Κι έτσι,
ενωθήκαμε ξανά. Μπήκαμε στα παπούτσια του άλλου. Έστω προσωρινά. Έστω για λίγο.
Για να δώσουμε κουράγιο στους γονείς και τα αδέλφια, στους φίλους και τους
συγγενείς. Αυτούς που μας συγκλόνισαν εκείνο το βράδυ, περιμένοντας να κατέβει
από το πούλμαν ο δικός τους επιζών. Κάποιοι τον αγκάλιασαν ανακουφισμένοι. Και
μ’ αυτούς είμαστε μαζί. Οι υπόλοιποι βίωσαν την απόλυτη αγωνία.
Η αναμονή
είναι μια κόλαση. Η προσδοκία που δεν φανερώθηκε στη νύχτα έγινε το εθνικό μας
τραύμα.
Το πρωί, που
ξεπρόβαλε το χνάρι της αιώνιας ανάμνησης, ο κόσμος είχε αλλάξει οριστικά. Όχι
όπως τον αλλάζουν οι τεχνολογικές επαναστάσεις.
Αλλά όπως τον αλλάζουν οι γονείς που άντεξαν τέτοια αναμονή.
Μετά, χάσαμε
για λίγο τα ίχνη τους. Θα τα χάσουμε ξανά—είμαστε άνθρωποι, και κοιτάζουμε
μπροστά για να αντέξουμε.
Εκείνοι όμως δεν νοιάζονται πια για τις αντοχές τους. Ούτε η αναμονή τούς
τρομάζει πια.
Στεφανώθηκαν
με αιώνες. Δέθηκαν με τις αλλαγές της σελήνης. Μίλησαν με τη στάχτη.
Κλαδιά που έχασαν τη σκιά τους, μετρώντας τον χρόνο με ό,τι έζησαν.
Και στο
τέλος... ένα δυσανάλογο υπόλοιπο ζωής, που όλο θα αναβάλλεται μες στη νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου