Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Το κωλοχώραφο

Δεν είμαι  βέβαιος 100%, αλλά νομίζω ότι ο μπάρμπα Κίτσος ο Βελουτέλας είχε αποκτήσει το κωλοχώραφό του κατά το μεγάλο αναδασμό το Δεκέμβρη του 1897. Ξέρω σίγουρα όμως ότι για πρώτη φορά μίλησε για την ύπαρξή του λίγο πριν πεθάνει, μπροστά στα παιδιά του. –Αγαπημένα μου παιδιά, αυτό το χωράφι είναι η μόνη περιουσία που σας αφήνω, είπε και έκλεισε τα μάτια του. Χαρτιά και επίσημες διαδικασίες για την απόκτηση περιουσίας δεν υπήρχαν τότε γι αυτό τα τρία παιδιά σφάχτηκαν μεταξύ τους για το ποιος θα αποκτούσε την πλήρη κυριότητα του χωραφιού, γιατί ήταν άλλο πράγμα  να κατέχεις μονάχα ένα στρέμμα του και άλλο  τρία.
 Τελικά το χωράφι πέρασε στα χέρια του Θαλή του Βελουτέλα του μεσαίου γιου του Κίτσου που ήταν χωροφύλακας και είχε περισσότερες άκρες από τα αδέλφια του. Δεν πήγε ποτέ όμως να το δει το χωράφι, επειδή πίστευε πως ήταν καταραμένο γι αυτό και όταν κάλεσε τα παιδιά του, λίγο πριν πεθάνει για να τους αποκαλύψει την ύπαρξή του, τους όρκισε να μην μαλώσουν ποτέ μεταξύ τους για μια περιουσία, διότι τελικά είχε καταλάβει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι το πιο ανεκτίμητο πράγμα που κουβαλάμε από τη ζωή μας στο θάνατο.
Αν και τα δύο του παιδιά υποσχέθηκαν ότι δεν πρόκειται να τσακωθούν για ένα χωράφι, η τελευταία φορά που φιλήθηκαν μεταξύ τους ήταν στην κηδεία του πατέρα τους.
Τις περιουσιακές τους διαφορές τις έλυσαν στα δικαστήρια, όπου ο νόμος κατοχύρωσε το χωράφι ως προίκα στην Αναστασία Βελουτέλα, η οποία από τότε μιλούσε με τον αδελφό της, το μοναδικό συγγενή που είχε δηλαδή, μόνο μέσω δικηγόρων.
Λίγο πριν πεθάνει η Αναστασία Βελουτέλα-Παγκαϊτη φώναξε τα τρία της παιδιά και τους αποκάλυψε ότι υπάρχει ένα χωράφι τρία στρέμματα, που περιμένει να περάσει στην ιδιοκτησία τους. Περισσότερες πληροφορίες δεν μπορούσε να τους δώσει γιατί δεν ήξερε κιόλας. Το χωράφι δεν το είχε δει ποτέ ούτε αυτή γιατί παρόλο που το είχε κερδίσει στα δικαστήρια και είχε μάλιστα χαρεί πολύ με τη νίκη της, πάντα μέσα της βασανιζόταν από φριχτές τύψεις και ενοχές.
-Εγώ θα το πάρω το χωράφι, είπε ο μεσαίος αδελφός.
-Γιατί να το πάρεις εσύ; Δεν πήρες ήδη αρκετά; Θα το πάρω εγώ, είπε η αδελφή
-Παιδιά μη μαλώνετε, το χωράφι θα το πάρω εγώ, που ξέρω και πώς να το αξιοποιήσω, είπε ο μεγάλος αδελφός που ήταν κτηματομεσίτης.
Κι όλα αυτά την ώρα που η μάνα τους ακόμα ψυχορραγούσε στο κρεβάτι του πόνου.
Όπως φαντάζεστε η διχόνοια μπήκε ανάμεσα και σ αυτά τα τρία αδέλφια, τα οποία είχαν δικαστικές αντιπαραθέσεις μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Το χωράφι τελικά το απέκτησε με νόμιμο τρόπο ο μεγάλος αδελφός, αφού πλήρωσε ένα αντίτιμο στα δύο του αδέλφια, τα οποία το θεώρησαν τελικά εξευτελιστικό γι αυτό και δεν του μίλησαν ποτέ ξανά στη ζωή τους.

Ο κτηματομεσίτης λοιπόν αφού πήρε το χωράφι το πούλησε αμέσως και μάλιστα  σε πολύ καλή τιμή , σε ένα νεοφερμένο δάσκαλο που το λαχτάριζε από τις ιστορίες που άκουγε γι αυτό από τους ντόπιους, και που ήθελε κάτι να αφήσει στα παιδιά του.
-Ρε μπαμπά, δεν πάμε να μας δείξεις εκείνο το χωράφι που αγόρασες; Του έλεγαν τα παιδιά του. Αλλά εκείνος βαριόταν. Εκεί είναι το χωράφι, δεν χάνεται, τους έλεγε.
Τα δύο αδέλφια μεγάλωναν με την ιδέα ενός μυθικού χωραφιού στο μυαλό τους κι από μικρά παιδιά μάλωναν για το ποιος θα το έπαιρνε. Μάλιστα, όταν έγιναν είκοσι ο ένας και εικοσιτρία ο άλλος ένιωθαν ήδη ότι είχαν πολλά πράγματα να μοιράσουν μεταξύ τους. Κι όταν πέθανε ο πατέρας τους η αντιπαράθεσή τους σε σχέση με το χωράφι δεν έγινε μόνο λεκτική ή δικαστική, αλλά έφτανε μέχρι και τη χειροδικία, ακόμα και την απειλή βομβιστικής επίθεσης του ενός στο σπίτι του άλλου, τόσο πολύ το ήθελαν εκείνο το χωράφι που ποτέ δεν είχαν δει στη ζωή τους.

Αισίως φτάνουμε στα 2015 όπου δύο ξαδέρφια αποφασίζουν να πάνε να δούνε  το χωράφι  που τους  είχαν αφήσει οι γονείς τους, αλλά  κανένας δεν είχε δει ποτέ. Το κωλοχώραφο δηλαδή. Είναι αλήθεια ότι δυσκολεύθηκαν αρκετά προκειμένου να το προσδιορίσουν και χρειάστηκαν ακόμα και τη συνδρομή έμπειρων τοπογράφων, αλλά και ηλικιωμένων κτηνοτρόφων της περιοχής για να το βρούνε.
Ήταν μια μέρα συννεφιασμένη, μα και εξαιρετικά φωτεινή. Οι δυο τους άρχισαν να ανεβαίνουν μια απότομη πλαγιά κι έκαναν δυο φορές διάλειμμα για τσιγάρο μέχρι να φτάσουν σε αυτό που ένας ηλικιωμένος κτηνοτρόφος έλεγε ότι ήταν η περιουσία τους.

-Ρε τι είναι αυτό; Είπε ο ένας μόλις το αντίκρισε
-Πω πω, ένα κωλοχώραφο απάντησε ο άλλος.
‘Ετσι όπως το έβλεπαν το κωλοχώραφο τους, το μισό έμπαινε μέσα σε μια χαράδρα, το άλλο μισό ήταν μέσα στην πέτρα και στα καλάμια, ενώ μικροί βάλτοι είχαν σχηματιστεί γύρω από μια πανέμορφη ελιά.
Αυτό δεν έκανε για τίποτα. Ούτε για να το σπείρεις ήταν, ούτε για να το θερίσεις, ούτε καν για να το κάνεις οικόπεδο και να το κτίσεις. Ήταν απλώς ένα κωλοχώραφο, στην κυριολεξία δηλαδή.
-Α, αυτό δεν το παίρνω εγώ, να το πάρεις εσύ, είπε ο μεγάλος ξάδελφος.
-Για κορόιδα ψάχνεις ρε, απάντησε αμέσως ο μικρός. Εσύ να το πάρεις.
Τελικά οι δύο τους πήγαν στα δικαστήρια γιατί είχαν και άλλες περιουσιακές διαφορές να λύσουν και η δικαστική τους αντιπαράθεση κράτησε περισσότερα από δέκα χρόνια.
Την ίδια στιγμή μάλιστα  που το δικαστήριο ανακοίνωνε την τελικά απόφασή του, σύμφωνα με την οποία το χωράφι κατοχυρωνόταν στα δύο ξαδέλφια εξ ημισείας, αφήνοντας τελικά και τους δυο παραπονεμένους, τι λέτε ότι συνέβαινε λίγο πριν νυχτώσει μέσα στο κωλοχώραφο;  Ένας τεράστιος τσαλαπετεινός προσέγγιζε τη μεγάλη του ελιά κι αφού πατούσε καλά καλά πάνω σ ένα γερό κλαδί κι έριχνε μια γεμάτη κουτσουλιά πάνω σε μια τεράστια μυρμηγκοφωλιά άρχισε να ατενίζει με τα γυαλιστερά του μάτια, από τις ρίζες του μεγάλου δέντρου  ως πέρα τα βουνά και τα λαγκάδια μέχρι σχεδόν να αρχίσει να νυχτώνει και να κουράζεται. Και τότε ήταν που άνοιξε τα φτερά του  με πάταγο και άρχισε κάπως νωχελικά να πετάει από τη μια κορφή μέχρι την άλλη και μετά ακόμα πιο ψηλά μέχρι τελικά να χαθεί μέσα στο χαμηλό, μαύρο ουρανό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου