
Η μέρα ξεκίνησε μ ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πάνω από την πόλη. Έρχεται βροχή από κάπου μακριά, αλλά αυτό δε μας ενοχλεί. Είναι Σαββάτο κι ο κόσμος έχει μάθει να ξεκουράζεται αυτήν τη μέρα, ή μήπως όχι; Ακούω τα αυτοκίνητα που περνούν μπροστά απ το σπίτι μου κι ασυναίσθητα συσχετίζω την πυκνότητα της ροής τους με την οικονομική δραστηριότητα της πόλης. Μέσες άκρες, όσα περισσότερα περνάνε, τόσες περισσότερες δουλειές βρίσκονται σε εξέλιξη. Κάνω αυτόν τον πρόχειρο υπολογισμό από μικρό παιδί και σπάνια πέφτω έξω. Από την εποχή κιόλας που άρχισα να φοβάμαι τις Τρίτες. Κατά το μεσημέρι, η χλιαρή ροή διακόπτεται ολοσχερώς από ένα κύμα απέραντης ησυχίας και ξαφνικά λίγο πριν τις τέσσερις το απόγευμα ένα μικρό μποτιλιάρισμα συνωστίζεται στην πύλη εισόδου του Σαββατόβραδου.
Κατεβαίνω βιαστικά για να είμαι στην ώρα μου σ ένα προκαθορισμένο ραντεβού και τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων μοιάζουν με ιπτάμενα λαμπάκια στα πρώτα βαριά σκοτάδια του χειμώνα. Δε φορώ ούτε γυαλιά, ούτε φακούς, ούτε τίποτα προκειμένου να απολαύσω την παραμόρφωση των χρωμάτων κι από απόσταση τα φώτα πορείας μοιάζουν σαν ιπτάμενα στολίδια που χορεύουν στις στροφές των δρόμων, πριν χαθούν στην φωταψία της κεντρικής οδού.
Επιστρέφω αργά το βράδυ από τη δουλειά μου και διαπιστώνω κοντά στα μεσάνυχτα πως η ροή των αυτοκινήτων δεν διαφέρει και πολύ από την πρωινή. Ζεις σε ήσυχο σπίτι είπε κάποιος και πρέπει να νιώθεις ευλογημένος γι αυτό. Εγώ όμως φοβάμαι αυτή την ησυχία, σε μια πόλη τόσο θορυβώδη στα ασήμαντα. Είναι μια ησυχία βαλτώδης, χειμερινή και πέρα ως πέρα εργασιακή…