Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

INGLOURIUS BASTERDS (ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)


ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ: Eίναι μια περίπτωση σκηνοθέτη ο Ταραντίνο, εξαιρετικά ιδιόμορφη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η κατηγορία στην οποία ανήκει, ούτε μπορεί να οριοθετηθεί επακριβώς, αλλά ούτε πιθανότατα είναι υπαρκτή. Έτσι, ένας σκηνοθέτης που δεν χωρά σε λίστες και είδη και έχει μόνο να φροντίσει για το έργο που θα συνθέσει, διατηρεί ακόμα ένα υποτιθέμενο επίπεδο ελεύθερης δημιουργικής έκφρασης. Δεν έχει να επιβεβαιώσει τίποτα, αλλά ούτε και να διαψεύσει. Άλλωστε και ο ίδιος με περίσσια μετριοφροσύνη αναγνωρίζει ότι το πολύτιμο μέταλλο του ταλέντου του βρίσκεται κυρίως στη σεναριογραφία όταν σε μια εξομολογητική κατάθεση παραδέχεται ότι προτιμάει να λαμπρύνει την υστεροφημία του ο τίτλος του σημαντικού σεναριογράφου, από εκείνον του μεγάλου σκηνοθέτη. Μοιάζει όμως ετούτη η δήλωσή του την οποία καταθέτει αβίαστα όπως ακριβώς ρέει ο νευρώδης λόγος του, στις καλοφροντισμένες σελίδες των έργων του, και στις εκρηκτικές συνεντεύξεις του, με μια ανεπιτήδευτα μεθοδευμένη προσπάθεια ενός ιδιόμορφου δημιουργού να ξεγλιστρήσει από τα πλοκάμια του συστήματος που θέλει να τον τοποθετήσει μια φορά και καλή σ ένα θρόνο εξάρτησης από την καλά τεκμηριωμένη «λόγια» κουβέντα για να του επικρεμάσει μια ταμπέλα, που θα τον ακολουθεί σ όλη του τη ζωή και το έργο. Όμως, ο Ταραντίνο θέλοντας να εργαστεί αναπόσταστα χωρίς να χρειαστεί να διαπραγματευτεί τους αυτοσχέδιους κώδικες του προσωπικού του αυθορμητισμού, και θέλοντας να ξεγλιστρήσει από τις παγίδες, έχει μόνο μια επιλογή. Να αιφνιδιάσει. Έτσι, μη διαθέτοντας τη στόφα του ακαδημαϊκού, του μορφωμένου, καλλιτέχνη, του διανοούμενου με τον οποίο συνηθίζουν να τον συγκρίνουν, ξεπερνάει πέραν πάσης αμφιβολίας το γεγονός ότι η σύγκριση που του επιφυλάσσει η κριτική με τους μεγάλους δημιουργούς του κινηματογράφου τον στρεσάρει σε βαθμό που να επιδιώκει εν είδει άμυνας να υποβαθμίσει το ρόλο του σκηνοθέτη έναντι εκείνου του σεναριογράφου. Προκειμένου τελικά να φέρει το παιχνίδι και τη συζήτηση στο τερέν που αισθάνεται πιο άνετος και έτοιμος να μιλήσει, ελλείψει ισομεγέθους αντιπάλου. Το «Inglourius Basterds» ωστόσο έρχεται για να προσθέσει πόντους θεωρώ και στην σκηνοθετική του αυτοεκτίμηση. Ιδωμένο, από καθαρά φορμαλιστική σκοπιά, το φιλμ αντανακλά αρετές ενός βαθιά καλλιεργημένου σκηνοθέτη με έλεγχο του αντικειμένου και βαθιά γνώση των εκφραστικών του μέσων, άσχετα αν αυτή η εντύπωση επιτυγχάνεται μές από μια πιο φυσιολογική και καθημερινή ωρίμανση του ταμπεραμέντου του. Ενός σκηνοθέτη που νιώθει πια έτοιμος να τολμήσει και να δώσει κάτι διαφορετικό από τα αναμενόμενα, χωρίς παράλληλα να απαρνηθεί τον εαυτό του και τις ιδιαίτερες κινηματογραφικές αξίες του. Εδώ, οι αδυσώπητες εξάρσεις, τα αβυσσαλέα ξεσπάσματα, οι φρενιτιώδεις ρυθμοί, τα ρυθμικά ανεβοκατεβάσματα και οι ξεσαλωμένες χορογραφίες που σαν ουρά μετεωριτών περιστρέφονται αδιατάραχτα στο φιλμικό σύμπαν του Ταραντίνο, ενσωματώνονται , σε μια δομή καθαρά μυθιστορηματική για να εξυπηρετήσουν την μετάβαση από την “pulp” αισθητική σε πιο ακαδημαϊκές φόρμες. Πάντα όμως λαϊκότροπες. Κατανοητές δηλαδή και από τον πλέον ανυποψίαστο. Υπακούοντας παράλληλα στη απαράβατη συνθήκη, ότι εξωραϊσμένη βία δεν νοείται, αλλά ούτε και επιθετικότητα απαλλαγμένη από ωμότητες, ο Ταραντίνο διαχέει στο έργο του στοχευμένες δόσεις «γελοιογραφημένης» βίας ξεπερνώντας με στυλ τις άναρθρες κραυγές των επικριτών του γύρω από τη στάση του να εξοικειώνει τους θεατές με τη συμβατική βία.
Τελικά, ο Ταραντίνο καταφέρνει να μας διαψεύσει όσους πιστεύαμε πως δεν είχε ούτε την διάθεσή, αλλά ούτε ίσως και τις προδιαγραφές για να ανατρέψει τις ξεκάθαρες και αδιαπραγμάτευτες προσδοκίες μας από εκείνον, πατώντας με σκωπτική υπερδιέγερση πάνω σε ένα θέμα που φάνταζε μέχρι πριν από λίγο καιρό εξαιρετικά ανεπίκαιρο και άστοχο. Το θέμα του που μοιάζει σήμερα τόσο γοητευτικά και πειστικά ατεκμηρίωτο, που σε ξαφνιάζει. Θεωρώ ότι αποτολμάει ένα θαρραλέο βήμα ο Ταραντίνο, πατώντας πάνω σ ένα βατήρα που σχηματίζεται από την αδιαπραγμάτευτη σταθερά του: την πηγαία, κοφτερή και αστραφτερή δύναμη των λέξεών του, που ρέουν σας χείμαρρος που δεν χορταίνεις ούτε να ακούς ούτε και να βλέπεις. Λέξεις που συμπυκνώνται σε συμπαγείς φράσεις σκηνοθετημένες όπως τις πρέπει. Με σεβασμό στο λόγο, τον ηθοποιό που τον εκφέρει, και τη φόρμα, ο Ταραντίνο, εντάσσει με αυτοπεποίθηση περισσότερα γενικά πλάνα στην «ποιητική» του και ανενδοίαστα κόβει τα φρέσκα ράμματα της πληγωμένης ιστορίας για να βάλει με θράσος παιδιού το βρώμικο δάχτυλό του στην αιμάσσουσα πληγή, ώστε να εξυπηρετήσει το συλλογικό ασυνείδητο, που ονειρεύεται, φορές φορές, να μπορούσε να δει προσωπικότητες όπως εκείνες των Χίτλερ και Γκαίμπελς να ουρλιάζουν σαν θηρία που ξεψυχούν παραδομένα στην ανημποριά και την μισότρελη ψευδο-θείωση τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου