Η Μαρίνα Σ.,
πρωτοετής φοιτήτρια του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Γ., σταματά
μπροστά σε έναν άστεγο και τον αγγίζει με τη μύτη του παπουτσιού της.
Εκείνος της
ζητά μια μικρή βοήθεια, χωρίς να δείχνει ότι ενοχλείται από τον τρόπο της.
Η Μαρίνα
απομακρύνεται λίγο και στέκεται για μερικά δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει, ώσπου
ξεσπά σε γέλια. Ο άντρας συνοφρυώνεται και τη φτύνει συμβολικά, χωρίς να
εκσφενδονίσει σάλιο. Ύστερα κουλουριάζεται γύρω από τα πόδια του, σαν να θέλει
να της δείξει ότι, αν ήταν άνθρωπος, δεν θα έπρεπε να κοροϊδεύει κάποιον που
βρίσκεται σε τόσο απελπιστική θέση. Η αραιή κίνηση που υπάρχει εκείνη τη στιγμή
στη διασταύρωση Ρο με Πι δεν τον βοηθά να πάρει μια πειστικά κακομοίρικη στάση
και η Μαρίνα βάζει ξανά τα γέλια, αυτή τη φορά με έναν τρόπο πηγαίο, σχεδόν
σπαρταριστό.
Ο άντρας τη
ρωτά ποια είναι και εκείνη του λέει το όνομά της. Έπειτα τη ρωτά τι θέλει από
εκείνον και εκείνη απαντά ότι είναι φοιτήτρια Ιατρικής και πως δεν θέλει
τίποτα, απλώς σκοτώνει την ώρα της μέχρι να αρχίσει η επόμενη παράδοση.
«Ωραία,
γιατρός πρόκειται να γίνεις», της λέει ο άντρας, και εκείνη βγάζει από την
τσάντα της ένα πεντάευρο και το αφήνει μέσα στο αναποδογυρισμένο καπέλο του.
«Ελπίζω αυτά
να είναι αρκετά για να με συγχωρήσεις», του λέει. Εκείνος την ευχαριστεί,
μιλώντας της για πρώτη φορά στον πληθυντικό.
Η Μαρίνα Σ.
του χαμογελά, του δίνει μια γερή κλωτσιά και φεύγει.
Εκείνος
ψελλίζει κάτι μέσα από τα δόντια του, αλλά αυτοσυγκρατείται, επιβάλλοντας στον
εαυτό του μια απαράμιλλη επαγγελματική πειθαρχία. Καθώς όμως αφαιρεί το
πεντάευρο από τον σωρό με τα ψιλά και το βάζει στη μυστική του τσέπη, τον τρώει
η περιέργεια να ελέγξει αν είναι γνήσιο. Όλη αυτή η εμπειρία βρωμάει από μακριά
και του φαίνεται πως εκείνο το «πουτανάκι» δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσει
αληθινό χαρτονόμισμα, αν δεν είχε σκοπό να διασκεδάσει εις βάρος του. Εν πάση
περιπτώσει, η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη ακόμη και για τον ίδιο, που είχε μάθει
να φυλάει τα ρούχα του περνώντας όλη του τη ζωή πάνω σε κάποιο κρύο πεζοδρόμιο.
Κι αν έχουν δει πολλά τα μάτια του, σκέφτεται τώρα, προσπαθώντας να δώσει μια
εξήγηση στην εντελώς παράλογη συμπεριφορά της κοπέλας.
Τελικά
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται απλώς για ένα πουτανάκι, χωρίς ίχνος
ευαισθησίας, που απολαμβάνει να ταπεινώνει τους ανθρώπους μήπως και καταφέρει
να νιώσει κάποιο ανθρώπινο συναίσθημα.
Ήρθε πια η
ώρα να τα μαζεύει. Έχει πάει οκτώ και τα καταστήματα έχουν κλείσει από ώρα, ενώ
η κίνηση που δημιουργείται συνήθως τέτοια ώρα ποτέ δεν του αποφέρει κάτι
αξιόλογο.
Καθώς σηκώνεται
από τις λινάτσες του και μαζεύει σιγά σιγά τα συμπράγκαλά του, βλέπει τη Μαρίνα
Σ. να τον πλησιάζει, έχοντας στο πλευρό της έναν γεροδεμένο νεαρό άνδρα.
Την κοιτά με
την άκρη του ματιού του και, προσπαθώντας να ισιώσει την καμπούρα του, δέχεται
ένα χτύπημα στον σβέρκο που τον ρίχνει ξανά στο έδαφος.
Δεν βγάζει
κουβέντα, μόνο μερικά γρυλίσματα, που μοιάζουν να αφορούν περισσότερο την κακή
του τύχη παρά τους δύο ανεπιθύμητους νεαρούς.
Τότε η
κοπέλα τον πλησιάζει, τον φτύνει και του δίνει μια τελευταία πατημασιά με το
παπούτσι της.
«Πάμε», της
λέει ο άλλος. «Δεν αξίζει τον κόπο. Το περίμενα καλύτερο».
«Να του δώσω
λεφτά», λέει εκείνη και βγάζει από το πορτοφόλι της ένα χαρτονόμισμα των είκοσι
ευρώ, το οποίο αφήνει μπροστά στον ζητιάνο.
«Ορίστε,
κύριε», του λέει. «Και συγγνώμη για την ενόχληση».
Ο ζητιάνος
μένει στο έδαφος για μερικά λεπτά, ώσπου το νεαρό ζευγάρι να εξαφανιστεί από το
οπτικό του πεδίο. Ύστερα τσεπώνει το εικοσάρικο και ξεκινά να επιστρέψει στο
σπίτι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου