Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Σύντομη ιστορία απότομης ενηλικίωσης στα 80

 

Στα παραμύθια, με τα οποία μεγαλώνουμε, οι ηλικιωμένοι είναι πάντοτε σοφοί. Πάντοτε έχουν μια στέρεη ιδέα για το πώς θα έπρεπε  να προσεγγίζει κανείς τα προβλήματα του  και μια σφαιρική άποψη για το πώς είναι καλύτερα να πορεύεται ο άνθρωπος στη ζωή του.

 Στην πραγματικότητα όμως πολύ σπάνια  συναντά κανείς   ηλικιωμένο που να διαθέτει κάποιου είδους σοφία. Έτσι, από την πρόχειρη σύγκριση, το μόνο που παραπέμπει στους ηλικιωμένους των παραμυθιών είναι η σοφία της κούρασης, το άσπρισμα των μαλλιών και του σώματος η φθορά.

Στο κατώφλι των 80 του χρόνων ο ηλικιωμένος της ιστορίας μας έχασε αναπάντεχα τη γυναίκα του και μαζί το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Γιατί εκείνη ως απόλυτη συνέχεια της μητέρας του που υπήρξε, δε του χαλούσε κανένα απολύτως χατίρι θυσιάζοντας ότι είχε και δεν είχε για να τον έχει ικανοποιημένο κι απολύτως ευτυχισμένο.

Γνωρίζοντας μάλιστα πόσο δύστροπος ήταν ειδικά στο θέμα του φαγητού, η γυναίκα του δεν προέβαλε καμιά αντίσταση στις απαιτήσεις του. Έτσι, σαν οικογένεια, αλλά και μετά όταν έφυγαν τα παιδιά από το σπίτι, σαν ζευγάρι, έτρωγαν πάντα ότι ήθελε εκείνος με τον τρόπο που ήθελε εκείνος να έχει μαγειρευτεί.

Αλλά τώρα που έμεινε χωρίς τη γυναίκα του, το φύλακα άγγελό του, έπρεπε ξαφνικά να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα, για την οποία κανείς δεν είχε φροντίσει να τον προετοιμάσει μέχρι και τα 80 του.

Κι αυτή η πραγματικότητα, που έλεγε ότι έπρεπε να φροντίσει πια ο ίδιος για το καθημερινό φαγητό του, πηγαίνοντας σε κάποιο μαγειρείο της γειτονιάς, και μόνο σαν ιδέα  του έφερνε αναγούλα.

Τελικά, όμως το έκανε το μεγάλο βήμα και πήγε σ ένα μαγειρείο. Όμως πολύ σύντομα άρχισε, το ένα να του βρωμάει, το άλλο να του ξινίζει, να διαφωνεί  με τις ποσότητες, να διαφωνεί με τις συνταγές και με τη δοσολογία των υλικών και πάντοτε να φεύγει σα βρεγμένη γάτα τσαντισμένος κι ανικανοποίητος, χωρίς να παίρνει σχεδόν ποτέ το φαγητό που του είχανε ήδη σερβίρει, σα να τους το έριχνε στα μούτρα τους, μονολογώντας ότι δεν πρόκειται να  ξαναγυρίσει σ εκείνο το μαγαζί.

Όμως πάντοτε γυρνούσε πίσω και καμιά φορά έπαιρνε και κάτι να φάει, χωρίς πολλές κουβέντες βέβαια, κρατώντας τα όποια παράπονα   για την επόμενη φορά, που συνήθως θα μάλωνε με κάποιον υπάλληλο, επειδή είχε βάλλει περισσότερες πατάτες απ όσες έπρεπε και λιγότερο κρέας, επειδή τα γεμιστά ήταν εντελώς ανάλατα, ή επειδή οι φακές ήταν πολύ στεγνές για να θεωρούνται φακές,  κρατώντας ως ευαγγέλιο μια παραμορφωμένη εκδοχή της άποψης που λέει πως ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Η πραγματικότητα όμως είχε για τα καλά ορθωθεί μπροστά του σαν πελώριος τοίχος κι όταν αντιλήφθηκε ότι δεν αυτή δεν αλλάζει με τίποτα, γιατί έτσι πίστευε μέχρι τότε, κι ότι μάλλον ο ίδιος έπρεπε να βάλει τώρα λίγο νερό στο κρασί του, ήταν πλέον αργά, γιατί ήδη είχε κάνει τόσο άσχημο όνομα σ αυτά τα μαγαζιά που πήγαινε, που  οι υπάλληλοι είχαν πάρει  εντολή να μην τον εξυπηρετούν πλέον, ενώ μερικοί από αυτούς , ξεπερνώντας ακόμα και τα όρια της δικής τους ευθύνης είχαν αρχίσει να του μιλούν απότομα και άσχημα ξεχνώντας ότι αυτός ο παράξενος, απαιτητικός ηλικιωμένος κύριος θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο πατέρας τους ή ακόμα κι ο παππούς τους.

Και τότε εκείνος θυμόταν ξανά τη γυναίκα του, περισσότερο βέβαια ως απουσία  παρά ως παρουσία.

Πόσο όμορφα εκείνη μαγείρευε, πόσο τακτική ήταν σε όλα,  αλλά κυρίως με πόση αφοσίωση ικανοποιούσε όλες τις απαιτήσεις του.

 Η αλήθεια είναι όμως πως ούτε μια φορά δεν είχε περάσει από το νου του ότι εκείνη η άγια  γυναίκα, η προέκταση της μάνας του δηλαδή, ούτε μια φορά στη ζωή της δεν είχε μαγειρέψει κάτι που η ίδια λαχταρούσε να φάει, με τον τρόπο που η ίδια θα το είχε μαγειρέψει για τον εαυτό της. Κι αυτή τελικά η παντελής έλλειψη ενσυναίσθησης  είχε κάνει την  συνολική αίσθηση από την απουσία της γυναίκας του σχεδόν αφόρητη, και κατά κάποιο τρόπο απελπιστική.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου