Το σαλόνι του μεγάλου
εστιατορίου ήταν πάμφωτο και μπουκωμένο από τον καπνό δέκα και βάλε κακοψημένων
μπιφτεκιών. Η επιχείρηση δοκίμαζε έναν καινούργιο μάγειρα, που φαινόταν πως δεν
ήταν ακόμα έτοιμος να αναλάβει μια τόσο απαιτητική κουζίνα. Ο εργοδότης του,
μόλις είδε τον καπνό, άναψε και κόρωσε. Άνοιξε όλα τα παράθυρα κι έβριζε όπως
δεν είχε βρίσει ποτέ στη ζωή του. Οι σερβιτόροι αντάλλαξαν γελάκια· απρόσμενα,
η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει ένταση.
Εκείνη
τη στιγμή, στο εστιατόριο μπαίνει ένας κύριος που είχε περάσει τα ογδόντα. Ήταν
ο πατέρας του αφεντικού και ιδρυτής της επιχείρησης, που επί των ημερών του
είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες.
Οι
φωνές σταμάτησαν, τα τσιγάρα έσβησαν, κάποια χαμόγελα πάγωσαν στα χείλη των
σερβιτόρων. Ο ιδιοκτήτης ξαναμπήκε στο σαλόνι με αβέβαια βήματα και βρέθηκε στο
κέντρο του ημικυκλίου που είχαν σχηματίσει οι χάσκοντες σερβιτόροι.
—
Θα σας πάρει όλους ο διάολος! φώναξε. Τσακιστείτε να κάνετε καμιά δουλειά!
—
Τι είναι αυτός ο καπνός; ρώτησε ο ηλικιωμένος. Φωτιά πήρατε;
—
Κάηκαν μερικά μπιφτέκια, του απάντησε ένας σερβιτόρος.
—
Και γιατί κάνετε τόσο χαμό για μερικά μπιφτέκια;
Τότε,
ένας νεαρός υπάλληλος, που δεν ήξερε αν ήταν δική του δουλειά να απαντήσει,
πήρε το θάρρος να εξηγήσει την κατάσταση με τη δική του εκδοχή:
—
Το αφεντικό είναι λιγάκι αγχωμένο επειδή σήμερα περιμένουμε έναν πραγματικό
δήμιο του διαδικτύου. Έναν ινφλουένσερ. Άκουσα ότι έκλεισε τρία μαγαζιά σ ένα
μήνα.
Ο
ηλικιωμένος δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα. Τι λες παιδάκι μου; Αυτά είναι
ελληνικά; Τι θα πει ινφλουένσερ; Και πώς γίνεται ένας άνθρωπος μόνος του να
κλείσει ένα εστιατόριο;
Ο
γιος του τον πλησίασε με μάτια δακρυσμένα.
—
Πατέρα, θυμάσαι την ημέρα που μας επισκέφθηκε ταυτόχρονα κλιμάκιο της εφορίας
και του υγειονομικού; Ε, τώρα τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου