Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

“Βουτηχτές” εκ πεποιθήσεως


Ίσως να μου διαφεύγει το ποια, όμως υποθέτω ότι δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, που οι ποδοσφαιριστές της να προσπαθούν με τόσους πολλούς αθέμιτους τρόπους να εκβιάσουν ένα σφύριγμα, προκείμενου να γείρουν την πλάστιγγα μιας αναμέτρησης προς την δική τους πλευρά. Μια συμπεριφορά που κάθε άλλο παρά ανδρεία και ρώμη περικλείει μέσα της και που το ευθέως ισοδύναμο της θα ήταν για παράδειγμα μια εσκεμμένη τρικλοποδιά επί ενός αθλητή στην αρχή ενός αγωνίσματος που θα γινόταν αποδεκτή με επιδοκιμασίες από το κοινό, στην Αρχαία Ελλάδα.
Αυτή η στάση λοιπόν από μόνη της καθιστά το ρόλο των Ελλήνων διαιτητών ιδιαίτερα δυσχερή, καθώς αυτοί δεν επωμίζονται μόνο την τυπική διεύθυνση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, αλλά και την ευθύνη να διακρίνουν ανά πάσα στιγμή την πρόθεση κάποιου να τους ξεγελάσει. Αν προσθέσει κανείς σ αυτά και τον εγγενή
φόβο τους απέναντι στην πιθανότητα να αδικήσουν κάποια από τα βροντόφωνα συμφέροντα του ποδοσφαίρου, γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέτοιο αδιέξοδο. Έτσι, φθάνουμε συνήθως στην τυπική μαύρη Δευτέρα του ελληνικού πρωταθλήματος όπου κάποιος διαιτητής θα έχει στηθεί στα ένδεκα μέτρα από τον Τύπο, τους οπαδούς και τους συλλόγους για τον καταλογισμό ενός ανύπαρκτου πέναλτι, χωρίς όμως κανείς να ασχολείται με την άνανδρη και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του ποδοσφαιριστή που “βουτάει”. Μια συμπεριφορά, η οποία στην Αγγλία για παράδειγμα θα κατακρινόταν από τους ίδιους τους συμπαίκτες του.

Τα πράγματα όμως και στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι δυνατόν να διαφέρουν από την κατάσταση που επικρατεί συνολικά στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι “βουτηχτές” λοιπόν των γηπέδων, συναντιούνται με διαφορετική ίσως κοψιά και κατατομή από την αγορά και το εμπόριο, μέχρι τις επιχειρήσεις και το δημόσιο τομέα, σε όλους συνοπτικά τους χώρους του δημόσιου βίου, όπου κάποιοι Έλληνες πολίτες επιχειρούν να καλύψουν με την κουτοπονηριά τους τις προσωπικές τους ανεπάρκειες. Από το φαντάρο που πιάστηκε να κοιμάται στη σκοπιά και κλαψουρίζει στην πρωινή αναφορά, μέχρι τον λοχαγό που φυλάει κατουρημένες ποδιές για να προαχθεί στη θέση πιθανότατα κάποιου άλλου συναδέλφου του και τους δημόσιους υπαλλήλους που βάζουν λυτούς και δεμένους για να κατακτήσουν μια ακόμα πιο καλά πληρωμένη και ανέμελη αργομισθία, οι Έλληνες χρησιμοποιούνε το πνευματικό δυναμικό τους για να ελιχθούν, και όχι για να δημιουργήσουν, παράγοντας δικαιολογίες, προφάσεις και προσχηματικές στρατηγικές.
Όσο λοιπόν δεν αναπτύσσουμε παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων στο χώρο της οικονομίας αλλά και δεξιοτεχνών παικτών στον χώρο του ποδοσφαίρου, το βούτηγμα προκειμένου να κερδίσουμε κάτι που δεν μας ανήκει θα εκπληρώνει το σκοπό που αγιάζει τα μέσα. Κι επειδή συνήθως οι ταλαντούχοι επαγγελματίες διαθέτουν και έναν διαφορετικό βαθμό ευθιξίας και αξιοπρέπειας, η ελληνική βιοτεχνία παραγωγής άτεχνων αμυντικογενών παικτών θα ενισχύει με την λειτουργία της τον φαύλο κύκλο της ποδοσφαιρικής ανυποληψίας.
Η ελληνική διαιτησία πράγματι συχνά είναι κάκιστη και έχει συνδιαμορφώσει με τον βρώμικο ρόλο που έχει διαδραματίσει κατά καιρούς σε μεγάλο βαθμό το σημερινό status quo στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όμως είναι απλώς ένα κομμάτι μιας ζοφερής πραγματικότητας που κανείς δεν θέλει να αλλάξει όσο εξυπηρετείται από αυτήν και τίποτα περισσότερο. Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι οι πιο νευραλγικές θέσεις της ελληνικής οικονομικής ζωής έχoυν σήμερα κατακλυστεί από τυπικούς κυνικούς επιχειρηματίες, που όχι μόνο δεν πιστεύουν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, αλλά και για τους ίδιους οι όποιες αλλαγές δεν έχουν κανένα πραγματικό νόημα μιας και οι ίδιοι έχουν «φτιαχτεί» από την υπάρχουσα κατάσταση. Δυστυχώς ο ίδιος αυτός κυνισμός έχει γίνει αποδεκτός και από τους πολίτες, που αδυνατούν να συλλάβουν το γεγονός ότι τα διδάγματα του Νικολό Μακιαβέλι αφορούσαν κυρίως στους ανθρώπους της εξουσίας και όχι τους ίδιους. To colpo grosso λοιπόν στο χώρο του ποδοσφαίρου βρίσκεται στο γεγονός ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι γεύονται ως προσωπικές τις νίκες κάποιων μεγάλων συμφερόντων. Γι αυτό και σκέφτονται όπως αυτοί, αποτελούν μικρογραφίες τους στην κοινωνία, στους χώρους εργασίας, στα καφενεία.
Έτσι, για μια πρόσκαιρη χαρά, ή μια ταπεινή έξαρση του προσωπικού τους γοήτρου, στρατιές ανθρώπων είναι έτοιμες να θυσιάσουν τόσο το αίσθημα δικαίου που έχει ανάγκη κάθε δημοκρατία για να εκπληρωθεί όσο και προσωπικά τους δικαιώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου