Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

ΞΑΝΘΟΝ ΠΙΕΣΤΡΟΝ-Ο ΣΙΣΥΦΟΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠ’ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ...ΒΡΗΚΕ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ!

Ο ΣΙΣΥΦΟΣ
Η ιστορία του Σισύφου είναι η ιστορία του ανθρώπου που με έξυπνα τεχνάσματα ξεγελάει τον Πλούτωνα, το Θεό του κάτω κόσμου και επιστρέφει πάλι στη ζωή. Ας δούμε, όμως, πώς κατέγραψε την ιστορία του το «Ξανθόν Πίεστρον» εκείνων των ημερών.
«Γιατί οι άνθρωποι δε μου προσφέρουν πλέον αρκετές θυσίες;», αναρωτήθηκε φωναχτά ο Πλούτωνας, αναζητώντας τις αιτίες που συνιστούσαν το πρόβλημα της πληγωμένης ματαιοδοξίας του.

Ο ΣΙΣΥΦΟΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠ’ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
ΚΑΙ...ΒΡΗΚΕ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ!

«Με ξέχασαν μήπως; Δε με φοβούνται πλέον; Τί ακριβώς συμβαίνει;»
Όταν ένα πρωινό από εκείνα τα σκοτεινά πρωινά που ξημερώνουν στα απόκρημνα φαράγγια του ομιχλώδη Άδη, στα οποία όλοι θα περιηγηθούμε κάποια φορά, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Σίσυφος, ένας άνθρωπος για τον οποίο είχε ακούσει τόσα καλά όσα και άσχημα, αναστατώθηκε από το θράσος του θνητού να παρουσιαστεί έτσι απρόσκλητος εμπρός του με μια ηρεμία ελεγχόμενης αυταρέσκειας και ένα χαμόγελο ανυποψίαστης παντογνωσίας και να του πει σχεδόν αφοπλιστικά ότι γνωρίζει την απάντηση στο ζήτημα που τον απασχολεί. Όταν ο Πλούτωνας διέταξε τους φρουρούς του να μαστιγώσουν τον είρωνα θνητό με δύο φλογισμένα μαστίγια, τους διευκρίνησε ότι αυτό έπρεπε να το κάνουν μέχρι του σημείου εκείνου που ο άνδρας θα μπορούσε να μιλήσει, γιατί ήθελε να μάθει διακαώς τί γνώριζε εκείνος σχετικά με την προσβλητική αδιαφορία των ανθρώπων.
«Φέρτε τον ξανά εδώ», διέταξε τους φρουρούς του και εκείνοι “κάθισαν” το Σίσυφο σ΄ένα σκαμνάκι μπροστά στο θεό. Ο Πλούτωνας σκέφθηκε τότε ότι θα έπρεπε να τον καλοπιάσει λίγο γιατί οι εποχές αλλάξαν και οι άνθρωποι αν πείσμωναν για κάτι το πετύχαιναν.
«Πες μου λίγα λόγια για σένα», του αποκρίθηκε φιλικά και σίγουρα μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που έδωσε το βήμα στο Σίσυφο να μιλήσει για τον εαυτό του. Όταν ο Σίσυφος ξεκίνησε την περιγραφή του εγωισμού του με τη φράση «είμαι ο γιος του θεού Αιόλου» σα να ήταν και το μοναδικό ανεμοσκόρπισμα του θεού, στηλώθηκε στο απελπιστικά μικροσκοπικό σκαμνάκι του και ο Πλούτωνας του απάντησε διπλωματικά:
«Γιατί δε μου το είπες βρε παιδάκι μου; Τί κάνει ο παλιός μου φίλος; Χε, χε, χε. Εσύ πώς και δεν ακολούθησες την καριέρα του πατέρα σου;», προσπαθώντας να μαλακώσει τη θυμωμένη σιωπή του νεαρού.
Και του είπε την ιστορία του ο Σίσυφος όσο πιο αδρομερώς (που πάει να πει σε χοντρές γραμμές) μπορούσε, μια αφήγηση που κράτησε τέσσερις ημέρες και δεκαέξι ώρες μεταφρασμένες σε ατελείωτα βράδια, όταν ο θεός κατάλαβε πως ο πονηρός ετούτος άνθρωπος, αυτό που είναι να πει θα το πει, μη λογαριάζοντας την, απίθανη για τον ίδιο, πιθανότητα ο ακροατής του να κουράστηκε από το χειμαρώδη εγωκεντρισμό του.
Ο θανατικός ανταποκριτής μας αναφέρει εκτός των άλλων από τον Άδη τα εξής περιστατικά από την περιπέτεια του Σισύφου. Σας υπενθυμίζουμε μόνο ότι οποιαδήποτε υπερβολή παραμένει αδιασταύρωτη καθώς οι μοναδικοί μάρτυρες των γεγονότων που σας περιγράφουμε αποτελούν οι πρωταγωνιστές αυτών και απολείπει των συμβάντων, όπως αδιαλείπτως συμβαίνει στις ημέρες μας, κάποιο τρίτο πρόσωπο του οποίου η μαρτυρία, ως απρόσκλητου παρατηρητή, θα άξιζε όσο χίλιες λέξεις. Η εφημερίδα λοιπόν δε φέρει καμίαν ευθύνη πέραν αυτής που της αναλογεί για τη δημοσίευση των παρακάτω γεγονότων, συνιστώντας δε τους γονείς να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά από αυτό το άρθρο.
Ο Σίσυφος λοιπόν, εξόδευε τον ελεύθερό του χρόνο, που δεν ήτανε και λίγος, παρατηρώντας από έναν ψηλό βράχο στην Ακροκόρινθο οποιοδήποτε πλάσμα θεϊκό ή ανθρώπινο είχε την ατυχή έμπνευση να πράττει οτιδήποτε πικάντικο στην ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας. Είχε τη φήμη ενόςανθρώπου μορφωμένου, μα η παρεξηγήσιμη συνήθειά του να παρακολουθεί οτιδήποτε συνέβαινε γύρω του μ’ ένα πάθος σχεδόν νευρωτικό, θα μπορούσε κάλλιστα να του αποδώσει στους επόμενους αιώνες τον τίτλο του θεού της αδιακρισίας. Όμως ειλικρινά πιστεύω πως ο λόγος για τον οποίο ο Σίσυφος θα μείνει στην ιστορία, θα είναι υπερτιμητικός γι αυτόν, επειδή κατάφερε αν μή τι άλλο κάτι,πρωτοφανές και ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Από το παρατηρητήριό του λοιπόν, είδε ένα πρωί το Δία να αρπάζει την πανέμορφη Αίγινα, την κόρη του θεού των ποταμών, Ασωπού. Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να παρατηρήσω πως ο Δίας φαίνεται ότι παράτησε το υποτιμητικό τέχνασμα των μεταμορφώσεων και για μία ακόμη φορά αποκαλύπτεται πως διαβάζει αδιαλείπτως την αρθρογραφία μας, όπως άλλωστε ανέφεραν και οι πληροφορίες από τον ανταποκριτή μας στο συνομωτικό ρεπορτάζ του Ολύμπου.
Ένα πρωί λοιπόν, ο Ασωπός παρουσιάστηκε αποκαμωμένος μπροστά στο Σίσυφο και του εκμυστηρεύτηκε την εξαφάνιση της μοναχοκόρης του και την αναντίρρητη συμβουλή των συμπολιτών του να αποτανθεί σ’ εκείνον γιατί εκείνος θα ήξερε. Ο Σίσυφος δεν προσβλήθηκε ιδιαίτερα, αναρωτήθηκε όμως τί θα συνέβαινε αν πρόδιδε το Δία και η απάντηση «δεν ξέρω» φαινόταν να υπερισχύει οριακά στη συνείδησή του έναντι της υπαρξιακής του ανάγκης να αποκαλύπτει τα μυστικά των άλλων. Όταν αρνήθηκε ότι γνωρίζει οτιδήποτε σχετικά με αυτό το θέμα, ο Ασωπός του υποσχέθηκε ένα μεγάλο δώρο κι όταν εκείνος ρώτησε «τί δώρο;», είχε προδοθεί αρκετά, ώστε ο γερασμένος θεός των ποταμών να υποψιαστεί πως το μεγαλύτερο δώρο για το Σίσυφο θα ήταν ακριβώς να του δοθεί η δυνατότητα να ρουφιανέψει τον ενορχηστρωτή της τραγωδίας του. Σήκωσε λοιπόν έναν βράχο ο Ασωπός κι από τη ρίζα του ξεπήδησε γάργαρο νερό και ο Σίσυφος που είχε ξεχάσει εκείνη τη μέρα το παγούρι του σκέφθηκε πως ένα τέτοιο δώρο συν την ευκαιρία για ρουφιάνεμα, την πράξη δηλαδή για την χαρά της πράξης, άξιζε το τίμημα της αντιμετώπισης της οργής του Δία.
Όταν ο Δίας έμαθε ποιός τον πρόδωσε, ρωτώντας, όπως λένε οι πληροφορίες μας, έναν τυχαίο κάτοικο της Κορίνθου, διέταξε έξω φρενών τον Άρη να στείλει το θάνατο για να πάρει την ψυχή του Σισύφου και να την οδηγήσει στον Άδη με την εξευτελιστική δικαιολογία ενός συναχιού. Ο Σίσυφος όμως, και αυτό αποτελεί την αποκλειστικότητα που σας υποσχεθήκαμε, κατάφερε να ξεγελάσει το θάνατο και να τον δέσει χειροπόδαρα, προκαλώντας έναν προσωρινό ενθουσιασμό στους Αθηναίους γέροντες (35-45 χρονών) μέχρις να αναγκάσει τον ‘Αρη να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει ο ίδιος στον κάτω κόσμο. Προτού όμως γίνει αυτό έπεισε τον “ευαίσθητο” θεό του πολέμου να του δώσει λίγα λεπτά ακόμη για να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του. Είπε λοιπόν ο Σίσυφος στη γυναίκα του πως, αν ήθελε να τον ξαναδεί, θα έπρεπε από σήμερα και μπρος να πάψει η ίδια αλλά και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής να θυσιάζουνε στο όνομα του θεού Πλούτωνα. Και η ερωτευμένη γυναίκα έκανε ακριβώς αυτό που της είπε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Οι δημοσκοπήσεις για μια ακόμη φορά έφερναν το θεό Πλούτωνα τελευταίο στις θυσίες, χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν αποφάσισε να στείλει το Σίσσυφο πίσω στους ζωντανούς, με την προϋπόθεση πως θα άλλαζε την αρνητική πολιτική συγκυρία υπέρ του. Ο Δίας όμως, μετά από αυτήν τη σύντομη έκφραση εσωκομματικής αντιπολίτευσης, αποφάσισε να πάρει κεφάλια, προαναγγέλοντας σαρωτικό ανασχηματισμό, με το ιστορικό πρόσχημα της καταπολέμησης της διαφθοράς στην κοινωνική ζωή και στον κοινωνικό θάνατο της χώρας. Ακόμη, απαγόρευσε, ως αντικαθεστωτική, την προαναγγελθείσα συγκέντρωση των διακορευθέντων, από τον ίδιο, γυναικών για να αποφευχθεί όπως ανέφερε η ανακοίνωση, ένα ακόμα κυκλοφοριακό κομφούζιο εις το κέντρο των Αθηνών. Τέλος προσέλαβε το Σίσυφο, κρίνοντας ότι ένας άνθρωπος τόσο αδιευκρίνιστης ηθικής, θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος και τον πρότεινε-όρισε γενικό γραμματέα του συμβουλίου των θεών, υπεύθυνο πολιτικής προπαγάνδας και αντιμετώπισης των σκανδάλων δια της μεθόδου αποκαλύψεως παραπλεύρων ή προγενεστέρων σκανδάλων των αντιπάλων κατηγόρων, επικοινωνιακό συνθηματοποιό και προσωπικό νομικό σύμβουλο σε ζητήματα αναξιοποίητων ερωμένων και απροστάτευτων πατέρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου