Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Η ΑΣΤΟΝ ΒΙΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ (ΑΡΧΕΙΟ ATHENS24)

Εκατοντάδες φανς και δεκάδες δημοσιογράφοι και φωτογράφοι περίμεναν υπομονετικά τον Τομ Χανκς, έξω από την αίθουσα όπου θα γινόταν η λονδρέζικη πρεμιέρα της νέας του ταινίας "Charlie Wilsons War". Ο διάσημος Αμερικανός ηθοποιός λοιπόν εμφανίστηκε με μικρή καθυστέρηση, φορώντας ένα κομψό κοστούμι και έχοντας τυλιγμένο στο λαιμό του ένα κασκόλ της ιστορικής Άστον Βίλα.

Φυσικά, θα ήταν αδιανόητο να μην ερωτηθεί από τους δημοσιογράφους γιατί επέλεξε να φορέσει αυτό το κασκόλ, για να αποκαλύψει με τη σειρά του για μια ακόμη φορά πως είναι οπαδός της συγκεκριμένης ομάδας.

Ας προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε το συγκεκριμένο σκηνικό στην ελληνική πραγματικότητα. Υποτιθέστο, λοιπόν, ότι ο διάσημος ηθοποιός πείθεται με την βοήθειας της Ελληνίδας γυναίκας του να συμμετάσχει στην επόμενη κινηματογραφική ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Η πρεμιέρα της ταινίας θα γίνει στην Αθήνα με όλες τις προδιαγραφές των σύγχρονων κινηματογραφικών πρεμιέρων ανά τον κόσμο.

Κόκκινο χαλί στρωμένο για τους πρωταγωνιστές, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι σε παράταξη μάχης, εκατοντάδες φανς, με μια φωτογραφία του Χανκς στο χέρι να ξεροσταλιάζουν μέσα στο κρύο, ευελπιστώντας σε ένα αυτόγραφο.

Και πάνω που αρχίζουμε να ανησυχούμε νάτος ο τεράστιος σταρ σκάει μύτη, μέσα από την πολυτελή λιμουζίνα που τον μεταφέρει, φορώντας το ακριβό του κοστούμι, την καμπαρντίνα του, κρατώντας μια ομπρέλα στο ένα χέρι κι έχοντας ένα κασκόλ της Λάρισας κρεμασμένο στο λαιμό του. Οι δημοσιογράφοι για λίγο τον κοιτάζουν έκπληκτοι (όχι όμως σα να βλέπουν τον Χανκς, αλλά σα να βλέπουν τον Χανκς με κασκόλ της ΑΕΛ) κι αμέσως τον ρωτούν αν πράγματι κρυώνει τόσο πολύ κι αν ναι, γιατί δεν βρήκε κανέναν πιο ζεστό κασκόλ για να φορέσει.

Όταν εκείνος τους αποκαλύψει ότι είναι οπαδός της Λάρισας, από τη στιγμή που έγινε η πρώτη επαρχιακή ομάδα της ελληνικής αθλητικής ιστορίας που κατέκτησε το πρωτάθλημα της χώρας, οι δημοσιογράφοι θα αναρωτηθούν (εντάξει όλοι χαρήκαμε, αλλά να γίνεις οπαδός για ένα πρωτάθλημα;) και θα επιμείνουν στο θέμα, ρωτώντας τον αν γνωρίζει για τις υπόλοιπες ελληνικές ομάδες, καθώς και ποια είναι η άποψή του για την μεγάλη ευρωπαϊκή πορεία του Παναθηναϊκού το 1984, για την φετινή πρόκριση του Ολυμπιακού στον επόμενο γύρο του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά και για το αν η ΑΕΚ έχει ελπίδες φέτος μετά από πολλά χρόνια να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Τέλος θα του ζητήσουν την πρόβλεψή του για το μεγάλο ντέρμπι της Κυριακής και μέχρι να φύγει από το χώρο της πρεμιέρας ο Χανκς θα έχει ξεχάσει τουλάχιστον προσωρινά δύο πράγματα: το πρώτο, ότι είναι φαν της Λάρισας και το δεύτερο ότι παρευρίσκεται στην πρεμιέρα μιας ταινίας του.

Με λίγα λόγια, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ, τι σημαίνει στην Ελλάδα να υποστηρίζεις μια ομάδα που δεν ανήκει στις τρεις μεγάλες ομάδες του πρωταθλήματος.

Κι αν αυτό, στο εξωτερικό θεωρείται ένας παράγοντας που προσθέτει ένα επιπλέον γόητρο ιδιαιτερότητας στους καθημερινούς ανθρώπους αλλά κυρίως στα πρόσωπα υψηλού προφίλ-τα οποία πολύ σπανίως θα δείτε να υποστηρίζουν μεταξύ των διαθέσιμων ομάδων των εθνικών τους πρωταθλημάτων κάποιο από τα φαβορί (κι εκεί αν δεν υπάρχουν τεράστιες ομάδες)- στην Ελληνική πραγματικότητα δυστυχώς αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα, για να μην εκλεγεί κάποιος πολιτευτής στο κοινοβούλιο, να αποτύχει μια τηλεοπτική σειρά, να πάει αδιάβαστο ένα βιβλίο και να κλείσει ένα καφενείο ή μια άλλη επιχείρηση που εδράζει σε μια συνοικία. Γιατί προσωπικά δεν γνωρίζω να υπάρχει σε άλλη χώρα τέτοια μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού πίσω από τα άρματα των ισχυρών αυτού του τόπου με τέτοια παράλληλα απαξίωση της ιδέας του αουτσάιντερ, αυτού δηλαδή που διεκδικεί κατ επιλογή του το ίδιο όνειρο από σαφώς όμως μειονεκτικότερη αφετηρία.

Εδώ άλλωστε, η αγάπη μας για την ομάδα μας σπάνια εμπεριέχει κάποια ιδιαίτερη ιδεολογία, παρά μόνο, πολύ έντονο το στοιχείο του τυχαίου, της εξασφαλισμένης επικράτησης, της άμυνας στην καζούρα, του τηλεοπτικού βομβαρδισμού και της ανάγκης μας να ανήκουμε σε μια τεράστια ομάδα χαρούμενων ανθρώπων, τιθασεύοντας κατ αυτό τον τρόπο φαινομενικά την μοναξιά μας και τα συναισθήματα μειονεξίας που μας γεννά η καθημερινότητα. Το πήρε αυτό χαμπάρι και η Πολιτεία και το χρησιμοποιεί και σαν ένα είδος παροχής στους εργαζόμενους που θα ήταν σαφώς πιο διεκδικητικοί και απαιτητικοί αν δεν είχαν την ψευδαίσθηση ότι κατάφεραν να κερδίσουν μέσα σε δύο τρεις μόλις μήνες τους πανίσχυρους Γερμανούς, τους μετρ της οργάνωσης Άγγλους και τους ιδιαίτερα εξελιγμένους Ισπανούς. Τι να μας πουν ,άλλωστε, τώρα μωρέ όλοι αυτοί, με τα γυαλιστερά πεζοδρόμιά τους, τους χαμηλούς δείκτες ανεργίας, τις πράσινες πόλεις τους, τους υψηλούς μισθούς, το ποιοτικό σύστημα υγείας και τα τοιαύτα. Έτσι κι αλλιώς τις γυναίκες τους, πάλι εμείς θα τις διασκεδάζουμε το επόμενο καλοκαίρι....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου