Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Κι αν δε φτάσουμε;

Painting: Gerard Richter



Την έκλαψε πολύ τη γειτόνισσά της κι ας μη γνώριζε το επίθετό της. Μάλιστα έλεγε ότι δεν είχαν μιλήσει ούτε μια φορά στα σαράντα χρόνια που τα μπαλκόνια τους στέκονται αντικριστά. Ωστόσο τη θρήνησε πολύ, σα να ήταν συγγενής της, σα να την ήξερε από πάντα. Όταν ήρθε το ασθενοφόρο για να τη διακομίσει στο νοσοκομείο η Ζ. ήταν σε κακό χάλι και ο οδηγός χρειάστηκε να τη διαβεβαιώσει ότι την επόμενη ημέρα θα την επέστρεφε ο ίδιος. Τα παιδιά της ωστόσο και τα ανίψια της δεν μπορούσαν να καταλάβουν ούτε το μέγεθος αλλά ούτε και την προέλευση αυτού του κλονισμού ώστε να δώσουν κάποια εξήγηση στους γιατρούς. Εκείνο το πρώτο βράδυ, όμως, που η Ζ. έμεινε στο νοσοκομείο  εκμυστηρεύτηκε εντελώς ασυνείδητα σε μια ξένη γυναίκα τον πραγματικό λόγο της ταραχής της.

 -Εδώ και σαράντα χρόνια ήξερα πότε θα άναβε το φως της κουζίνας της και πότε θα το έσβηνε. Τις τελευταίες ημέρες όμως που το φως έμενε συνεχώς σβηστό μου κακοφάνηκε πολύ.
Τότε η ξένη είπε κάτι που ήχησε σαν μια ζωτική έμπνευση μέσα στον κλονισμένο ψυχισμό της:
-Δε βαριέσαι; Θα το πάρει κάποιος άλλος το σπίτι και τα φώτα θα ξαναανάψουν. Ο απόηχος αυτής της φράσης δεν μπόρεσε να μειωθεί όσες μέρες κι αν ακολούθησαν. Τουλάχιστον, όταν η ηλικιωμένη γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι της είχε από κάπου να πιαστεί για να αντιμετωπίσει την κληρονομιά εκείνου του σκοτεινού αντικριστού  σπιτιού. Έλεγε στον εαυτό της ότι την γειτόνισσα την έχουν πάρει τα ανίψια της για τις γιορτές και μετά θα τη φέρουν πάλι πίσω. Ήξερε ότι σκοπίμως έλεγε ψέματα, αλλά δεν αμφισβήτησε ούτε μια στιγμή το δικαίωμά της να το κάνει, αλλά ούτε και την ειλικρίνεια των προθέσεών της.
 Μια μέρα το φως από την απέναντι κουζίνα άναψε ξανά και η ηλικιωμένη γυναίκα χάρηκε απίστευτα.
-Να, τα ανίψια της την έφεραν πάλι πίσω, έλεγε, κι ας ήξερε ότι η γυναίκα είχε πεθάνει προ πολλού.
Σιγά σιγά όμως το ξεχνούσε, και μόλις είχε αρχίσει να το ξεχνάει εντελώς, άρχισε να μιλάει με τις φίλες της γι αυτό. Και στην ουσία, αποκρυσταλλώνοντας σε «ιστορία» την αρχική νεύρωσή της να αχρηστεύει εντελώς το μύθο.  Και να μιλάει διαρκώς για αυτό, ξεχνώντας το μέχρι την τελευταία του σταγόνα.
Είναι κάτι μικροεπιλογές σαν αυτή, επιλογές που δεν αντιλαμβάνεται ο μεσαίος νους, παρά μόνο υποσυνείδητα, που κουβαλούν το αμυντικό βάρος της ανασφάλειάς.
Όταν εξετάζουμε την ανασφάλεια λοιπόν, είναι σημαντικό να μην παραβλέπουμε αυτά τα τρανταχτά χτυπήματα. Γιατί όσο γοητευτικά και ευφάνταστα είναι τα παράγωγά της δεν τροφοδοτείται από αφρό, ούτε από σάλιο. Διότι η ανασφάλεια είναι ένας ιδιαίτερος φόβος αισθητικός, συναισθηματικός και διανοητικός που εκφράζει τα βαθύτερα ρεύματα του είναι μας.
 Κι όταν, καλεσμένη από κάτι φαινομενικά ασήμαντο, η ανασφάλεια εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο απεριποίητα πολυτελής και λαβυρινθώδης  σαν υγρή ομίχλη ενός καταρράκτη που ξεπηδά μέσα από τα όνειρά μας, καταλαβαίνεις ότι έχει απλώς ξεχαρβαλωθεί ένα μπάλωμα γυμνής έκτασης σε ένα κανάλι που στενεύει και γίνεται μονοπάτι ιπποπόταμων.

Αχανής βάλτος η ζωή από ορίζοντα σε ορίζοντα. Κι εμείς να προσπαθούμε να φτάσουμε κάπου, σκαρφαλώνοντας πάνω στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, φορώντας μακριά σώβρακα και σιδερένιες κάπες.
Περνώντας μέσα από αγκαθωτούς θάμνους και πέτρινα μονοπάτια για να βρούμε τη φωτεινή όαση με τα νούφαρα, ακολουθώντας  την οσμή του νέκταρ της ζωής που πλανιέται διαρκώς στον αέρα.


 Και μετά από μια ζωή πεζοπορίας και θαυμασμού, οι παλιοί φόβοι να μας γυρίζουν πάλι πίσω μ ένα μικρό κανό σε εδάφη που ξεχάσαμε για ποιο λόγο τα είχαμε εγκαταλείψει. Ένα ταξίδι που μας γεμίζει με ένα διεστραμμένο μείγμα αποστροφής και ζήλειας στο πιο ρομαντικό αλλά και επικίνδυνο μέρος πάνω στη γη. Στο σούρουπο όπου η ζωή ανάγεται σε μια περιπέτεια αίματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου