Πήγε στο καφενείο για τις τυπικές καλημέρες και, αφού
έκανε μια γύρα σε ολόκληρο το χωριό, πήρε την αγαπημένη του θέση κάτω από τον
μεγάλο πλάτανο, χαζεύοντας με ενδιαφέρον τους περαστικούς. Όλος ο κόσμος
γνώριζε πως ήτανε αργόσχολος. Αλλά, το παραδεχότανε κι ο ίδιος.
Τότε είδε στο δρόμο μια φιγούρα που της έμοιαζε και
κατευθυνόταν προς την εκκλησία, και καθώς αυτή η φιγούρα πλησίαζε κατάλαβε ότι
ήταν εκείνη, εκείνη η ίδια, τα μαλλιά ήταν κάπως πιο καστανά, αλλά
εξακολουθούσαν να λάμπουν με τη νεανική φωτεινότητά τους. Το πρόσωπό της ήταν λιγάκι αδυνατισμένο, η νέα της έκφραση όμως ήταν κάτι άλλο. Της
έδινε μια φινέτσα που δεν είχε ξαναδεί.
Εκείνη δεν τον
είχε δει ακόμη κι όσο κι αν δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν το ήθελε δεν κατάφερε
να σηκώσει το χέρι του για να τον δει, ήθελε απλώς να την κοιτάει όπως έμπαινε
μέσα στην εκκλησία. Στο μυαλό του ξαναήχησε εκείνο το τηλεφώνημα του αδελφού της, που έλεγε πως
ήταν πια αλκοολική και πως φαινόταν αλκοολική, μ εκείνο τον ήσυχο τρόπο που
χαρακτηρίζεις τις κακιές συνήθειες όπως το πιοτό κι οι συναφείς. Και μετά
εκείνη βγήκε ξανά στο προαύλιο κι άναψε ένα τσιγάρο κι η ψαλμωδία ακούστηκε όλο
και πιο μακρινή. Και παρόλο που στεκόταν ακριβώς μπροστά του δεν μπορούσε να
της πει λέξη.
Κάποτε ήταν ο έρωτάς του.
Ήθελε να τη ρωτήσει για την κατάστασή της, αλλά δεν του έρχονταν οι λέξεις.
Έτσι, συνταίριαζε μέσα του αφηρημένα λόγια.
Ήταν
ο έρωτάς του. Ήταν ο έρωτας όλων. Θυμήθηκε τους σχολικούς χορούς, το χέρι της
στο δικό του, το λεκιασμένο από μπύρα πουκάμισο που ανέμιζε, τις ανόητες φωνές
και τα συνθήματα. Εκείνη φορούσε ένα απλό, ξεβαμένο τζιν κι από πάνω ένα υφασμάτινο
σορτς. Όλοι φορούσαν τέτοια ρούχα εκείνη την εποχή.
Τα
μάτια του μισόκλειστα, καρφωμένα στην εκκλησία, σαν να προβάλλονταν πάνω της
όσα θυμόταν.
Το
πρόσωπό της έμοιαζε με μοντέλου. Ή μήπως όλα τα μοντέλα προσπαθούσαν να της
μοιάσουν; Το σώμα της μικροκαμωμένο. Όταν φορούσε γυαλιά, άλλοτε της πήγαιναν
κι άλλοτε όχι.
«Έχεις
πάει ποτέ σου στην Αθήνα;»
«Όχι».
Όλοι
όσοι βρίσκονταν στο προαύλιο της εκκλησίας μπήκαν μέσα σχεδόν ταυτόχρονα.
Φύσηξε
τη μύτη του σαν ενήλικας, με τον ίδιο τρόπο όπως παλιά. Στο χαρτομάντιλο έμεινε
λίγο αίμα.
«Είσαι
ευτυχισμένος;»
«Μερικές φορές».
«Εσύ ήσουν ευτυχισμένη τότε ή μήπως δεν ήσουν;»
Σε
λίγο η εκκλησία σκόλασε. Οι πιστοί
βγήκαν στο προαύλιο, κι εκείνος τη είδε ξανά
Στεκόταν πλάι σε μια κοπέλα νεότερη που σήκωνε τον αντίχειρα σε κάθε
αυτοκίνητο που περνούσε. Ένα ταξί φάνηκε να φρενάρει, αλλά ήταν ήδη κλεισμένο.
Συνέχισαν να περπατούν προς το πεζοδρόμιο.
Εκείνος διέκρινε καθαρά την απογοήτευση στα μεγάλα, γαλανά μάτια της νεαρότερης
κοπέλας, που άνοιξε βιαστικά το κινητό
της.
Κι εκεί που έμοιαζε πως ούτε
το επόμενο ταξί θα σταματούσε, έγινε το αναπάντεχο. Ένα ξερό μπαμ. Το λάστιχό
του έσκασε ακριβώς μπροστά τους.
Οι δύο γυναίκες πετάχτηκαν
τρομαγμένες, κι ύστερα γέλασαν αυθόρμητα. Ο καλοκάγαθος ταξιτζής, αφού έριξε μια βλαστήμια έκανε νόημα στον συνάδελφό του που ακολουθούσε να
τις επιβιβάσει. Κι έφυγαν.
Όλα
αυτά εκείνος τα έβλεπε από μια απόσταση σα να παρακολουθούσε σκηνές από κάποια
ταινία.
Αλλά ποιος ξέρει;
Μπορεί και να τα φανταζόταν.
Κολλημένος κάτω από τον
μεγάλο πλάτανο, έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται πως είχε περάσει πια πολύς
καιρός από την τελευταία φορά που δούλεψε.
Κι ένιωσε θλίψη. Για μια
στιγμή μόνο. Κι ύστερα, σαν να γύρισε ο διακόπτης, μια τρελή, ιδιόρρυθμη ευθυμία
τον πλημμύρισε ξανά, σπρώχνοντας μακριά τη στεναχώρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου