη του θεάτρου, αφήνοντας ότι νομίζει ο καθένας σε ένα αυτοσχέδιο κουτάκι που υπάρχει στη γωνία. Ύστερα χάνεται μέσα στο παρασκήνιο και το έργο ξεκινάει.
Ένας ένας αρχίζουν να βγαίνουν επί σκηνής όλοι οι αμήχανοι ήρωες του Σέξπηρ με τον συνηθισμένο διεκπαιρεωτικό ερασιτεχνισμό των μη επαγγελματιών, να προκαταλάμβάνει τις συγκεχυμένες τους φιλοδοξίες. Όμως, ευτυχώς, κάπου κάπου εμφανίζεται κάποια γυναίκα, κάποιος άνδρας που λες ότι θα μπορούσες να τον φανταστείς να παίζει ακόμα και στην πιο απαιτητική σκηνή της Αθήνας.

Μα όταν έρχεται η ώρα να βγει στη σκηνή ο ίδιος ο θιασάρχης, με τα σαράντα και βάλε χρόνια επαγγελματικής πορείας, το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόσουν είναι ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζει και αναπνέει για το θέατρο. Περισσότερο σου μοιάζει με κάποιον που εκείνη την ώρα θα ήθελε να βρίσκεται κάπου αλλού, ίσως σε μια άλλη σκηνή, πιο μεγάλη, πιο φανταχτερή, μια σκηνή που θα απασχολούσε περισσότερο τα μέσα ενημέρωσης, παρά με κάποιον που η επαφή του με τα μεγάλα κείμενα του δίνει ενέργεια και σφυγμό για να ζήσει.
 Ακούστε πως έχουν τα πράγματα με αυτόν. Το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του το  έχει περάσει επιχορηγούμενος από διάφορα κοινοτικά προγράμματα, αξιοποιώντας φυσικά κάποια πολλή στενή γνωριμία του, και η σχέση του με τον κρατικό μηχανισμό είναι τόσο υπαρξιακή που η καλύτερή του στιγμή είναι όταν πηγαίνει στο υπουργείο για την είσπραξη του έκτακτου μποναμά κάποιας επιταγής.

Με εκείνα τα χρήματα θα ζούσε και παράλληλα θα έστηνε με πολύ φτωχικά μέσα κάποια μεγαλεπήβολα έργα, μέσα σε μικρά θεατράκια που πολύ δύσκολα θα ξεπερνούσαν τις 50 θέσεις και ταυτόχρονα θα προσέθετε συνεχώς στο βιογραφικό του όλους εκείνους τους μεγάλους ρόλους που κάποτε θα τον έφερναν στη θέση να πρωταγωνιστεί σε έναν πραγματικά μεγάλο θίασο και να διεκδικεί ακόμα μεγαλύτερες επιχορηγήσεις.

Κι είναι κι άλλα πολλά βέβαια που συνέβαιναν, αλλά δεν με παίρνει ο χώρος για να τα εκθέσω.

 Έχω χώρο, όμως, για να αναφέρω ένα περιστατικό που αξίζει τον κόπο: ‘Όταν μια μέρα ένας συνάδελφος του θιασάρχη τον ρώτησε γιατί, αντί να ανεβάζει, μεταξύ γνωστών και φίλων χιλιοπαιγμένα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου-που ο κόσμος εξάλλου τα βλέπει παντού πια στην εποχή μας-δεν ψάχνει για έργα νέων συγγραφέων ή έστω έργα που δεν παίχτηκαν αρκετά μπροστά στο ελληνικό κοινό εκείνος έχασε ξαφνικά το χιούμορ του και έβγαλε χολή και μίσος.

Πως θα αντιδρούσε ο Μινωτής, αν τον ρωτούσαν με ποια τα έχει, έτσι έκανε… Αλλά και από την άλλη, λες κα δεν ήξερε ότι από έργα θα χάλαγε ο κόσμος, αρκεί να είχε τη διάθεση και το μεράκι να τα αναζητήσει να τα φέρει στην επιφάνεια. Και τότε η σκηνούλα του θα γεμίζει από ιστορίες και ονόματα που ο κόσμος δεν θα είχε ακούσει ποτέ ξανά.

Πως όμως να τον ξεκουνούσε κανείς από την πεπατημένη του, όταν σε τελική ανάλυση αυτή κατέληγε πάντα στη  βασιλική οδό προς την εύκολη επιχορήγηση και το δημόσιο χρήμα; Τελικά, η ίδια εικόνα παντού. Ένα ολόκληρο σύστημα που αυτοπροσδιορίζεται, αυτοπροστατεύεται και αυτοχρηματοδοτείται με σκοπό να μην αλλάζει τίποτα, εγκλωβίζοντας λιγοστές ευκαιρίες και χρήματα μέσα σε μια ανακυκλωτική πορεία.
Και γενεές επί γενεών, ανθρώπων ταλαντούχων και δημιουργικών να ρίχνουν μια μπουκάλα στο πέλαγος, με το SOS τους, περιμένοντας πως κάποιος που θα διαβάσει το σημείωμά τους, κάποιος που θα ακούσει τη σπαρακτική κραυγή τους, θα τους συμπονέσει και θα τους απλώσει το χέρι, για να τους στηρίξει.

Τα όνειρά τους σκέφτομαι, τις ελπίδες τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου