Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο από έρωτα!

Photo: Rene Magritte


Ο Τηλέμαχος είχε χάσει το απόγευμα προσπαθώντας να πείσει μια ώριμη γυναίκα, η οποία δούλευε στην υποδοχή ενός οίκου ανοχής, να τον ακολουθήσει, μετά τη βάρδιά της, για ένα καφέ. Εκείνη του αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντάς του ότι όχι μόνο είναι πενήντα χρονών και παντρεμένη , αλλά και για να διαλύσει τυχόν παρεξηγήσεις, δεν έχει υπάρξει ποτέ ούτε πόρνη, ούτε κάτι παρεμφερές,  αν και δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να συνεργάζεται με όλα αυτά τα κορίτσια.

 Ο Τηλέμαχος, που ήταν ένα παλικαράκι κοντά στα 23 όχι μόνο δεν παραιτήθηκε από το σχέδιό του , αλλά την επόμενη ημέρα επέστρεψε στον οίκο ανοχής και άκουγε κάπως κακόκεφα τη γοητευτική τσατσά να προσπαθεί να του απαριθμήσει τις χάρες της κοπέλας που θα έβγαινε σε λίγη ώρα από το δωμάτιο.

 -Μα εγώ δεν έρχομαι εδώ για κάποια από τις κοπέλες σας, της είπε ο Τηλέμαχος. Έρχομαι μόνο για εσάς. Μου αρέσετε πολύ και σας υπόσχομαι ότι αν πιούμε μαζί ένα καφέ  δε θα το μετανιώσετε ποτέ.

 Ύστερα έβγαλε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ήσυχο και κρυφό και το παρέδωσε στα χέρια της τσατσάς η οποία γέλασε με την ψυχή της και του είπε: -Φύγε από δω βρε τρελέ!

Την επόμενη ημέρα που ξαναπέρασε ο Τηλέμαχος η γυναίκα ήταν καθισμένη σε μια βιεννέζικη κουνιστή πολυθρόνα και οι κοπέλες λίγο νωρίτερα είχαν παρατηρήσει ότι είχε ισιώσει τα μαλλιά της με πραγματική φροντίδα και τόλμη.

-Λοιπόν, νεαρέ; Θα περάσεις σήμερα; του λέει και προσπαθεί να του απαριθμήσει ένα προς ένα τα προσόντα και τις χάρες της κοπέλας που δούλευε εκείνο το απόγευμα, αλλά μάταια, αφού ο νεαρός δεν ήθελε να ακούσει λέξη.

 -Ήρθα να σας δώσω αυτό και να φύγω, είπε ο Τηλέμαχος και της έδωσε, άλλο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Θα σας περιμένω όσο χρειαστεί, είπε και έφυγε.

Λίγο αργότερα η γυναίκα με το καθαρό ινδιάνικο βλέμμα της ακολουθούσε τις μηχανικές κινήσεις ενός ξεθυμασμένου πελάτη που αποχωρούσε από το δωμάτιο του πόθου σαν ακτίνα αόρατου φωτός, με τα μάτια του αδειανά από εικόνες και συναισθήματα ως τις πιο μακρινές γωνιές του σπιτιού.

 Έπειτα έλιωσε δυο ασπιρίνες στη σειρά για να την ανακουφίσουν από τον πονοκέφαλο και όπως έπαιρνε το ταξί της επιστροφής στο μυαλό της δεν αναγνώριζε τίποτα πέρα από μια σύγχυση που βασιζόταν σε μερικά ήπια συναισθήματα κολακείας και ταπείνωσης, βυθισμένα σε αρώματα πάνω σε αμπελώνες με πρωτόγονα φυτά και έντονα λουλούδια.


Ήταν πολύ όμορφη και για την ηλικία της και για κάθε ηλικία και πολύ πιο νέα από τον άντρα της, ένα ναυτικό ξεχασμένο εδώ και χρόνια από τη στεριά, και όχι μόνο συνέχισε να φοράει τα καλύτερα από τα καθημερινά ρούχα της γκαρνταρόμπας της για όλες τις ημέρες που ακολούθησαν, αλλά και άρχισε να παρατηρεί όλο και πιο προσεκτικά όλα τα παλιά μυστικά του αίματός της.

 Τα κόκκινα τριαντάφυλλα που την περίμεναν κάθε απόγευμα έγιναν δώδεκα και μετά δεκαέξι και είκοσι και άρχισε να τα βάζει  μέσα σε μια γαλάζια κανάτα, ώσπου κάποιες από τις κοπέλες, από τις πιο κακιασμένες δηλαδή, άρχισαν να παραπονούνται σχετικώς με το αν όλοι οι τροχοί της αμάξης εκεί μέσα έκαναν τη δουλειά τους καθώς έπρεπε.

 Για να τις δείξει, αποφάσισε την επόμενη κιόλας ημέρα, να βάλει ένα τέλος σ αυτή την παράλογη ιστορία και να δεχτεί τελικά την πρόσκληση του Τηλέμαχου, ώστε να πάνε για ένα καφέ, αλλά μέχρι εκεί, τίποτε παραπάνω.

 Ο Τηλέμαχος, όμως, δεν απάντησε αμέσως, όταν το επόμενο απόγευμα η τσατσά τον ρώτησε αν θέλει να περάσει στο δωμάτιο. Κι ούτε έβγαλε αυτή τη φορά κόκκινο τριαντάφυλλο από τα υγρά του χέρια. Μόνο της ζήτησε να του πει για τις υπηρεσίες που πρόσφερε η κοπέλα όσο πιο αναλυτικά μπορούσε.

Κι εκείνη το έκανε με μεγάλο επαγγελματισμό, έτσι ακριβώς όπως της το ζήτησε ο νεαρός, αλλά παρατήρησε ότι η εκφορά από το στόμα της μιας σειράς ερωτικών λέξεων και στάσεων αυτή τη φορά έπαιρνε ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, καθώς ένιωσε σα να μιλούσε λίγο για τον ίδιο τον εαυτό της , ενώ αυτή η στιγμιαία συστολή που ένιωσε μέσα της, της προξένησε  για πρώτη φορά  ένα παιχνιδιάρικο τυφλό σπινθήρα, που πηγαινοερχόταν σαν μικρό μπαλάκι ανάμεσα στα μέτωπά τους.

-Εντάξει, της είπε ο Τηλέμαχος, μόλις είδε την κοπέλα. Με πείσατε. Θα περάσω. Και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του.

Η τσατσά, κρατώντας στα χέρια της τα λεφτά του νεαρού άνδρα, γύρισε αμίλητη στο εσωτερικό δωμάτιο και άνοιξε τη μικρή τηλεόραση για να μην ακούει τα εξωφρενικά βογκητά της κοπέλας, που ήταν φημισμένη για το γεγονός ότι έκανε τους άνδρες να ξεχνούν ότι υποκρινότανε την ευχαρίστηση που ένιωθε.

 Είχε χρόνια και ζαμάνια να καπνίσει αλλά το ξαναθυμήθηκε, δεν ήταν δύσκολο.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο ο Τηλέμαχος έδειχνε πραγματικά ανακουφισμένος, ενώ εκείνη σα να είχε μαστιγωθεί μ ένα τσαμπί πορτοκάλια.

 Μετά ο νεαρός χάθηκε εντελώς από το σπίτι και μέχρι να μαραθεί και το τελευταίο κόκκινο τριαντάφυλλο, η καημένη η τσατσά τον περίμενε κάθε απόγευμα μήπως και τον δει να έρχεται για να κάνει την ψυχή της να πεταρίσει ξανά σαν ενός μικρού κοριτσιού μέσα σ ένα δάσος από μεθυσμένες πεταλούδες.

 Μια μέρα τον ξαναείδε από το παράθυρο να περνάει από το δρόμο αλλά ήταν πια σαφές ότι ο νεαρός κυνηγούσε κάποια νέα περιπέτεια με την ίδια άνεση που είχε εγκαταλείψει την προηγούμενη, λες και είχε φτερά και πετούσε ασυλλόγιστα από το ένα σοφό του παιχνίδι στο άλλο.

 Και τότε η γυναίκα αναρωτήθηκε για πρώτη και τελευταία φορά «από πότε άραγε της συμβαίνει όλο αυτό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου