Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Το ποδήλατο


Ύστερα από ώρες φιλόπονης δουλειάς
επιδιόρθωσε το ποδήλατο του γιου του
ενώ οι  άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν στην παραλία
για να αντικρίσουν τη βραδινή παλίρροια

ο άνεμος φυσούσε γλυκά, τυραννικά
σκάφη αναψυχής αγκυροβολημένα
τα προεόρτια μιας νύχτας καλοκαιρινής
τα ίχνη των πελμάτων κατά μήκος της βρεγμένης άμμου

και τα φύκια ξεβρασμένα και ασύνταχτα
δίπλα στα ξύλινα φτυάρια και τα κάστρα από άμμο
η ευγενική παραλλαγή της μέρας
έφτασε εκείνο το σούρουπο, στο αποκορύφωμά της

με κάποιους από τους παρόντες της μεσημεριανής αγρύπνιας να λείπουν
και κάποια από τα παιδιά να στέκονται ανόρεχτα μπροστά στο τάισμα της μάνας τους
σ ένα στιγμιαίο ξεθύμασμα συναισθημάτων
με ανθρώπους λιγότερο μαυρισμένους
να συζητάνε το περιεχόμενο ενός γράμματος που έφτασε κείνο το πρωί

και τίποτα να μην μαρτυρά, πυγμή, έκρηξη, αθέτηση ή επιθυμία
πέρα από την παρουσία του παιδιού, που καβαλούσε το ποδήλατό του
με το λάστιχο σκασμένο και τη ζάντα να χει κολλήσει στο τσιμέντο
κρυφοκοιτάζοντας κάθε τόσο στο αγροτόσπιτό του
ψάχνοντας την κατάλληλη στιγμή
για να αναζητήσει την κατανόηση του πατέρα του…

λίγο πριν βασιλέψει το φεγγάρι
και η παλίρροια να αρχίσει να τραβά
τους ανθρώπους απ τα σπίτια τους
μια συντομογραφία του πατέρα
απαλλαγμένη από τα βασανιστικά καθήκοντά του

έριξε τη σαμπρέλα στο νερό
δίνοντας το λόγο στις μικρές τρυπούλες
να μαρτυρήσουν τις ασυλλόγιστες πορείες του μικρού
πάνω σ αγκάθια και γυαλιά
δίπλα στο δρόμο το στρωτό της παραμέλησης

άφρισε το νερό της λεκάνης από τις μαρτυρίες της κάθε τρύπας
και η νεκρή σαμπρέλα σαν άλλη Πυθία
προέβλεψε τον αυτόνομο πνιγμό της