Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Από
την κουζίνα ερχόταν η φωνή ενός παιδιού που τραγουδούσε. Οι πρώτες στάλες της
βροχής έπεσαν στο κεφάλι μου. Προσπέρασα αθόρυβα το κατώφλι και ρώτησα
χαμηλόφωνα:
«Είναι κανείς εδώ;»
Καμιά απόκριση. Ακόμα και η παιδική φωνή σίγησε απότομα.
Κοίταξα το πρόσωπό μου σ’ έναν σκονισμένο καθρέφτη. Τι ήταν αυτές οι άχρωμες
κηλίδες κάτω από τα μάτια μου; Ω, Θεέ μου... δεν ήμουν έτσι το πρωί. Το δέρμα
μου ρυτίδωνε και σούφρωνε γύρω τους.
Μια βροντή ξέσπασε απότομα. Το αίμα μου
πάγωσε στις φλέβες.
Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να συστηθώ στον
εαυτό μου. Είμαι ο Μιχάλης, καθηγητής μαθηματικών σε επαρχιακό φροντιστήριο.
Σήμερα το πρωί πήγα κανονικά στη δουλειά. Δούλεψα έξι ώρες. Την τελευταία,
συνέβη κάτι αναπάντεχο: ένας δυνατός σεισμός. Ένα μεγάλο κομμάτι τσιμέντου
αποκολλήθηκε από το ταβάνι και με χτύπησε στο κεφάλι. Άκουσα ουρλιαχτά παιδιών.
Ύστερα… έχω την υπόνοια πως σηκώθηκα, και με κάποια δυσκολία κατέβηκα στο
ισόγειο. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Ή, μάλλον, θα άλλαζαν. Το ήξερα. Κι όμως,
επέμενα.
Στην εξώπορτα του φροντιστηρίου με περίμενε ο
δάσκαλος της δημιουργικής γραφής. Απέφυγα να του δώσω το χέρι – με κοίταξε μ’
εκείνο το βλέμμα που περιμένεις όταν κάποιος ετοιμάζεται να σχολιάσει ένα
κοινό, ανθρώπινο δράμα.
«Έγινε σεισμός», του είπα.
«Τον κατάλαβες;»
Έβγαλε μια παράξενη, δυνατή
φωνή. Κι όμως, δεν κατάφερα να ξεχωρίσω καμία λέξη.
Ήθελα να του πω πως η τέχνη
της γραφής δεν διδάσκεται. Αλλά ήξερα: αν το έλεγα, θα τον έφερνα ακόμη πιο
κοντά μου. Τον παρατήρησα για πρώτη φορά. Τι παράξενα οστά… Ένα πρόσωπο γεμάτο
εξογκώματα και γωνίες. Μια μύτη υπερβολικά σουβλερή.
«Η εισαγωγή σου», μου είπε,
«είναι για κλάματα. Το αίμα σου πάγωσε στις φλέβες;»
Η τέχνη της γραφής δεν
διδάσκεται – ξαναπέρασε από το μυαλό μου. Μα αντί γι’ αυτό, επανέλαβα:
«Τον σεισμό τον κατάλαβες;»
Σήκωσα το βλέμμα. Τα μάτια
του είχαν χαμηλώσει.
«Μια ακόμη κοινοτοπία», μου
είπε.
Τότε θέλησα να θυμηθώ γιατί
με είχε πιάσει αυτή η ανάγκη να ξανασυστηθώ στον εαυτό μου.
«Πάω
στοίχημα πως τώρα θα σε πιάσει πονοκέφαλος», είπε ο δάσκαλος.
«Μα
το κεφάλι μου πονάει ήδη φριχτά», του απάντησα. «Ένα ολόκληρο δοκάρι έπεσε πάνω
του.»
«Θέλησες
να ξανασυστηθείς στον εαυτό σου επειδή ξέχασες να συστηθείς στους αναγνώστες
σου.»
Ποιους
αναγνώστες εννοούσε, ο κύριος αυτός;
Εγώ
απλώς είδα ένα μεγάλο αγροτικό σπίτι και μπήκα μέσα για να προφυλαχθώ απ’ τη
βροχή.
«Σε
λίγο θα κλείσουν για να καθαρίσουν», είπα.
«Εγώ
θα φύγω, αλλά δε θα ξανάρθω», είπε ο δάσκαλος.
«Πες
μου κάτι: πότε με είδες τελευταία φορά;»
«Έχω
χρόνια να σε δω», είπε.
«Άρα
δεν ξέρεις πώς ήμουν σήμερα το πρωί σε σχέση με το πώς είμαι τώρα.»
«Το
μεγάλο πρόβλημά σου είναι οι κοινοτοπίες», μου είπε.
Τον
άκουσα και γύρισα να κοιτάξω τον μεγάλο, σκονισμένο καθρέφτη. Τον παλιό
καθρέφτη, ήθελα να πω.
Περπάτησα
για λίγο μέσα στο σαλόνι. Άκουσα το σκούξιμο από κάποια παπαγαλάκια. Είδα τη
λάμψη μιας χήνας που έβγαινε από μια λιμνούλα. Είδα την κορυφή ενός δέντρου
κατακλυσμένη από χιλιάδες πράσινους τερμίτες. Μα καμιά «ακρόαση» –αν μπορεί να
το πει κανείς έτσι– από την παιδική φωνή που έβγαινε απ’ την κουζίνα.
Με
συνεπήρε μια ξαφνική απογοήτευση. Συνειδητοποίησα πως είχα μπει σ’ αυτό το
σπίτι εντελώς απρόσκλητος, και χωρίς ουσιαστικό λόγο. Κάτι που δεν θα έκανε
ποτέ ο άνθρωπος που ήμουν το πρωί.
Η
βροχή είχε πέσει δυνατή και σύντομη. Μύριζα τη σκονισμένη οσμή των αειθαλών
φύλλων. Το κεφαλόσκαλο λουζόταν στο φως, καθώς αντίκριζα τον ήλιο να δύει. Ένα
μεταλλικό καρφί με γραντζούνισε στο πέλμα, όταν άκουσα μια παιδική φωνή:
«Έλα
επάνω.»
«Ναι,
φυσικά», αποκρίθηκα. «Ευκαιρία να συστηθώ ξανά. Φυσικά και θα 'ρθω. Φυσικά.»
«Μην
ανέβεις…» με ικέτευε τώρα η φωνή. «Ακόμα δεν έχω κοιμηθεί.»