Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Ο μικρός αντίπαλος (Χρονογράφημα)

Όταν πρωτοξεκίνησε να πηγαίνει στο καφενείο, ήταν ένας νέος συνταξιούχος με την καλύτερη σύνταξη από όλους. Κάποιοι από τους θαμώνες – που αργότερα έγιναν η παρέα του – ήταν σίγουροι πως τον είχαν δει στην τηλεόραση. Είχε άλλωστε ασχοληθεί με τα κοινά για πολλά χρόνια, με μια πολιτική δράση που όμως είχε περάσει απαρατήρητη.
Ο ίδιος ήταν άνθρωπος συνετός και μετρημένος. Δεν περιαυτολογούσε, ούτε επεδείκνυε τα επιτεύγματά του.
 Έπειτα όμως από μερικά χρόνια, όλα αυτά είχαν ξεχαστεί. Όπως οι άνθρωποι στα καφενεία σιγά σιγά ομογενοποιούνται και σταματούν να ασχολούνται ο ένας με τον άλλον, έτσι κι εκείνος άρχισε να ξεχνάει ποιος υπήρξε. Είχε πλέον πλήρως ενσωματωθεί στην κουλτούρα των υπολοίπων. Η υψηλή του σύνταξη δεν είχε πια σημασία, και τα επιτεύγματα μιας ολόκληρης ζωής είχαν γίνει τόσο αδιάφορα για όλους, που άρχισαν να ξεθωριάζουν και για τον ίδιο.
Αυτό που είχε πλέον σημασία ήταν η κατάταξή του στην άτυπη ιεραρχία της πρέφας.
– Εχθές έπαιξα χαρτιά με τον Θανάση, είπε κάποτε σ’ έναν συνομίληκό του.
– Ποιον Θανάση, βρε; Πού να τον φτάσεις εσύ τον Θανάση;
Και τότε άρχισε, κρυφά, στις ονειροπολήσεις του, να βλέπει τον εαυτό του στη θέση του Θανάση. Εκείνου που όλοι θαύμαζαν, που μιλούσαν γι’ αυτόν όταν έλειπε. Κι έλεγε την πρώτη «καλημέρα» στον Θανάση σαν να ήταν το μεγάλο του ίνδαλμα. Και, κάπου κάπου, όταν ο Θανάσης τους τσάκιζε όλους στην πρέφα, τον έπιανε να ζηλεύει όπως δεν είχε ζηλέψει ποτέ στο παρελθόν.
– Εγώ ήμουν μεγαλοστέλεχος στο Υπουργείο Ανάπτυξης, έλεγε μέσα του. Ήμουν στον κύκλο πολιτικών κι άλλων αξιωματούχων. Έκανα μια μικρή περιουσία, έχω δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια...
Ενώ εκείνος – ο Θανάσης – το κρυφό του ίνδαλμα, σπάνια δούλεψε στη ζωή του. Ό,τι δουλειές έκανε ήταν του ποδαριού: μια από δω, μια από κει. Ούτε παντρεύτηκε, ούτε καν σύνταξη δεν πήρε. Τον τρέφει τώρα το κράτος ως άπορο.
Τα σκεφτόταν και ντρεπόταν για τον εαυτό του.
Τι σου έχει κάνει; έλεγε στον εαυτό του. Επειδή είναι αστέρι στην πρέφα;
– Εχθές έπαιξα πάλι χαρτιά με τον Θανάση, είπε μια άλλη φορά σ’ έναν άλλον θαμώνα.
– Με ποιον Θανάση έπαιξες, βρε χαζούλιακα; του είπε ένας πιωμένος.
Δεν πληγωνόταν όμως καθόλου. Ήταν πειθαρχημένος και είχε πλήρη συνείδηση πως τώρα αυτός ήταν ο κόσμος του. Αυτή ήταν η κοινωνία του. Κι εδώ έπρεπε να αυτοπροσδιοριστεί για να έχει μια παρέα στη ζωή του.
  Κι όταν μια μέρα έμαθε ότι ο Θανάσης, εντελώς ξαφνικά, πέθανε, ένιωσε το αίμα του να παγώνει.
Στην κηδεία του δεν πήγε, γιατί κανείς δεν τον είχε προσκαλέσει. Όταν όμως έμαθε αργότερα ότι κανένας δεν είχε προσκληθεί – επειδή ο Θανάσης δεν είχε κανέναν στη ζωή του – ένιωσε ντροπή για τη μικροαστική του νοοτροπία. Και τότε αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει ποτέ σε εκείνο το καφενείο.
  Έτσι, άρχισε να δίνει περισσότερο χρόνο στα εγγόνια του, και πού και πού να πηγαίνει στο ΚΑΠΗ, όπου έβρισκε κάποιους υπερήλικες που τους τσάκιζε στην πρέφα κάθε φορά που τους συναντούσε. Όμως δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει τον σεβασμό τους όπως ο Θανάσης.
Και κάθε νίκη χωρίς σεβασμό, είναι νίκη χωρίς αντίκρισμα.

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Greek metaverse (Comic Strip Vignette ) #47

MAN 1: Finally, a man in our club! Welcome.
MAN 2: Glad to be here.
MAN 1: I was tired of hearing only about nails, eyelashes, and hair.
MAN 2: I understand.
MAN 1: It's about time we had some proper man talk!
MAN 2: Absolutely.
MAN 1: By the way, your waxing looks amazing!
What cream do you use?