Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Ένας λαός σε κατάσταση εθελούσιας ύπνωσης


Οι μόνοι “πιστοποιημένοι ανεγκέφαλοι” σ αυτή τη χώρα είναι όλοι όσοι από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης ισχυρίζονται ακόμα ότι το πρόβλημα της αθλητικής βίας στη χώρα μας, είναι ένα ζήτημα που αφορά στη δραστική αντιμετώπιση εκατό, βαριά βαριά διακοσίων «ανεγκεφάλων» που τάχα κάνουν τη ζημιά, σ ένα σύστημα που κατά τα άλλα λειτουργεί άψογα. Γι αυτούς, η πλειοψηφία των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων (γιατί αυτοί είναι στην πραγματικότητα που μεταφέρουν το θυμό τους και στα υπόλοιπα αθλήματα) αδικούνται όταν καμιά εκατοσταριά “αληταράδες” που διοχετεύουν στον αθλητικό χώρο την αχαλίνωτη διάθεσή τους για βιοπραγία και διάλυση, παρεισφρύουν στο χώρο του αθλητισμού.

Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και λέει ότι κανένας από αυτούς δεν θέλει να δει κατά πρόσωπο ότι στην χώρα αυτή όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς έχουν βάλει ένα λιθαράκι προκειμένου να διαμορφωθεί μια τεράστια δεξαμενή εν δυνάμει βιοπραγούντων. Ανθρώπων δηλαδή που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, να εκφράσουν τα συναισθήματα μίσους που τους πλημμυρίζουν για τον εκάστοτε αντίπαλο τους, υποκινούμενοι είτε από προσωπικά ελατήρια είτε από ταπεινά συμφέροντα που ανάγονται σε επιδιώξεις αθλητικής, πολιτικής ή κοινωνικής φύσεως. Αρκεί να τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να να ξεσπάσουν την οργή τους χωρίς φυσικά να κινδυνέψουν να πιαστούν από την τσιμπίδα του νόμου. Και την συνθήκη αυτή τους την εξασφαλίζει η προσχηματική παρουσία της αστυνομίας.

Κακά τα ψέματα, ο σπόρος της βίας υπάρχει σε κάθε Έλληνα οπαδό, όπως και η καλλιέργεια της πνευματικής τύφλωσης που υφίσταται μέσα από ΜΜΕ τύπου οπαδικών ραδιοφώνων και αθλητικών εφημερίδων. Αρκεί να είσαι λίγο μέσα στα πράγματα για να διαπιστώσεις ότι ο Έλληνας οπαδός -που αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία του κοινού που ασχολείται με τα σπορ και σε μια άλλη εποχή ονομάζαμε φιλάθλους- έχει σχεδόν αποτρελαθεί για την ομάδα που υποστηρίζει. Βρίσκεται σχεδόν σε κατάσταση ύπνωσης κι αυτό δεν έχει συντελεστεί ούτε από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά ούτε κι από μόνο του.

Εδώ και δεκαετίες καλλιεργείται ένα σύστημα που αξιοποιεί το έλλειμμα λογικής που διατρέχει τη χώρα για να αναγάγει το ποδόσφαιρο σε κορυφαία δραστηριότητα που υπερκερνάει μάλιστα σε σημασία οποιαδήποτε άλλη. Το ίδιο πλέγμα συμφερόντων καλλιεργεί τεχνηέντως ένα νέο φασισμό, που έγκειται στην οπαδική ταυτότητα, η οποία έχει διαδεχτεί την πάλαι ποτέ φυλετική καθαρότητα. Με λίγα λόγια, όλοι οι οπαδοί, όλων των ομάδων αισθάνονται να πλημμυρίζονται από αισθήματα υπεροχής απέναντι στους αντιπάλους, τα οποία πρέπει με κάποιο τρόπο να αποδείξουν. Κι επειδή οι ίδιοι δεν παίζουνε μπάλα, αυτός ο τρόπος ανακαλύπτεται συνήθως στην άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας.

Τέτοιες μορφές βίας περιλαμβάνουν από το κοινό πλάκωμα στους δρόμους, όπου 10-15 μαντραχαλάδες την “πέφτουνε” σε ένα δυο ανυποψίαστα άτομα για μια μικρή επίδειξη ισχύος, μέχρι τα οργανωμένα ξεκαθαρίσματα μεταξύ οπαδών, ή τα θρασύδειλα ντου, προκειμένου να πιάσουν τους αντιπάλους στον ύπνο, δηλαδή στην φυσιολογική τους κατάσταση. Βέβαια βία υπάρχει και στις καθημερινές συζητήσεις, στα καφενεία, τα μπαράκια, τους χώρους εργασίας. Άλλωστε, η εξιδανικευμένη άποψη που διατηρεί ο καθένας για τον εαυτό του και την ομάδα του εξανεμίζεται αν δεν επιβληθεί με σαφή και εμφατικό τρόπο. Επιπροσθέτως κανένας οπαδός δεν μπορεί να ζήσει μέσα σ ένα πλαίσιο ποικιλότητας και πολυμορφίας. Σ ένα κόσμο ανεκτικότητας. Αντιθέτως μπορεί εύκολα να επιβιώσει μόνο με τους δικούς του, και μάλιστα με το τμήμα εκείνο από τους δικούς του που συμφωνούν 100% με τις αιχμηρές πεποιθήσεις του. Τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα εντείνουν την κατάσταση, αλλά δεν είναι αυτά που τελικά την δημιουργούν. Πρόκειται για μια παρανόηση που τεχνηέντως καλλιεργείται από εκείνους που έχουν λερωμένη τη φωλιά τους.

Στην πραγματικότητα είναι το παραδοσιακό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας που προωθεί όλη αυτή τη βία την ώρα μάλιστα που υποκριτικά διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, ότι τάχα την απορρίπτει.. Καθώς βασίζεται στα ισχυρά δίπολα και τον τυφλό φανατισμό, που καλλιεργείται συστηματικά προκειμένου να εξυπηρετήσει οικονομικά, πολιτικά και εκδοτικά συμφέροντα, η διαφωνία και η έλλειψη βούλησης για συνδιαλλαγή και συναίνεση, η οποία μάλιστα ξεκίνησε κιόλα από την πολιτική και ψυχική διάσπαση που συντελέστηκε στη χώρα από την επανίδρυση ακόμα του νέου ελληνικού κράτους, αποτελούν κυρίαρχη ιδεολογία και κουλτούρα. Για να το κάνουμε σε πενηνταράκια το νέο ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε πάνω στο διχασμό. Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι πλέον οι Έλληνες δεν κατεβαίνουν στα καφενεία ούτε για να χαλαρώσουν ούτε για να συνδιαλλαγούν. Κι ούτε πηγαίνουν στους χώρους εργασίας πρωτίστως για να εργαστούν και να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Αισθάνονται πρωτίστως την ανάγκη να ξεσπάσουν τον θυμό που τους πλημμυρίζει, πολλές φορές από κάποια πρόσφατη προσπάθεια κάποιου αντιπάλου να αναδείξει κι αυτός τα δικά του εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά. Σηκώνονται από το κρεβάτι τους πρωτίστως για να πείσουν τους υπόλοιπους πόσο σημαντικοί είναι ίδιοι και η ομάδα τους και πόσο φαύλο είναι το σύστημα που δεν τους επιτρέπει να το αποδείξουν.

Όλα ξεκινούν όμως από το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και την ανύπαρκτη οικογενειακή διαπαιδαγώγηση που παραδίδουν στην κοινωνία ανώριμους και ανέτοιμους πολίτες, τους οποίους στη συνέχεια αναλαμβάνουν αθλητικά ραδιόφωνα, εφημερίδες και τηλεοράσεις για να τους αποπροσανατολίσουν ολοκληρωτικά και να τους αποτρελάνουν ολόπλευρα.

Μ αυτά και μ αυτά , η άσκηση αθλητικής βίας στη Ελλάδα μοιάζει σήμερα ως αυτονόητη εξέλιξη των πραγμάτων, που εξυπηρετεί πρωτίστως τις πολιτικές ηγεσίες διότι αποφορτίζει έστω και προσωρινά, κρίσιμα τμήματα του κοινωνικού ιστού. Κι ένας θεός μόνο ξέρει με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αντιστραφεί αυτό το κλίμα. Ένα κλίμα που παράγει τη βία και συνδιαμορφώνεται από όσους (βίαιους και μη) ασχολούνται νυχθημερόν με την υπέρτατη καμπύλη, που χειρίζονται με επιδεξιότητα ή τραχύτητα τα προβεβλημένα, αλλά και χωρίς ισχυρή βούληση να αντιδράσουν, λαϊκά είδωλα των γηπέδων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου