Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βία στα γήπεδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βία στα γήπεδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010
Η κερδοφορία της βίας

Η ατιμωρησία στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου και η διαχρονική αδυναμία καταλογισμού ευθυνών ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό το σημερινό κλίμα. Έτσι, συμφέροντα, αθλητικά και δημοσιογραφικά που κονομάνε από την έξαρση των παθών και τον αθλητικό λαϊκισμό χαϊδεύονται με απλές και φιλικές παραινέσεις συμμόρφωσης από τη δικαιοσύνη και τα αρμόδια θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας, όταν επιβάλλεται να τους επιβληθούν απαρέγκλιτοι και απαράβατοι κανόνες δεοντολογίας και συμπεριφοράς για να τελειώσει μια και καλή αυτό το τροπάρι.
Έτσι, λοιπόν, όλοι αυτοί που κανακεύουνε τους Έλληνες οπαδούς, πυροδοτούνε την πόλωση και τη βία μέσα από δηλώσεις, λεκτικές αντιπαραθέσεις, ανακοινώσεις και πρωτοσέλιδα από δυναμίτη, κατόπιν γίνονται ισότιμοι συνομιλητές και σύμβουλοι της πολιτείας, η οποία κλείνοντάς τους το μάτι τούς καλεί να συμβάλλουν με όση ωριμότητα διαθέτουν στην αποφόρτιση της ατμόσφαιρας που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Έλα όμως που χωρίς βία, πόλωση και αθλητικό τσαμπουκά ούτε αθλητικές εφημερίδες θα πουλιόνταν, ούτε διαρκείας, ούτε κανένα άλλο αθλητικό προϊόν.
Αν πάρουμε λοιπόν αντίστροφα κάθε εβδομάδα που καταλήγει σε κάποια περιστατικά βίας σε κάποιο ελληνικό γήπεδο, σπάνια δεν θα διακρίνουμε στην πορεία της εμπρηστικές ανακοινώσεις των συλλόγων, ή δημοσιεύματα που θα εξάρουν το μεγαλείο ενός λαού ή μιας ομάδας έναντι όλων.
Οι τόνοι, λοιπόν, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν κατά το δοκούν και η μάχη χαρακωμάτων για τη διαχείριση της ανυποληψίας του αθλητισμού βαφτίζεται πόλεμος κατά της βίας και των επεισοδίων. Ποιας τάξεως όμως μείωση εσόδων θα είχαν όλοι όσοι φτιάχτηκαν οικονομικά και κοινωνικά από την εμπορευματοποίηση της συλλογικής έξαρσης για να θέλουν σήμερα να αντιμετωπίσουν στη ρίζα του το φαινόμενο της βίας; Και ποια θα ήταν άραγε η επόμενη τους ημέρα στον επαγγελματικό αθλητισμό , αν ένα πρωί, όπως υποκριτικά ισχυρίζονται ότι επιθυμούν εξαλειφόταν όλη αυτή η ένταση και το υπερβολικό πάθος που διαπερνά τον επαγγελματικό αθλητισμό;
Κυριακή 8 Αυγούστου 2010
Χώρα "δωδεκάχρονων" ενηλίκων
Συχνά μιλάμε για ανθρώπους θυμωμένους, εξεγερμένους, βίαιους, όμως σπάνια αναφερόμαστε στους παιδαριώδεις λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αυτοί, αντιδρούν, σπάνε, καίνε και ρημάζουν στα γήπεδα και στους παράπλευρους δρόμους. Τα φορτώνουμε όλα σε ένα ασαφές και αόριστο κοινωνικό αδιέξοδο, που φταίει για όλες τις κοινωνικές αναταραχές, την ίδια ώρα που δεν κοιτάμε το οφθαλμοφανές παράδοξο ότι κανένας ουσιαστικός και επικαιροποιημένος λόγος δεν βρίσκεται πίσω από τις εκδηλώσεις βίας σε κοινωνικό επίπεδο. Αντίθετα, προσωπικές εμμονές και συναισθηματικά αδιέξοδα οπλίζουν τα χέρια των χούλιγκαν με σιδερολοστούς και άλλα ευγενή αντικείμενα που επιδιώκουν με την εμφατική πειθώ τους να διαμορφώσουν συνθήκες απόλυτης επικράτησης κάποιων ιδεών έναντι άλλων. Συμβάλλουν δηλαδή στην δημιουργία ενός κόσμου με μικρό βαθμό ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό.
Στην ελληνική πραγματικότητα, έχουμε από τη μια τις δυνάμεις ασφαλείας, ανήμπορες να αντιδράσουν σε οποιαδήποτε πρόκληση απαιτεί συντονισμό και οργανωμένη δράση, από την άλλη στρατιές ολόκληρες οπαδών κάθε ηλικίας, έτοιμων να υπερασπιστούν με πόλεμο την απολυτότητα της ιδέας που τους εμφορεί και ενδιάμεσα ένα έδαφος εύφλεκτο για κοινωνικές αναταραχές και βία, συνθήκες που προοιωνίζουν τον πιο θερμό χειμώνα από άποψη βίας στο ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια.
Την ίδια ώρα, δημοσιογράφοι, μέσα ενημέρωσης και ραδιοφωνικοί παραγωγοί δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει τις συνέπειες που θα προκύψουν σε αθλητικό και κοινωνικό επίπεδο από την δραματική συμβολή τους στην ανάδειξη του φανατισμού, του οπαδικού φονταμενταλισμού και των παρελκόμενών τους στην κορυφή της πυραμίδας των προτεραιοτήτων του Έλληνα. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σ ένα τεράστιο οπαδικό φόρουμ, μια κατάσταση που έχει καταπιεί κάθε προσπάθεια ανάδειξης άλλων θεμάτων. Με βάση αυτό το μέτρο οι κυβερνήσεις μετρούν τις ανθεκτικτότητες της κοινωνίας και επιβάλλουν μέτρα που γνωρίζουν ότι πολύ γρήγορα θα πάψουν να απασχολούν το μυαλό του πολίτη, ενόψει μιας νέας μεγάλης μεταγραφής ή μια πολύ ηχηρής απομάκρυνσης.
Κακά τα ψέματα, το πραγματικό πρόβλημα του Έλληνα δεν είναι ούτε η ανεργία, ούτε η επιβίωση του Ασφαλιστικού, ούτε η διαμόρφωση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος. Όλα αυτά είναι μόνο λεπτομέρεις, μικρές ανάσες στην ανάπαυλα των ποδοσφαιρικών τους αναζητήσεων.
Το ζητούμενο γι αυτόν είναι μόνο η διαιώνιση του μεγαλείου της ομάδας του. Η υπεράσπιση ενός γοήτρου που δεν κατάφερε, ούτε καν να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των οπαδών των πιο επιτυχημένων κλαμπ του κόσμου.
Εδώ, η κατάσταση είναι κρίσιμη. Περισσότερο απ όσο φανταζόμαστε. Η βία που εμφυλοχωρεί στην κοινωνία είναι η πραγματικότητα που αρνούμαστε να δούμε κατάματα.
Η κοινωνία έχει συγκεντρώσει τεράστια αποθέματα αδιαβίβαστης ενέργειας, που πρέπει με κάποιο τρόπο να απελευθερωθούν, σε μια εποχή όπου οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες φθίνουν με γεωμετρική πρόοδο, μέσα σε μια θεαματική αναποτελεσματικότητα. Γι αυτό και ο χώρος του αθλητισμού εξασφαλίζει την επιτυχή επικοινωνιακά διάχυσή της επιθετικής αυτής ενέργειας.. Ο θυμός επί δικαίων και αδίκων ψάχνει ευκαιρίες να μετατραπεί σε βία και όποιος ψάχνει βρίσκει, σ ένα σύστημα που παραμένει τυφλό μπροστά στα αυτονόητα επειδή έχει θεοποιήσει τα ασήμαντα.
Η χθεσινή βίαιη επίθεση εναντίον του προπονητή της ΑΕΚ, Ντούσαν Μπάγεβιτς, από μια ομάδα οπαδών της “ένωσης” αποτελεί προάγγελο μιας κατάστασης που ξεφεύγει από τις εγχώριες δυνατότητες ελέγχου.
Όπως τα στρατεύματα των δυνάμεων κατοχής που αποσύρονται τελευταία από μια χώρα, είναι συνήθως αυτά που άφηναν πίσω τους τις πιο δραματικές και ανυπολόγιστες καταστροφές έτσι και η βία, ψυχολογική και σωματική, θα προκαλέσει βαθιά τραύματα στη χώρα προτού αλλάξουν δραματικά τα πράγματα.
Άλλωστε, το μάτι του κυλώνα που ονομάζεται βία συναντιέται αμετάβλητο στον πυρήνα των παθογενειών του Έλληνα, που έχει γαλουχηθεί με πεποιθήσεις που τον καθιστούν υπέρμαχο απόλυτων λύσεων σε όλους τους τομείς της ζωής του.
Κι ότι δεν κολακεύει τα διάφορα στερεότυπά του αποτελεί εν δυνάμει εχθρό του, υποψήφιο να δεχτεί τη σφοδρότητα του παιδαριώδη θυμού του.
Ας είναι λοιπόν η κρίση που μας ταλανίζει μια ακόμη απόπειρα, εύχομαι όχι αποτυχημένη, ενηλικίωσης του δυναμικού της χώρας.
Στην ελληνική πραγματικότητα, έχουμε από τη μια τις δυνάμεις ασφαλείας, ανήμπορες να αντιδράσουν σε οποιαδήποτε πρόκληση απαιτεί συντονισμό και οργανωμένη δράση, από την άλλη στρατιές ολόκληρες οπαδών κάθε ηλικίας, έτοιμων να υπερασπιστούν με πόλεμο την απολυτότητα της ιδέας που τους εμφορεί και ενδιάμεσα ένα έδαφος εύφλεκτο για κοινωνικές αναταραχές και βία, συνθήκες που προοιωνίζουν τον πιο θερμό χειμώνα από άποψη βίας στο ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια.
Την ίδια ώρα, δημοσιογράφοι, μέσα ενημέρωσης και ραδιοφωνικοί παραγωγοί δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει τις συνέπειες που θα προκύψουν σε αθλητικό και κοινωνικό επίπεδο από την δραματική συμβολή τους στην ανάδειξη του φανατισμού, του οπαδικού φονταμενταλισμού και των παρελκόμενών τους στην κορυφή της πυραμίδας των προτεραιοτήτων του Έλληνα. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί σ ένα τεράστιο οπαδικό φόρουμ, μια κατάσταση που έχει καταπιεί κάθε προσπάθεια ανάδειξης άλλων θεμάτων. Με βάση αυτό το μέτρο οι κυβερνήσεις μετρούν τις ανθεκτικτότητες της κοινωνίας και επιβάλλουν μέτρα που γνωρίζουν ότι πολύ γρήγορα θα πάψουν να απασχολούν το μυαλό του πολίτη, ενόψει μιας νέας μεγάλης μεταγραφής ή μια πολύ ηχηρής απομάκρυνσης.
Κακά τα ψέματα, το πραγματικό πρόβλημα του Έλληνα δεν είναι ούτε η ανεργία, ούτε η επιβίωση του Ασφαλιστικού, ούτε η διαμόρφωση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος. Όλα αυτά είναι μόνο λεπτομέρεις, μικρές ανάσες στην ανάπαυλα των ποδοσφαιρικών τους αναζητήσεων.
Το ζητούμενο γι αυτόν είναι μόνο η διαιώνιση του μεγαλείου της ομάδας του. Η υπεράσπιση ενός γοήτρου που δεν κατάφερε, ούτε καν να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των οπαδών των πιο επιτυχημένων κλαμπ του κόσμου.
Εδώ, η κατάσταση είναι κρίσιμη. Περισσότερο απ όσο φανταζόμαστε. Η βία που εμφυλοχωρεί στην κοινωνία είναι η πραγματικότητα που αρνούμαστε να δούμε κατάματα.
Η κοινωνία έχει συγκεντρώσει τεράστια αποθέματα αδιαβίβαστης ενέργειας, που πρέπει με κάποιο τρόπο να απελευθερωθούν, σε μια εποχή όπου οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες φθίνουν με γεωμετρική πρόοδο, μέσα σε μια θεαματική αναποτελεσματικότητα. Γι αυτό και ο χώρος του αθλητισμού εξασφαλίζει την επιτυχή επικοινωνιακά διάχυσή της επιθετικής αυτής ενέργειας.. Ο θυμός επί δικαίων και αδίκων ψάχνει ευκαιρίες να μετατραπεί σε βία και όποιος ψάχνει βρίσκει, σ ένα σύστημα που παραμένει τυφλό μπροστά στα αυτονόητα επειδή έχει θεοποιήσει τα ασήμαντα.
Η χθεσινή βίαιη επίθεση εναντίον του προπονητή της ΑΕΚ, Ντούσαν Μπάγεβιτς, από μια ομάδα οπαδών της “ένωσης” αποτελεί προάγγελο μιας κατάστασης που ξεφεύγει από τις εγχώριες δυνατότητες ελέγχου.
Όπως τα στρατεύματα των δυνάμεων κατοχής που αποσύρονται τελευταία από μια χώρα, είναι συνήθως αυτά που άφηναν πίσω τους τις πιο δραματικές και ανυπολόγιστες καταστροφές έτσι και η βία, ψυχολογική και σωματική, θα προκαλέσει βαθιά τραύματα στη χώρα προτού αλλάξουν δραματικά τα πράγματα.
Άλλωστε, το μάτι του κυλώνα που ονομάζεται βία συναντιέται αμετάβλητο στον πυρήνα των παθογενειών του Έλληνα, που έχει γαλουχηθεί με πεποιθήσεις που τον καθιστούν υπέρμαχο απόλυτων λύσεων σε όλους τους τομείς της ζωής του.
Κι ότι δεν κολακεύει τα διάφορα στερεότυπά του αποτελεί εν δυνάμει εχθρό του, υποψήφιο να δεχτεί τη σφοδρότητα του παιδαριώδη θυμού του.
Ας είναι λοιπόν η κρίση που μας ταλανίζει μια ακόμη απόπειρα, εύχομαι όχι αποτυχημένη, ενηλικίωσης του δυναμικού της χώρας.
Ετικέτες
Άρθρο,
βία στα γήπεδα,
γήπεδα επεισόδια,
επίθεση στον Μπάγεβιτς,
Ντούσαν Μπάγεβιτς επίθεση,
χούλιγκαν
Κυριακή 30 Μαΐου 2010
Ένας λαός σε κατάσταση εθελούσιας ύπνωσης

Οι μόνοι “πιστοποιημένοι ανεγκέφαλοι” σ αυτή τη χώρα είναι όλοι όσοι από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης ισχυρίζονται ακόμα ότι το πρόβλημα της αθλητικής βίας στη χώρα μας, είναι ένα ζήτημα που αφορά στη δραστική αντιμετώπιση εκατό, βαριά βαριά διακοσίων «ανεγκεφάλων» που τάχα κάνουν τη ζημιά, σ ένα σύστημα που κατά τα άλλα λειτουργεί άψογα. Γι αυτούς, η πλειοψηφία των Ελλήνων ποδοσφαιρόφιλων (γιατί αυτοί είναι στην πραγματικότητα που μεταφέρουν το θυμό τους και στα υπόλοιπα αθλήματα) αδικούνται όταν καμιά εκατοσταριά “αληταράδες” που διοχετεύουν στον αθλητικό χώρο την αχαλίνωτη διάθεσή τους για βιοπραγία και διάλυση, παρεισφρύουν στο χώρο του αθλητισμού.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και λέει ότι κανένας από αυτούς δεν θέλει να δει κατά πρόσωπο ότι στην χώρα αυτή όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς έχουν βάλει ένα λιθαράκι προκειμένου να διαμορφωθεί μια τεράστια δεξαμενή εν δυνάμει βιοπραγούντων. Ανθρώπων δηλαδή που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, να εκφράσουν τα συναισθήματα μίσους που τους πλημμυρίζουν για τον εκάστοτε αντίπαλο τους, υποκινούμενοι είτε από προσωπικά ελατήρια είτε από ταπεινά συμφέροντα που ανάγονται σε επιδιώξεις αθλητικής, πολιτικής ή κοινωνικής φύσεως. Αρκεί να τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να να ξεσπάσουν την οργή τους χωρίς φυσικά να κινδυνέψουν να πιαστούν από την τσιμπίδα του νόμου. Και την συνθήκη αυτή τους την εξασφαλίζει η προσχηματική παρουσία της αστυνομίας.
Κακά τα ψέματα, ο σπόρος της βίας υπάρχει σε κάθε Έλληνα οπαδό, όπως και η καλλιέργεια της πνευματικής τύφλωσης που υφίσταται μέσα από ΜΜΕ τύπου οπαδικών ραδιοφώνων και αθλητικών εφημερίδων. Αρκεί να είσαι λίγο μέσα στα πράγματα για να διαπιστώσεις ότι ο Έλληνας οπαδός -που αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία του κοινού που ασχολείται με τα σπορ και σε μια άλλη εποχή ονομάζαμε φιλάθλους- έχει σχεδόν αποτρελαθεί για την ομάδα που υποστηρίζει. Βρίσκεται σχεδόν σε κατάσταση ύπνωσης κι αυτό δεν έχει συντελεστεί ούτε από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά ούτε κι από μόνο του.
Εδώ και δεκαετίες καλλιεργείται ένα σύστημα που αξιοποιεί το έλλειμμα λογικής που διατρέχει τη χώρα για να αναγάγει το ποδόσφαιρο σε κορυφαία δραστηριότητα που υπερκερνάει μάλιστα σε σημασία οποιαδήποτε άλλη. Το ίδιο πλέγμα συμφερόντων καλλιεργεί τεχνηέντως ένα νέο φασισμό, που έγκειται στην οπαδική ταυτότητα, η οποία έχει διαδεχτεί την πάλαι ποτέ φυλετική καθαρότητα. Με λίγα λόγια, όλοι οι οπαδοί, όλων των ομάδων αισθάνονται να πλημμυρίζονται από αισθήματα υπεροχής απέναντι στους αντιπάλους, τα οποία πρέπει με κάποιο τρόπο να αποδείξουν. Κι επειδή οι ίδιοι δεν παίζουνε μπάλα, αυτός ο τρόπος ανακαλύπτεται συνήθως στην άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας.
Τέτοιες μορφές βίας περιλαμβάνουν από το κοινό πλάκωμα στους δρόμους, όπου 10-15 μαντραχαλάδες την “πέφτουνε” σε ένα δυο ανυποψίαστα άτομα για μια μικρή επίδειξη ισχύος, μέχρι τα οργανωμένα ξεκαθαρίσματα μεταξύ οπαδών, ή τα θρασύδειλα ντου, προκειμένου να πιάσουν τους αντιπάλους στον ύπνο, δηλαδή στην φυσιολογική τους κατάσταση. Βέβαια βία υπάρχει και στις καθημερινές συζητήσεις, στα καφενεία, τα μπαράκια, τους χώρους εργασίας. Άλλωστε, η εξιδανικευμένη άποψη που διατηρεί ο καθένας για τον εαυτό του και την ομάδα του εξανεμίζεται αν δεν επιβληθεί με σαφή και εμφατικό τρόπο. Επιπροσθέτως κανένας οπαδός δεν μπορεί να ζήσει μέσα σ ένα πλαίσιο ποικιλότητας και πολυμορφίας. Σ ένα κόσμο ανεκτικότητας. Αντιθέτως μπορεί εύκολα να επιβιώσει μόνο με τους δικούς του, και μάλιστα με το τμήμα εκείνο από τους δικούς του που συμφωνούν 100% με τις αιχμηρές πεποιθήσεις του. Τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα εντείνουν την κατάσταση, αλλά δεν είναι αυτά που τελικά την δημιουργούν. Πρόκειται για μια παρανόηση που τεχνηέντως καλλιεργείται από εκείνους που έχουν λερωμένη τη φωλιά τους.
Στην πραγματικότητα είναι το παραδοσιακό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας που προωθεί όλη αυτή τη βία την ώρα μάλιστα που υποκριτικά διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, ότι τάχα την απορρίπτει.. Καθώς βασίζεται στα ισχυρά δίπολα και τον τυφλό φανατισμό, που καλλιεργείται συστηματικά προκειμένου να εξυπηρετήσει οικονομικά, πολιτικά και εκδοτικά συμφέροντα, η διαφωνία και η έλλειψη βούλησης για συνδιαλλαγή και συναίνεση, η οποία μάλιστα ξεκίνησε κιόλα από την πολιτική και ψυχική διάσπαση που συντελέστηκε στη χώρα από την επανίδρυση ακόμα του νέου ελληνικού κράτους, αποτελούν κυρίαρχη ιδεολογία και κουλτούρα. Για να το κάνουμε σε πενηνταράκια το νέο ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε πάνω στο διχασμό. Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι πλέον οι Έλληνες δεν κατεβαίνουν στα καφενεία ούτε για να χαλαρώσουν ούτε για να συνδιαλλαγούν. Κι ούτε πηγαίνουν στους χώρους εργασίας πρωτίστως για να εργαστούν και να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Αισθάνονται πρωτίστως την ανάγκη να ξεσπάσουν τον θυμό που τους πλημμυρίζει, πολλές φορές από κάποια πρόσφατη προσπάθεια κάποιου αντιπάλου να αναδείξει κι αυτός τα δικά του εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά. Σηκώνονται από το κρεβάτι τους πρωτίστως για να πείσουν τους υπόλοιπους πόσο σημαντικοί είναι ίδιοι και η ομάδα τους και πόσο φαύλο είναι το σύστημα που δεν τους επιτρέπει να το αποδείξουν.
Όλα ξεκινούν όμως από το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και την ανύπαρκτη οικογενειακή διαπαιδαγώγηση που παραδίδουν στην κοινωνία ανώριμους και ανέτοιμους πολίτες, τους οποίους στη συνέχεια αναλαμβάνουν αθλητικά ραδιόφωνα, εφημερίδες και τηλεοράσεις για να τους αποπροσανατολίσουν ολοκληρωτικά και να τους αποτρελάνουν ολόπλευρα.
Μ αυτά και μ αυτά , η άσκηση αθλητικής βίας στη Ελλάδα μοιάζει σήμερα ως αυτονόητη εξέλιξη των πραγμάτων, που εξυπηρετεί πρωτίστως τις πολιτικές ηγεσίες διότι αποφορτίζει έστω και προσωρινά, κρίσιμα τμήματα του κοινωνικού ιστού. Κι ένας θεός μόνο ξέρει με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αντιστραφεί αυτό το κλίμα. Ένα κλίμα που παράγει τη βία και συνδιαμορφώνεται από όσους (βίαιους και μη) ασχολούνται νυχθημερόν με την υπέρτατη καμπύλη, που χειρίζονται με επιδεξιότητα ή τραχύτητα τα προβεβλημένα, αλλά και χωρίς ισχυρή βούληση να αντιδράσουν, λαϊκά είδωλα των γηπέδων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)