Παίρνεις ένα τρένο να σε πάει μέχρι κάπου
κι ας μη βοηθήσει ο καιρός
νιώθεις πως δεν είσαι μακριά
φτάνεις Βαρκελώνη ξημερώματα Σαββάτου
βγαίνεις και δε βλέπεις γη καμιά
έτσι είν η απόσταση, μικρό μου, όταν βαραίνουν
χρόνια κι όχι μέτρα την καρδιά
φτάνεις μέχρι κάπου και τα πάντα ξεμακραίνουν
φτάνεις και δεν είσαι πουθενά
φτάνεις μέχρι κάτω, απονύχτερος σα δρόμος
κι ύστερα ανεβαίνεις τα κλαδιά
σαν τον ταξιδιώτη γευματίζεις πάντα μόνος
μ έρωτα και μια κρασοψιχιά
φέρνεις απ τα ξένα χαλασμένους λεπτοδείκτες
του μαρτύριού σου του εκκρεμούς
σα θολό νερό μες στην κλεψύδρα σου τις νύκτες
έρωτα σταλάζεις και καημούς
νά ρθουν νά ρθουν γρήγορα από μένα να σε πάρουν
πριν να σβήσει το αχαμνό το φως
με ψηλούς λαιμούς κι ακόρντα να σε συνεπάρουν
ψάχνω το άγγιγμά σου στον ανέφικτο αέρα
φτάνει μια κουβέντα σου στη γη
παίρνεις ένα τρένο
να σε πάει μέχρι πέρα
φτάνεις, μα δεν είμαι ούτε εκεί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου