Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, που η πρώην
υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη έθεσε το αίτημα της επιστροφής στο τόπο
καταγωγής τους, των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν υπήρξε Έλληνας ή Ελληνίδα
υπουργός Πολιτισμού που να μην έθεσε το θέμα στην κορυφή των προτεραιοτήτων
του. Επιλογή επιβεβλημένη από τη δυναμική που είχε αναπτύξει αρχικά το αίτημα,
αλλά και αρκετά βολική για την εκάστοτε κυβέρνηση.
Έκτοτε, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει σχετικά με τις προθέσεις
του αγγλικού κράτους και της διεύθυνσης του Βρετανικού μουσείου. Υπήρξε όμως μια
σταδιακή μετατροπή των τάσεων της κοινής γνώμης υπέρ του δίκαιου αιτήματος της Ελλάδας.
Το θέμα κατά καιρούς ανασύρεται στην επικαιρότητα, κυρίως
σε περιόδους νεκρές από άλλες ειδήσεις. Κάποιο δημοσίευμα ξένης εφημερίδας,
κάποια ενθαρρυντική δημοσκόπηση, κάποια δήλωση ενός βρετανού αξιωματούχου που
αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για την επιστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, είναι
αρκετά για να δημιουργήσουν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης την αίσθηση ότι έντονη
κινητικότητα υπάρχει ξαφνικά για την επίλυση του προβλήματος.
Ώσπου φτάνουμε λίγο πριν τις εκλογές της άνοιξης του
2023, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα κανονικό βομβαρδισμό θετικών ειδήσεων
που δημιουργεί ένα κλίμα ευφορίας ότι αυτή τη φόρα κάτι πρόκειται να γίνει.
Οι δύο πλευρές μοιάζουν, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, να
έχουν βρει ένα modus
viventi για
την επιστροφή των λεηλατημένων ελληνικών αρχαιοτήτων στην Ελλάδα με κάποια
ανταλλάγματα ασαφή και απροσδιόριστα. Απλώς, η επιστροφή των γλυπτών δεν θα
μπορούσε να γίνει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου μιας και θα
συνιστούσε δώρο προς τον πρωθυπουργό και ξεκάθαρη παρέμβαση στην εκλογική
διαδικασία.
Τελικά, όπως φυσικά ήταν αναμενόμενο, η καχυποψία των πιο
υποψιασμένων επιβεβαιώθηκε και το θέμα
ξεφούσκωσε θεαματικά αμέσως μετά την ολοκλήρωση των βουλευτικών εκλογών.
Στη βάση μάλιστα του «υπάρχουν πράγματα που γίνονται μα δε
λέγονται» η ελληνική κυβέρνηση αφήνει πάντα να εννοηθεί ότι η στρατηγική της βρίσκεται
υπό πλήρη εξέλιξη, κι ότι καμιά στρατηγική δεν πρέπει να ανακοινώνεται προτού
οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα.
Αλλά και η εντυπωσιακή αφωνία μπροστά στη σκανδαλώδη κλοπή
2.000 περίπου αρχαιοτήτων από φροντιστές του ίδιου του βρετανικού μουσείου δεν
περνάει απαρατήρητη από το διεθνή τύπο, που συμπεραίνει ότι η Ελληνική κυβέρνηση για να κρατά τόσο
χαμηλούς τόνους έχει έρθει πολύ κοντά σε μια συμφωνία με τη διοίκηση του
Βρετανικού Μουσείου.
Σιγά σιγά, όμως οι παραφυάδες του θέματος αρχίζουν να σβήνουν όσο η επικαιρότητα οδηγεί στο
αμέσως επόμενο πυρίκαυστο θέμα.
Και είναι πια προφανές , ότι παρά τις όποιες προσπάθειες
γίνονται κατά καιρούς, η τακτική ανακίνηση του συγκεκριμένου θέματος, απαντά
κυρίως στις επικοινωνιακές ανάγκες της εκάστοτε κυβέρνησης. Γιατί, κακά το
ψέματα, το θέμα των γλυπτών, παρότι δεν πέρασε ποτέ στις καθημερινές συζητήσεις
των Ελλήνων, εξακολουθεί να κτίζει πολιτικό γόητρο και διεθνές κύρος, ως ένα
πολιτικό επικοινωνιακό εργαλείο μεγάλου βεληνεκούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου