Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ; (ΑΡΧΕΙΟ ATHENS24)

Αν αποδεχτούμε ότι όλα τα ρετιρέ και τα εργασιακά προνόμια που υπάρχουν στην χώρα μας αποκτήθηκαν με την αξία και την έντιμη προσπάθεια των ιδιοκτητών τους, σίγουρα δεν αξίζει καν να ασχοληθούμε με το θέμα. Αν όμως όχι, θεωρώ, ότι όλες οι περιπτώσεις , ξεκινώντας από τα μεγάλα εισοδήματα και καταλήγοντας στα πιο μικρά πρέπει να μπουν σε ένα μικροσκόπιο ελέγχου και να επαναξιολογηθούν μεμονωμένα, ώστε να μπορούμε να κοιτάμε ο ένας στο πρόσωπο τον άλλον.

Για παράδειγμα, στην Ελλάδα του 2007, διαθέτουμε έναν τεράστιο αριθμό δικαιούχων αναπηρικών συντάξεων και έναν ατελείωτο κατάλογο ειδικοτήτων που χαρακτηρίζονται ως ανθυγιεινές και βαριές, περισσότερες από 500 στο σύνολό τους, η ύπαρξη των οποίων προσβάλει κυρίως τους πραγματικά ανάπηρους, καθώς και όλους εκείνους που θέτουν καθημερινά τη ζωή τους σε διαπραγμάτευση, ασκώντας ένα άκρως επικίνδυνο επάγγελμα. Και φυσικά αποτελεί κοροϊδία και για όλους τους υπόλοιπους, που ναι μεν δεν ασκούν ένα επικίνδυνο επάγγελμα, αλλά τουλάχιστον έχουν την ευθιξία να το παραδεχτούν.

Σποραδικές προσπάθειες ορθολογιστικής διαχείρισης των οικονομικών πραγμάτων στην Ελλάδα επιχειρήθηκαν αρκετές στο παρελθόν και επιχειρούνται και σήμερα.

Ωστόσο, τρεις είναι οι σκόπελοι που συναντούν όσοι επιχείρησαν κατά καιρούς να βάλουν μία τάξη στο χάος που και με δική τους ευθύνη δημιουργήθηκε:

Ο πρώτος είναι τα μεγάλα εισοδήματα, που δεν αγγίζονται, στο πλαίσιο μιας διαπραγματεύσιμης αντίληψης ότι παράγουν πλούτο, και ως εκ τούτου ανάπτυξη και θέσεις εργασίας.

Ο δεύτερος είναι οι λεγόμενοι "βολεμένοι" και δεν εννοούμε φυσικά αυτούς που πέτυχαν κάτι στην ζωή τους με τον προσωπικό τους μόχθο και την καθημερινή τους εξέταση, γιατί αυτοί συνήθως αισθάνονται διαρκώς "ξεβολεμένοι".

Εννοούμε τους γνωστούς: τους αρπακολλατζήδες, τους κομματικούς, τους ανθρώπους των διασυνδέσεων, των διαδικασιών, των καταστατικών, των επιχορηγήσεων, που δυστυχώς με το πέρασμα των δεκαετιών, έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο στρατό απομύζησης στην Ελλάδα, μεγαλύτερο μάλιστα και από το αληθινό στράτευμα της χώρας μας, τις κατακτήσεις του οποίου κανείς δεν μπορεί να θίξει, γιατί αρκετοί από αυτούς, έχουν αναλάβει, εκτός των άλλων, και τον ρόλο μιας πιο θεσμικής διεκδίκησης των δικών μας αιτημάτων.

Ο τρίτος σκόπελος δεν είναι άλλος από την ίδια την αναξιοπιστία του κράτους και της εκάστοτε κυβέρνησης που όχι μόνο κληρονομεί αυτήν την αναξιοπιστία δικαίως ή αδίκως, αλλά φροντίζει (βλέπε ομόλογα) και για την ενίσχυσή της, καθιστώντας τον εαυτό της αμφιτρύωνα χωρίς καλεσμένους, υπό τον φόβο της ποιότητας του γεύματος που θα προσφέρει.

Εφόσον, οι τρεις αυτοί σκόπελοι δεν ξεπερνιούνται, και εφόσον ακόμα στην χώρα αυτή δεν αναπτύξαμε ποτέ την κουλτούρα της συζήτησης, αποποιούμενοι των ευθυνών μας στο εκάστοτε πρόβλημα και δαιμονοποιώντας την ίδια την έννοια του διαλόγου, το ασφαλιστικό πρόβλημα στην Ελλάδα θα συνεχίσει να αποτελεί έναν άλυτο γρίφο, επειδή ακριβώς αποτελεί ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα και με τόσα πολλά εμπλεκόμενα μέρη που τελικά προσφέρει και τις ευκαιρίες εκείνες που χρειάζεται η κάθε κοινωνική τάξη προκειμένου να "πνίξει" την προσωπική της ευθύνη μέσα σε μια αχανή θάλασσα ευθυνών και παραλείψεων.

Επίσης, το ασφαλιστικό είναι και ένα ζήτημα νοοτροπίας αλλά και προσωπικής φιλοσοφίας.

Ιδιαίτερα μάλιστα όταν βλέπουμε τόσους πολλούς νέους ανθρώπους, της "τελευταίας στιγμής" κατά τα άλλα, να βιώνουν τόσο πρώιμα και με τέτοια ένταση το θέμα της προσωπικής τους σύνταξης, αναγνωρίζουμε ένα φαινόμενο που παραπέμπει και σε ένα άλλο κοινωνικό θέμα που θίξαμε εχθές: "Το κατά πόσο δηλαδή, ο σύγχρονος Έλληνας, εξασκεί ένα επάγγελμα που του αρέσει, που του ταιριάζει, που τον ευχαριστεί και που θα μπορούσε να αποδώσει σε αυτό καλύτερα από κάθε άλλον.
Ή αν εξασκεί τελικά απλώς ένα επάγγελμα που περίσσεψε και που "δόξα τω θεώ" θα τον οδηγήσει κάποτε και στην μέγιστη χαρά, του "να μην το ξαναασκήσει ποτέ πια".

"Να σε δω μεγάλο και τρανό" εύχονταν κάποτε οι γιάγιαδες στα εγγόνια τους, μα σίγουρα δεν εννοούσαν, μήτε μεγάλο σε ηλικία μήτε με μεγάλη σύνταξη. Εννοούσαν σαφώς κάτι πιο ουσιαστικό και σημαντικό, αν και οπωσδήποτε λιγότερο θεμελιώδες. Εννοούσαν τον δικό τους, αγνό, ελληνικό, μαγικό, ρεαλισμό…Το όνειρο, του να ζήσουν, δηλαδή, οι επόμενες γενιές, μια ζωή απαλλαγμένη, κατά κάποιον τρόπο, από τον αδυσώπητο βραχνά της ανάγκης, της στέρησης και της ανυποληψίας. Να χαρούν, με άλλα λόγια, το ταξίδι, ακόμα κι αν δεν έχουν εξασφαλισμένη την Ιθάκη τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου