Πρωί-πρωί, Δευτέρα 3 Μαρτίου
2025, πήγε στον κουρέα του. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει ελάχιστα στις άκρες,
αλλά ήθελε να κουρευτεί. Το είχε ανάγκη. Για να νιώσει πιο όμορφος, πιο
αξιόπιστος. Να αισθανθεί σαν κάποιος που μπορούν οι άλλοι να βασιστούν πάνω
του. Σαν ένας νέος εργαζόμενος.
Ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητό
του και κατευθύνθηκε προς τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Είχε χρόνια να πάει
προς τα εκεί· η ανεργία τον είχε καθηλώσει σε περιορισμένες διαδρομές. Πάρκαρε
έξω από ένα εργοστάσιο με μεγάλη αυλή. Στάθηκε μπροστά στο καθαρό τζάμι του
αυτοκινήτου του και εξέτασε το σακάκι, το πουκάμισο, το παντελόνι του. Ήταν
κατάλληλα για την περίσταση;
Πέρασε την πύλη του
εργοστασίου και κατευθύνθηκε στο γραφείο προσωπικού. Τον έστειλαν σε ένα άλλο.
Το μάτι του έπεσε στις γραβάτες των υπαλλήλων. Δε φορούσε ποτέ γραβάτα.
Ευτυχώς, η δουλειά του δεν το απαιτούσε.
Ο διευθυντής τον καλωσόρισε
με ένα πλατύ χαμόγελο.
— Το βιογραφικό σου είναι
εξαιρετικό, του είπε. Είσαι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε: έμπειρος χειριστής
φορτοεκφορτωτικών μηχανημάτων. Δε με απασχολεί που είσαι άνεργος εδώ και
τέσσερα χρόνια. Υπάρχει όμως μια παράδοση στην εταιρεία: όλοι, στελέχη και εργαζόμενοι,
συνδεόμαστε με σχέση κουμπαριάς. Θα ήθελα, λοιπόν, να μιλήσεις με τον υπεύθυνο
προσωπικού.
Στο επόμενο γραφείο, ένας
καλοντυμένος κύριος τον περίμενε.
— Υποθέτω ότι μίλησες ήδη με
το αφεντικό, είπε. Το πρόβλημα είναι πως, παρότι διαθέτεις όλα τα απαραίτητα
προσόντα, δεν έχεις καμία σχέση κουμπαριάς με κάποιον από το εργοστάσιο. Θα
δούμε αν μπορούμε να το διορθώσουμε.
Λίγο αργότερα, η πόρτα άνοιξε
και μπήκε μέσα μια νεαρή, κοκκινομάλλα γυναίκα.
— Μαρία, από εδώ ο Στέφανος,
είπε ο προϊστάμενος. Απ’ όσο ξέρω, ετοιμάζεσαι να βαφτίσεις το παιδί σου. Έχεις
βρει κουμπάρο;
Η Μαρία, αν και είχε ήδη
ζητήσει από μια φίλη της να βαφτίσει το παιδί, άργησε λίγο να απαντήσει.
— Όχι, δεν έχω βρει, είπε
τελικά.
— Ωραία! Τι θα έλεγες να
γίνει κουμπάρος σου ο Στέφανος;
Η Μαρία δίστασε. Ο λόγος που
τελικά αποφάσισε να αποδεχτεί την πρόταση ήταν απλός: ο δικός της
κουμπάρος-συνάδελφος θα έβγαινε σύντομα στη σύνταξη, και φοβόταν μήπως χάσει τη
δουλειά της.
Για να την καθησυχάσει, ο
προϊστάμενος γύρισε προς τον Στέφανο.
— Έχεις εμπειρία από
κουμπαριές;
— Βεβαίως, απάντησε ο
Στέφανος. Έχω βαφτίσει δύο παιδιά και έχω παντρέψει ένα ζευγάρι.
— Μπορούμε να έχουμε μια
συστατική επιστολή από τους κουμπάρους σας; ρώτησε ξαφνικά η Μαρία. Και ένα
σύντομο βιογραφικό τους, παρακαλώ;
— Φυσικά, είπε ο Στέφανος. Θα
σας τα φέρω αύριο κιόλας.
— Ωραία, συμφώνησε ο
προϊστάμενος. Άρα, έχουμε συμφωνία.
Η Μαρία έτεινε το χέρι της. Ο
Στέφανος της το έσφιξε. Ήταν και οι δύο χαμογελαστοί.
"Το επόμενο πρωί, ο
Στέφανος εμφανίστηκε στο εργοστάσιο με έναν φάκελο γεμάτο βιογραφικά—όχι μόνο
δικά του, αλλά και των κουμπάρων του. Ήξερε πως κάποιοι από αυτούς χρειάζονταν
δουλειά, κι αφού η επιχείρηση αναζητούσε έμπειρους κουμπάρους, ίσως στο μέλλον να
μπορούσε να τακτοποιήσει μερικούς. Άλλωστε, έτσι γίνονταν οι δουλειές εδώ. Και,
συγγνώμη, πώς αλλιώς;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου