Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Ο εξαιρετικά ανάρμοστος-λόγω διαφοράς ηλικίας-γι αυτό και τελικά ανεκπλήρωτος έρωτας μιας γριάς εξώπορτας για έναν κατά πολύ νεώτερο της άντρα

Painting: Barbara Felisky

Μια φορά κι ένα καιρό-πριν από μερικές εβδομάδες δηλαδή-ήταν μια πόρτα καθόλου μαγική. Αυτή η πόρτα, αφού πέρασε κοντά τρεις δεκαετίες να φυλάει την είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας τώρα έτριβε τα κουρασμένα και βρώμικα ελατήρια της κι άφηνε έναν βαθύ αναστεναγμό. Μετά τεντώθηκε κι έπειτα έχωσε καλά τη τζαμαρία της μέσα στις βρωμισμένες προθήκες της κι έκλεισε με πάταγο πίσω από την πλάτη ενός νοικοκύρη που δεν ενδιαφερόταν καθόλου γι αυτήν.
 Την άλλη μέρα, αυτή η πόρτα εκτέθηκε στα μάτια μερικών εργατών που έστρωναν απ το πρωϊ πίσσα στο δρόμο και τους κοίταζε σαστισμένη, χωρίς να τους ενοχλεί καθόλου. Ήταν εκείνη η ημέρα που ένας καθωσπρέπει κύριος, πενηντάρης, που πρέπει να ήταν μηχανικός ή εργολάβος μπήκε με διάθεση στην πολυκατοικία και άφησε πίσω του την καθόλου μαγική πόρτα να κτυπήσει με πάταγο. Μπαααμ.
-‘Έχω τους δικούς μου, που δε με λογαριάζουν καθόλου, τώρα έχω και τους ξένους σκέφτηκε η δύσμοιρη η πόρτα, που είχαν πάθει τα νεύρα της με όλα αυτά τα μπαμ και τα μπουμ. Η καημένη η πόρτα, έβλεπε όλο αυτό τον κόσμο να την χτυπάει πίσω του χωρίς να τη λογαριάζει καθόλου και κόντευε να αποτρελαθεί. Άραγε να υπήρχαν κέντρα ψυχικής υγείας, για πόρτες;
Ο καθωσπρέπει κύριος, λοιπόν, όταν, μετά, βγήκε από το σπίτι και άφησε τη γριά την πόρτα να χτυπήσει με δύναμη πίσω του μπήκε σ ένα υπέροχο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η κατοικία που ήθελε να νοικιάσει ή να αγοράσει ήταν στο δεύτερο όροφο και έμοιαζε με μικρή σουίτα ξενοδοχείου ή μάλλον με παλάτι, τόσο καλά επιπλωμένη που ήταν, αλλά παντού στην υπόλοιπη πολυκατοικία βασίλευαν θόρυβοι και ταραχές, σα να είχαν στρατοπεδεύσει εδώ όλα τα τρελοκομεία της γειτονιάς.
 Η γυναίκα του κυρίου, καλοντυμένη και στολισμένη με πολύτιμα κοσμήματα ήρθε μετά από λίγο για να εγκρίνει το σπίτι και ω! τι σύμπτωση, φυσικά άφησε πίσω της την πόρτα να κλείσει με πάταγο.
Κι οι γιοι της μόλις σχόλασαν από το σχολείο ειδοποιήθηκαν να έρθουν αμέσως στην πολυκατοικία αυτή και προσπαθώντας να ανοίξουν την εξώπορτα με τον ώμο τους, τελικά δεν τα κατάφεραν.
Με τις φωνές τους η ωραία γυαλιστερή μητέρα τους, κατέβηκε να τους ανοίξει την πόρτα και όλοι μαζί την άφησαν από πίσω τους να κλείσει με ένα μπαμ και όρμησαν σαν ζαρκαδάκια με τη μάνα τους στα σκαλοπάτια.
Κατά ένα περίεργο και αναπάντεχο τρόπο όμως η επόμενη ημέρα ήταν για την καταταλαιπωρημένη πόρτα αρκετά πιο ήρεμη. Επειδή αυτή η καινούργια οικογένεια θα ανέβαζε τα καινούργια της έπιπλα θα έβαζε μια σφήνα κάτω από την εξώπόρτα που θα την κρατούσε συνεχώς ανοιχτή.
Τώρα, η πόρτα, μπορούσε επιτέλους να ασχοληθεί  λιγάκι με τον εαυτό της χωρίς τα μπαμ και τα μπουμ της καθημερινότητας. Η αλήθεια είναι πως είχε πολλά χρόνια να νιώσει τέτοια ηρεμία. Μόνο κάποιο έπιπλο που θα της έδινε καμιά, που και που, θα μπορούσε να διέκοπτε τις αναπολήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Τώρα λοιπόν που είχε το χρόνο να θυμηθεί βιάστηκε να φέρει στη μνήμη της τον άντρα της.
Ο άντρας της ήταν ένας αρκετά εσωστρεφής εσωτερικός μηχανισμός επιβράδυνσης της ταχύτητας του κλεισίματός της, ο οποίος όσο ζούσε, δεν επέτρεπε σε κανένα να την τραντάζει με δύναμη πίσω του. Θυμάται ότι ολόκληρο το σώμα του άντρα της μοσχοβολούσε μιας και έκανε τουλάχιστον ένα μπάνιο με λάδι την εβδομάδα. Μάλιστα μετά το μπάνιο αρωματιζόταν επίσης με γράσο και με λίπος γι αυτό και μοσχομύριζαν μέχρι και οι βίδες του.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι τον άντρα της, άρα και την ίδια κατ επέκταση, τους φρόντιζε με ιδιαίτερη αγάπη ένας κύριος από την οικοδομή που είχε ένα σιδηρουργείο. Όταν, όμως, ο κύριος αυτός, που ήταν πολύ άρρωστος, πέθανε,  ολόκληρη η οικοδομή αφέθηκε στην τύχη της.
 Μετά ήρθε μία οικογένεια με κάτι τρελά παιδιά που κλωτσούσαν και τραβούσαν συνεχώς την πόρτα και ο άντρας της ο δύσμοιρος, ο μηχανισμός επιβράδυνσης δηλαδή, ένα βράδυ δεν άντεξε άλλο και πέθανε στον ύπνο του.
Η καημένη η πόρτα κατάλαβε ότι ο άντρας της είχε πεθάνει μόνο όταν είχε έρθει το πρωϊ που κάποιος την άνοιξε αρκετά περισσότερο απ ότι χρειαζόταν και ύστερα την άφησε να πέσει με δύναμη πάνω στους μεντεσέδες. Μπαααμ.

Μετά τον άντρα της, μονάχα ένας νεαρός της συμπαραστάθηκε. Ένας νεαρός που ήταν τόσο πολύ νέος που έμοιαζε σαν γιος της και την είχε λυπηθεί. Κι αν στην εμφάνιση εκείνος ο νεαρός φαινότανε κάπως σκληρός και ταλαιπωρημένος , με εκείνη ήταν πάντα πολύ τρυφερός. Ούτε μια φορά δεν την άφησε πίσω του να κλείσει με πάταγο. Ούτε μια φορά δεν πίεσε παραπάνω το κλειδί μέσα της. Όλες οι κινήσεις του έκρυβαν τρυφερότητα και στοργή. Είχε λάβει άραγε τα εισερχόμενα στοργής που τώρα έδειχνε στην ίδια;
Θυμήθηκε ακόμη ότι εκείνος ο νεαρός ήταν ο μόνος που εναντιώθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο να την πάντρευαν την χήρα την πόρτα μ έναν άλλο μηχανισμό επιβράδυνσης της κίνησή της.
Είχε πει τότε ότι  αυτός ο γάμος θα μπορούσε μεν να της ηρεμήσει κάπως τα νεύρα της, πλην όμως θα της προσέθετε άλλης φύσεως προβλήματα, διότι απ όσο γνώριζε σ αυτή την ηλικία κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος που τον άφηναν να ξαναπαντρευτεί. Βέβαια, η γριά πόρτα έβλεπε σε όλα αυτά και ένα προσωπικό ενδιαφέρον του νεαρού, αλλά δεν έκατσε ποτέ να το παραδεχτεί.
Την ώρα, λοιπόν, που  δύο εργάτες, αγωνίζονταν να μεταφέρουν ένα βαρύ έπιπλο στον δεύτερο όροφο, η καθόλου μαγική πόρτα αναπολούσε πότε το νεαρό και πότε τον άντρα της. Ίσως λίγο περισσότερο το νεαρό, θεός φυλάξει.
Φορούσε μια μεταξωτή μπλούζα με κοντά μανίκια είχε σγουρά μαλλιά και λεπτά χείλη. Όλο του το σώμα ανάδινε ένα πολύ δυνατό άρωμα. Στα μεγάλα του πόδια φορούσε ένα ωραίο ζευγάρι κρεμ παπούτσια, τα οποία μόλις οι ροδίτσες της τα έβλεπαν να ρίχνουν μια σκιά στο κεφαλόσκαλο δεν κρατιόντουσαν κι άρχιζαν να τρέμουν σύγκορμες και να κοιτάζουν χαζά.
Μετά, όμως, από αυτή την πρώτη λύπη της αγάπης η τύχη της πόρτας μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Στην αρχή ο νεαρός είχε κάνει ολόκληρες εβδομάδες για να δείξει σημεία ζωής. Παράλληλα, οι υπόλοιποι ένοικοι και ιδιοκτήτες γινόντουσαν όλο και πιο βίαιοι μαζί της. Μια φορά, την ώρα του φαγητού, ένα παιδάκι έριξε πάνω της ένα αβγό και τη λέκιασε. Μια άλλη φορά ένας παραμελημένος άντρας  της έδωσε μια κλωτσιά και της έσπασε την κλειδαριά. Ένας άλλος μεθυσμένος που τον είχανε κάνει πρόσφατα έξωση από την οικοδομή κατούρησε επάνω της. Τι ταπείνωση…
Η πόρτα αφού τα έβλεπε όλα αυτά μονολογούσε: «Δε θέλω πια να είμαι πόρτα εδώ. Με έχουν αφήσει ανασφάλιστη για μήνες, και όποιος θέλει με ανοίγει και μπαίνει μέσα και μετά με χτυπάει πίσω του με δύναμη.
 Ένα βράδυ , όμως, η γριά η πόρτα, είδε μια σκιά να προσπαθεί να την ανοίξει χωρίς να ξέρει ότι είναι ήδη ανοιχτή.
-Άνοιξε, άνοιξε, άνοιξε, της λέει  η σκιά τρέμοντας. Κι όταν μπαίνει μέσα την πιάνει την πόρτα απαλά και την αφήνει πια να κλείσει  μόνο όταν έχει φτάσει μια ανάσα από τους μεντεσέδες.

 Ακούγοντας, αυτά τα λόγια η πόρτα άρχισε να κλαίει. Ο νεαρός δεν την αγαπούσε γιατί είχαν μια μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά τι σημασία είχε, αφού ήταν και πάλι εδώ και την μεταχειριζόταν όπως θα είχε μεταχειριστεί κάθε κοπέλα που είχε ερωτευθεί.
Ξαφνικά τώρα νιώθει ότι άλλες δυο σκιές έχουν φτάσει μπροστά στο κεφαλόσκαλό της και χτυπούν με νευρικότητα τα θυροτηλέφωνα.
Είναι δύο αστυνομικοί που κυνηγούν τον νεαρό και η γριά η πόρτα που δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ και για κανένα λόγο, κάνει μια κίνηση που ακόμη δεν μπορεί να την εξηγήσει και κλειδώνεται αυτόματα.
Οι αστυνομικοί δεν μπορούν να ανοίξουν για να μπουν αλλά ούτε και οι ιδιοκτήτες που κατεβαίνουν για να τους ανοίξουν. Κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν μπορεί να ανοίξει μια πόρτα που είναι έτσι κι αλλιώς ανοιχτή μιας και είναι χαλασμένη. Το μυστήριο όμως δυναμώνει ακόμη περισσότερο όταν ορισμένοι από τους ιδιοκτήτες προσπαθούν να βάλουν τα κλειδιά τους μέσα στην κλειδαριά, αλλά αποτυγχάνουν.-Ούτε καν που μπαίνουν τα αναθεματισμένα τα κλειδιά.
 Σε λίγο φθάνει ένα περιπολικό από το οποίο κατεβαίνουν τρεις αστυνομικοί που έχουν φέρει τους καλύτερους κλειδαράδες της πόλης. Αλλά όταν βλέπουν ότι η πόρτα δεν ανοίγει ούτε με τα κλειδιά που κρατούσαν για τις πιο δύσκολες καταστάσεις αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν βία και να την σπάσουν την αναθεματισμένη .
Στη μέρα που είναι σήμερα, φίλοι μου, σας ορκίζομαι ότι τέσσερις σωματώδεις αστυνομικοί δεν κατάφεραν να την κάνουν ζάφτι τη γριά την εξώπορτα. Μετά από καμιά πενηνταριά προσπάθειες κάποιοι έβαζαν πάγο στον ώμο τους, ενώ κάποιοι άλλοι έπιαναν τα πλευρά τους και βλαστημούσαν.
Μετά έφτασε ένα άσπρο ασθενοφόρο και όλη η περιοχή αποκλείστηκε. Από τον ασύρματο ενός περιπολικού ακούστηκε πως ο καταζητούμενος πιθανότατα κρατάει ομήρους στην πολυκατοικία.
Ο νεαρός, όμως δεν ήταν τόσο κακός όσο πίστευαν οι αστυνομικοί. Ή για να είμαστε περισσότερο ακριβείς δεν ήθελε κανείς να πάθει οποιοδήποτε κακό.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μερικά ρούχα μέσα στη σάκα του και λίγα χρήματα και μετά ανέβηκε προς την ταράτσα και σιγά σιγά πηδώντας από τη μια πολυκατοικία στην άλλη βρέθηκε ένα τετράγωνο παραπέρα και διέφυγε σαν κύριος, τρόπος του λέγειν.

Όταν κατάλαβε πως ο αγαπημένος της είχε για τα καλά απομακρυνθεί η χαρά της καημένης της εξώπορτας ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε καν να αντιληφθεί τους πόνους από την εξάντληση και τα χτυπήματα που είχε δεχτεί.
Έτσι, σιγά σιγά άνοιξε από μόνη της και μόνο όταν είχαν ήδη φτάσει στον τόπο του δήθεν εγκλήματος ο αρχηγός της αστυνομίας και όλοι ανεξαιρέτως οι τηλεοπτικοί σταθμοί.
-Όμως, η πόρτα αυτή είναι ήδη ανοιχτή είπε ο αρχηγός της αστυνομίας και όλοι οι αστυνομικοί χαμήλωσαν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους, μη ξέροντας τι να πουν.
Τώρα η πόρτα είδε έναν από αυτούς να καθησυχάζει μια τρομαγμένη γυναίκα ενώ συγχρόνως κάποιος άλλος έδινε κατάθεση στον ανακριτή. Μετά από αυτό ο αρχηγός της αστυνομίας διέταξε τον οδηγό του να ξεκινήσει και έφυγαν αμέσως, ενώ ένας από τους ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας, μάλλον ο πιο τσιγκούνης απ όλους, είπε στους δημοσιογράφους μες στην καλή χαρά: Φτου φτου, μια χαρά είναι η πορτούλα μας, μετά από μια τέτοια ταλαιπωρία, μάλιστα. Και για να το επιβεβαιώσει την κλείνει πίσω του με τέτοιο πάταγο που τρόμαξαν ακόμη και οι ρεπόρτερ, Μπααααμ.

Αμέσως μετά την ξανανοίγει και λέει στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους-Μια χαρά είναι η πορτούλα μας, μια χαρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου