Με τα μάτια ψηλά στα αστέρια
περπατούσε στη μέση του δρόμου
την ανάγκη του έκανε πέρα
και τον σάκο του παίρνει επ ώμου
σκαλισμένα στη μαύρη την πέτρα
ήταν μία καρδιά και δυο βέλη
στα βλογιοκομμένα τα δέντρα
ένας άγγελος να βολοδέρνει
το μπλουζάκι του σκίστηκε άγρια
συρματόπλεγμα πέρα ως πέρα
παρκετίνη βρωμούν τα κελάρια
σε τρεις ώρες γεννιέται άλλη μέρα
γέρνει σ ένα βαρέλι, γλαρώνει
την ξερή, καφετιά γη κοιτάει
δεν τον παίρνει ο ύπνος ακόμη
μα ένα όνειρο ξύπνιο γυρνάει
σα το πνεύμα του ζώου που σβήνει
απ της γης το μακρύτατο νήμα
τον τροχό του δαγκώνει και φτύνει
στέγνια, δίψα και διάφανα κρίνα
τι να του δειξε ο άγγελος τάχα
μ ένα ιστιοφόρο πετάει
σπίθες, λέπια και βλέφαρα σάπια
σε πηγάδι με αίμα βουτάει
το πρωϊ ξαναβγαίνει στο ρέμα
δυο καρύδια στις τσέπες του σπάει
καστανιάς δυο λουλούδια πεσμένα
όταν χόρτασε κλάμα, αρχινάει
ίσκιους φτιάχνουν τα φρύδια που σμίγουν
και κοπάδια πουλιών τον τυλίγουν
μια μπαγιάτικη ροζ κουζινίλα
φτύνουν οι καμινάδες στα φύλλα
στ ουρανού τα τετράγωνα τα άδεια
ονειρεύεται αγάπες και χάδια
κι ας μη βρήκε ακόμα να φάει
τον χορταίνει στη γη να πατάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου