Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Ω, Θεέ μου…δεν ήμουν έτσι το πρωί (Διήγημα 3o μέρος) Ασκήσεις ύφους

Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Από την κουζίνα ερχόταν η φωνή ενός παιδιού που τραγουδούσε. Οι πρώτες στάλες της βροχής έπεσαν στο κεφάλι μου. Προσπέρασα αθόρυβα το κατώφλι και ρώτησα χαμηλόφωνα:
«Είναι κανείς εδώ;»
Καμιά απόκριση. Ακόμα και η παιδική φωνή σίγησε απότομα.
Κοίταξα το πρόσωπό μου σ’ έναν σκονισμένο καθρέφτη. Τι ήταν αυτές οι άχρωμες κηλίδες κάτω από τα μάτια μου; Ω, Θεέ μου... δεν ήμουν έτσι το πρωί. Το δέρμα μου ρυτίδωνε και σούφρωνε γύρω τους.
Μια βροντή ξέσπασε  απότομα. Το αίμα μου πάγωσε στις φλέβες.

 

 Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να συστηθώ στον εαυτό μου. Είμαι ο Μιχάλης, καθηγητής μαθηματικών σε επαρχιακό φροντιστήριο. Σήμερα το πρωί πήγα κανονικά στη δουλειά. Δούλεψα έξι ώρες. Την τελευταία, συνέβη κάτι αναπάντεχο: ένας δυνατός σεισμός. Ένα μεγάλο κομμάτι τσιμέντου αποκολλήθηκε από το ταβάνι και με χτύπησε στο κεφάλι. Άκουσα ουρλιαχτά παιδιών. Ύστερα… έχω την υπόνοια πως σηκώθηκα, και με κάποια δυσκολία κατέβηκα στο ισόγειο. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Ή, μάλλον, θα άλλαζαν. Το ήξερα. Κι όμως, επέμενα.

 Στην εξώπορτα του φροντιστηρίου με περίμενε ο δάσκαλος της δημιουργικής γραφής. Απέφυγα να του δώσω το χέρι – με κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα που περιμένεις όταν κάποιος ετοιμάζεται να σχολιάσει ένα κοινό, ανθρώπινο δράμα.

«Έγινε σεισμός», του είπα. «Τον κατάλαβες;»

Έβγαλε μια παράξενη, δυνατή φωνή. Κι όμως, δεν κατάφερα να ξεχωρίσω καμία λέξη.

Ήθελα να του πω πως η τέχνη της γραφής δεν διδάσκεται. Αλλά ήξερα: αν το έλεγα, θα τον έφερνα ακόμη πιο κοντά μου. Τον παρατήρησα για πρώτη φορά. Τι παράξενα οστά… Ένα πρόσωπο γεμάτο εξογκώματα και γωνίες. Μια μύτη υπερβολικά σουβλερή.

«Η εισαγωγή σου», μου είπε, «είναι για κλάματα. Το αίμα σου πάγωσε στις φλέβες;»

Η τέχνη της γραφής δεν διδάσκεται – ξαναπέρασε από το μυαλό μου. Μα αντί γι’ αυτό, επανέλαβα:

«Τον σεισμό τον κατάλαβες;»

Σήκωσα το βλέμμα. Τα μάτια του είχαν χαμηλώσει.

«Μια ακόμη κοινοτοπία», μου είπε.

Τότε θέλησα να θυμηθώ γιατί με είχε πιάσει αυτή η ανάγκη να ξανασυστηθώ στον εαυτό μου.

«Πάω στοίχημα πως τώρα θα σε πιάσει πονοκέφαλος», είπε ο δάσκαλος.

«Μα το κεφάλι μου πονάει ήδη φριχτά», του απάντησα. «Ένα ολόκληρο δοκάρι έπεσε πάνω του.»

«Θέλησες να ξανασυστηθείς στον εαυτό σου επειδή ξέχασες να συστηθείς στους αναγνώστες σου.»

Ποιους αναγνώστες εννοούσε, ο κύριος αυτός;

Εγώ απλώς είδα ένα μεγάλο αγροτικό σπίτι και μπήκα μέσα για να προφυλαχθώ απ’ τη βροχή.

«Σε λίγο θα κλείσουν για να καθαρίσουν», είπα.

«Εγώ θα φύγω, αλλά δε θα ξανάρθω», είπε ο δάσκαλος.

«Πες μου κάτι: πότε με είδες τελευταία φορά;»

«Έχω χρόνια να σε δω», είπε.

«Άρα δεν ξέρεις πώς ήμουν σήμερα το πρωί σε σχέση με το πώς είμαι τώρα.»

«Το μεγάλο πρόβλημά σου είναι οι κοινοτοπίες», μου είπε.

Τον άκουσα και γύρισα να κοιτάξω τον μεγάλο, σκονισμένο καθρέφτη. Τον παλιό καθρέφτη, ήθελα να πω.

Περπάτησα για λίγο μέσα στο σαλόνι. Άκουσα το σκούξιμο από κάποια παπαγαλάκια. Είδα τη λάμψη μιας χήνας που έβγαινε από μια λιμνούλα. Είδα την κορυφή ενός δέντρου κατακλυσμένη από χιλιάδες πράσινους τερμίτες. Μα καμιά «ακρόαση» –αν μπορεί να το πει κανείς έτσι– από την παιδική φωνή που έβγαινε απ’ την κουζίνα.

Με συνεπήρε μια ξαφνική απογοήτευση. Συνειδητοποίησα πως είχα μπει σ’ αυτό το σπίτι εντελώς απρόσκλητος, και χωρίς ουσιαστικό λόγο. Κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ο άνθρωπος που ήμουν το πρωί.

Η βροχή είχε πέσει δυνατή και σύντομη. Μύριζα τη σκονισμένη οσμή των αειθαλών φύλλων. Το κεφαλόσκαλο λουζόταν στο φως, καθώς αντίκριζα τον ήλιο να δύει. Ένα μεταλλικό καρφί με γραντζούνισε στο πέλμα, όταν άκουσα μια παιδική φωνή:

«Έλα επάνω.»

«Ναι, φυσικά», αποκρίθηκα. «Ευκαιρία να συστηθώ ξανά. Φυσικά και θα 'ρθω. Φυσικά.»

«Μην ανέβεις…» με ικέτευε τώρα η φωνή. «Ακόμα δεν έχω κοιμηθεί.»

Travel sketch-Istanbul


Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ω, Θεέ μου…δεν ήμουν έτσι το πρωί (Διήγημα 3o μέρος) Ασκήσεις ύφους


Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Από την κουζίνα ερχόταν η φωνή ενός παιδιού που τραγουδούσε. Οι πρώτες στάλες της βροχής έπεσαν στο κεφάλι μου. Προσπέρασα αθόρυβα το κατώφλι και ρώτησα χαμηλόφωνα:
«Είναι κανείς εδώ;»
Καμιά απόκριση. Ακόμα και η παιδική φωνή σίγησε απότομα.
Κοίταξα το πρόσωπό μου σ’ έναν σκονισμένο καθρέφτη. Τι ήταν αυτές οι άχρωμες κηλίδες κάτω από τα μάτια μου; Ω, Θεέ μου... δεν ήμουν έτσι το πρωί. Το δέρμα μου ρυτίδωνε και σούφρωνε γύρω τους.
Μια βροντή ξέσπασε  απότομα. Το αίμα μου πάγωσε στις φλέβες.

 

 Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να συστηθώ στον εαυτό μου. Είμαι ο Μιχάλης, καθηγητής μαθηματικών σε επαρχιακό φροντιστήριο. Σήμερα το πρωί πήγα κανονικά στη δουλειά. Δούλεψα έξι ώρες. Την τελευταία, συνέβη κάτι αναπάντεχο: ένας δυνατός σεισμός. Ένα μεγάλο κομμάτι τσιμέντου αποκολλήθηκε από το ταβάνι και με χτύπησε στο κεφάλι. Άκουσα ουρλιαχτά παιδιών. Ύστερα… έχω την υπόνοια πως σηκώθηκα, και με κάποια δυσκολία κατέβηκα στο ισόγειο. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Ή, μάλλον, θα άλλαζαν. Το ήξερα. Κι όμως, επέμενα.

 Στην εξώπορτα του φροντιστηρίου με περίμενε ο δάσκαλος της δημιουργικής γραφής. Απέφυγα να του δώσω το χέρι – με κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα που περιμένεις όταν κάποιος ετοιμάζεται να σχολιάσει ένα κοινό, ανθρώπινο δράμα.

«Έγινε σεισμός», του είπα. «Τον κατάλαβες;»

Έβγαλε μια παράξενη, δυνατή φωνή. Κι όμως, δεν κατάφερα να ξεχωρίσω καμία λέξη.

Ήθελα να του πω πως η τέχνη της γραφής δεν διδάσκεται. Αλλά ήξερα: αν το έλεγα, θα τον έφερνα ακόμη πιο κοντά μου. Τον παρατήρησα για πρώτη φορά. Τι παράξενα οστά… Ένα πρόσωπο γεμάτο εξογκώματα και γωνίες. Μια μύτη υπερβολικά σουβλερή.

«Η εισαγωγή σου», μου είπε, «είναι για κλάματα. Το αίμα σου πάγωσε στις φλέβες;»

Η τέχνη της γραφής δεν διδάσκεται – ξαναπέρασε από το μυαλό μου. Μα αντί γι’ αυτό, επανέλαβα:

«Τον σεισμό τον κατάλαβες;»

Σήκωσα το βλέμμα. Τα μάτια του είχαν χαμηλώσει.

«Μια ακόμη κοινοτοπία», μου είπε.


Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Ω, Θεέ μου…δεν ήμουν έτσι το πρωί (Διήγημα-1ο μέρος) Ασκήσεις ύφους

Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Από την κουζίνα ερχόταν η φωνή ενός παιδιού που τραγουδούσε. Οι πρώτες στάλες της βροχής έπεσαν στο κεφάλι μου. Προσπέρασα αθόρυβα το κατώφλι και ρώτησα χαμηλόφωνα:
«Είναι κανείς εδώ;»
Καμιά απόκριση. Ακόμα και η παιδική φωνή σίγησε απότομα.
Κοίταξα το πρόσωπό μου σ’ έναν σκονισμένο καθρέφτη. Τι ήταν αυτές οι άχρωμες κηλίδες κάτω από τα μάτια μου; Ω, Θεέ μου... δεν ήμουν έτσι το πρωί. Το δέρμα μου ρυτίδωνε και σούφρωνε γύρω τους.
Μια βροντή ξέσπασε  απότομα. Το αίμα μου πάγωσε στις φλέβες.

 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί

Κριτική
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί
του Τομ Στόπαρντ
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»



 Ποιο είναι το σκοτεινό μυστικό που βασανίζει την ψυχή του πρίγκιπα Άμλετ; Ο βασιλιάς Κλαύδιος επιστρατεύει δύο παλιούς συμφοιτητές του Άμλετ, τον Ρόζενγκραντζ και τον Γκίλντενστερν, για να το αποκαλύψουν. Ο τρόπος; Οι παλιές φοιτητικές συνήθειες, οι ξέφρενες διασκεδάσεις και οι αχαλίνωτες κραιπάλες. Στόχος τους, να αποσπάσουν σιγά σιγά την αλήθεια από τον πρίγκιπα. Είναι όμως ο Άμλετ πράγματι ένας άντρας με μυστικά, ή απλώς ακόμη ένα θύμα της άρρωστης αυλής της Δανιμαρκίας;

 Ο Κλαύδιος, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια. Θέλοντας να απαλλαγεί από τον επικίνδυνο και ολοένα πιο ενοχλητικό πρίγκιπα, στέλνει τους δύο φαινομενικά αθώους αυλικούς να τον συνοδεύσουν στην Αγγλία, κρατώντας ένα σφραγισμένο γράμμα που διατάσσει την άμεση εκτέλεσή του. Ο Άμλετ αντιλαμβάνεται τη δολοπλοκία, αντικαθιστά το γράμμα με ένα άλλο, στο οποίο ζητά την εκτέλεση των ίδιων των αυλικών. Λίγες μέρες αργότερα, ο Άγγλος πρέσβης εισέρχεται αιφνιδιαστικά στο παλάτι για να ανακοινώσει τον θάνατο των δύο.

 Το ευφυές και πολυεπίπεδο έργο του Τομ Στόπαρντ μετατρέπει ο Στάθης Λιβαθινός σε μια ενδιαφέρουσα τραγική φάρσα. Πρωταγωνιστές, δύο σεξπηρικοί ήρωες του περιθωρίου, που αναδύονται στο φως μόνο για να γνωρίσουν τον άδικο και τραγικό τους θάνατο — προσφορά στο αδηφάγο βλέμμα του κοινού.Απομονώνοντας και φέρνοντας στο προσκήνιο το δευτερεύον αυτό δίδυμο από τον «Άμλετ», ο Στόπαρντ συνθέτει ένα ιδιοφυές έργο για την εξουσία: μια εξουσία που αρέσκεται να καταπίνει τους ανώνυμους, τους αδύναμους, εκείνους που δεν έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την ιστορία — παρά μόνο να αφανιστούν από αυτήν.

 Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, ευρηματική και πολυσύνθετη, ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στην κωμικότητα και την τραγικότητα της ύπαρξης. Συνδυάζοντας διαφορετικά θεατρικά είδη, δημιουργεί μια παράσταση υψηλής αισθητικής, από την οποία αναδύονται εξαιρετικές ερμηνείες, αποτέλεσμα συλλογικής και επιμελούς δουλειάς. Η προδιαγεγραμμένη πορεία των δύο ανυποψίαστων αντιηρώων του Σέξπηρ προς το θάνατο συνοδεύεται από τη ζωντανά εκτελεσμένη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.


Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Ταξιδιάρες Πηνελόπες

Κορίτσια είστε ελεύθερες, χαρείτε τη ζωή σας

κι αν κάποιοι υποψιάζεστε πως ξέμπαρκες σας λένε

δεν έχουν την ταυτότητα δεν έχουν την ψυχή σας

χαρείτε την παρέα σας κι αφήστε τους να κλαίνε

 

Μη νοιώθετε απομόνωση, πιαστείτε χέρι χέρι

μονάχες ταξιδεύετε και είναι τόσο ωραία

μη νοιώθετε υποχρέωση να βρείτε κάποιο ταίρι

αν νοιώθετε ελεύθερες, θα βρείτε μια παρέα

 

Ο Οδυσσέας γύρισε σαν χόρτασε την πλάση

αφήστε του τον αργαλειό και πιάστε το ταξίδι

κανένας ταξιδιώτης δεν γνωρίζει τι έχει χάσει

καμία ταξιδιώτισσα μια φίλη δεν προδίδει