Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Οδοιπόρος

Με τα μάτια ψηλά στα αστέρια
περπατούσε στη μέση του δρόμου
την ανάγκη του έκανε πέρα
και τον σάκο του παίρνει επ ώμου

σκαλισμένα στη μαύρη την πέτρα
ήταν μία καρδιά και δυο βέλη
στα βλογιοκομμένα τα δέντρα
ένας άγγελος να βολοδέρνει

το μπλουζάκι του σκίστηκε άγρια
συρματόπλεγμα πέρα ως πέρα
παρκετίνη βρωμούν τα κελάρια
σε τρεις ώρες γεννιέται άλλη μέρα

γέρνει σ ένα βαρέλι, γλαρώνει
την ξερή, καφετιά γη κοιτάει
δεν τον παίρνει ο ύπνος ακόμη
μα ένα όνειρο ξύπνιο γυρνάει

σα το πνεύμα του ζώου που σβήνει
απ της γης το μακρύτατο νήμα
τον τροχό του δαγκώνει και φτύνει
στέγνια, δίψα και διάφανα κρίνα

τι να του δειξε ο άγγελος τάχα
μ ένα ιστιοφόρο πετάει
σπίθες, λέπια και βλέφαρα σάπια
σε πηγάδι με αίμα βουτάει

το πρωϊ ξαναβγαίνει στο ρέμα
δυο καρύδια στις τσέπες του σπάει
καστανιάς δυο λουλούδια πεσμένα
όταν χόρτασε κλάμα, αρχινάει

ίσκιους φτιάχνουν τα φρύδια που σμίγουν
και κοπάδια πουλιών τον τυλίγουν
μια μπαγιάτικη ροζ κουζινίλα
φτύνουν οι καμινάδες στα φύλλα

στ ουρανού τα τετράγωνα τα άδεια
ονειρεύεται αγάπες και χάδια
κι ας μη βρήκε ακόμα να φάει
τον χορταίνει στη γη να πατάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου