Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Τα στοιχειωμένα γιαπιά της Θεσσαλονίκης

Χρονογράφημα. Μια εποχή, η πόλη μύριζε τσιμέντο και ασβέστη κι ο Έλληνας το απολάμβανε, γιατί μπροστά στο καυσαέριο ευωδίαζε σαν άνοιξη.. Κι ας αντιδρούσε καμιά φορά υστερικά στο σήκωμα ενός καινούργιου κτηρίου, που θα του έκοβε τη θέα, κι ας έχανε την ψυχραιμία του όταν τα απλωμένα σώβρακα κάποιου καινούργιου ιδιοκτήτη του έκρυβαν την εικόνα του λιμανιού. Ύστερα όταν θα έπαιρνε κι αυτός το διαμερισματάκι του από την αντιπαροχή  θα γινόταν άλλος άνθρωπος και συχνά  θα αδιαφορούσε  μπροστά στα  παράπονα κάποιου γείτονα που είχε ξεμείνει στην ακινησία της παλιάς του μονοκατοικίας.

 Μετά, το τσιμέντο κι ο ασβέστης άρχισαν να στεγνώνουν. Και τότε έβλεπες να διαμορφώνονται ολόκληρες σειρές από πανομοιότυπα κτήρια, τη μονοτονία των οποίων κάπου κάπου έσπαγε  κάποια αρχιτεκτονική παραφωνία που προκαλούσε περισσότερο θυμηδία παρά θαυμασμό. Την εποχή, λοιπόν, που δεκάδες λαμπροί επιστήμονες σπούδαζαν οικονομικά στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου  για να εφαρμόσουν έπειτα ως πολιτική το τρίπτυχο λιτότητα, υπερφορολόγηση, δανεισμός, κάποιοι αρχιτέκτονες συνάδελφοί τους ολοκλήρωναν λαμπρές σπουδές που οδηγούσαν στην υλοποίηση τσιμεντένιων  τερατογεννήσεων. Μια σειρά από παράδοξα μας  πήραν τότε από το χέρι και μας συνόδεψαν μέχρι  σήμερα.

Όμως, ας επιστρέψουμε στα κτήρια, γιατί  ακριβώς δίπλα σ αυτά τα μονότονα, καταθλιπτικά, οικοδομήματα  υψώνονταν συχνά και κάποια   που δεν κατάφεραν ποτέ να ολοκληρωθούν.
Σήμερα, λοιπόν, είκοσι και τριάντα χρόνια μετά μπορείς να δεις ακόμη στη Θεσσαλονίκη πολυόροφες οικοδομές που παρέμειναν γιαπιά. Μάλιστα, το θέαμα είναι τόσο κοινό που μοιάζει να περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Μια οικοδομή που χάσκει ανολοκλήρωτη για τόσα πολλά χρόνια, θα ήταν-υπό την πίεση και των γεγονότων- θέμα προς συζήτηση σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνία. Πόσω δε μάλλον  όταν πρόκειται για ένα τέτοιο μεγάλο αριθμό.. Στην πραγματικότητα , λοιπόν, η πόλη της Θεσσαλονίκης  είναι γεμάτη από τέτοια αφηρημένα κτήρια φαντάσματα, οικοδομικές σκιτσογραφίες, που δεν ησύχασε ποτέ η ψυχή τους.

 Μιλάμε για κτήρια, τα οποία ελλείψει ρευστού δεν κατάφεραν ποτέ να ολοκληρωθούν, αλλά  και κανένας δεν πήρε την απόφαση ή το κόστος της κατέδάφισής τους.  Που επιλέχθηκε να ζήσουν ανολοκλήρωτα και ημιτελή παρά να κατεδαφιστούν για να δημιουργήσουν από τα ερείπιά τους μια νέα αφετηρία. Μια ολόκληρη παραμυθένια πολιτεία γεμάτη  από τέτοια ανολοκλήρωτα  κτήρια, διάσπαρτα μέσα στον αστικό ιστό, που εμφανίζεται αποσπασματικά κάθε φορά που η κίνηση μας ακινητοποιεί σε ανύποπτα σημεία της πόλης και μας εξαναγκάζει να γίνουμε πιο παρατηρητικοί, λέει τη δική της ιστορία σε ώτα μη ακουόντων.

 Αλλά, στα πεζοδρόμια  της Θεσσαλονίκης της μεγάλης και έντονης οικονομικής κρίσης, τα στοιχειωμένα αυτά γιαπιά έχουν αποκτήσει εδώ και μερικά χρόνια, ορισμένους  πολύ  αξιόλογους συνομιλητές. Είναι κάτι ξιπασμένες πολυκατοικίες, απότοκα μιας εποχής  μεγάλων υπερβολών και παράλογων ανοιγμάτων, με περίτεχνες αρχιτεκτονικές, καμάρες και πλούσιες διακοσμήσεις, που έχουν μείνει χωρίς ιδιοκτήτες και ενοικιαστές με τη μυρωδιά του πρώτου ασβεστώματος και του αυθεντικού πρώτου χρώματος  των τοίχων να αναμειγνύονται με  μυρωδιές από κάτουρα αδέσποτων ζώων, κλεισούρας  και πρόωρης φθοράς.  Κάτι κτήρια που οι δημιουργοί τους τα μεγάλωσαν  με την ιδέα ότι κάποτε θα περνούσε μπροστά από τα «πόδια» τους το πιο σύγχρονο μετρό της Ευρώπης. Τελικά, μόνο οι ίδιες οι ζωντανές μαρτυρίες αυτής της  αισθητικής του ανολοκλήρωτου,  που φιλοξενεί πλήθος ιστορίες δανεικές από τη ζωή, μπορούν να μιλήσουν για λογαριασμό τους ως εικόνες και ντοκουμέντα
Μπορεί να συμβολίζουμε δαπάνες αχρείαστες και ύποπτες, λένε. Μεγάλες φιλοδοξίες ανθρώπων με ελάχιστες δυνάμεις. Κινήσεις απερισκεψίας, απουσία σχεδιασμού, και ποίησης, υλοποίηση ακατανόητων οραμάτων. Όμως, τουλάχιστον μένουμε ακόμη όρθιοι, μονολογούν μεταξύ τους. Τους ακούει κανείς;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου