Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

ΞΑΝΘΟΝ ΠΙΕΣΤΡΟΝ-Ο ΦΑΕΘΟΝΤΑΣ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ!

ΦΑΕΘΟΝΤΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Ο Φαέθοντας ήταν γιος του Ηλιου και αγαπημένος εραστής της Αφροδίτης. Ο μύθος λέει ότι πέταξε τόσο ψηλά με το φτερωτό του άρμα που εξαγρίωσε το Δία, ο οποίος τον σκότωσε με τους κεραυνούς του. Μετά το θάνατό του έδωσαν το όνομά του στο πανέμορφο αστέρι που βρίσκεται δίπλα σε αυτό της Αφροδίτης. Ας δούμε όμως τί ανέφερε για το γεγονός το «Ξανθόν Πίεστρον».

Ο ΦΑΕΘΟΝΤΑΣ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ
ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ!

Υπάρχει ένα μικρό αστέρι που ανατέλλει νωρίς κάθε πρωί κι αν θέλει κανείς να το προλάβει θα πρέπει νά’ ναι βιαστικός γιατί χάνεται αμέσως, όπως ακριβώς κι ο έρωτας,παιδί του οποίου είναι.
Αγαπητοί μου φίλοι, χώρισα και πάλι. Για δεύτερη φορά σε τρία χρόνια. Θα μπορούσα να χαρακτηριστώ άτυχος, χαζός ή απλώς δειλός και παρεξηγημένος. Η γυναίκα μου έφυγε από το σπίτι κι ο Αριστοφάνης γράφει κάτι για μένα.
Θ’ αναρωτηθείτε γιατί σας τα λέω όλα αυτά, γιατί μοιράζομαι μαζί σας μια τόσο προσωπική μου υπόθεση. Ισως νά’ ναι η μοναξιά που νοιώθω να μου χτυπάει την πόρτα, ίσως ο φόβος της επόμενης ημέρας, τί θα γράψουν δηλαδή οι ζηλόφθονοι συνάδελφοί μου στις μέχρι αύριο κι από μεθαύριο πάλι βαρετές τους εφημερίδες. Τα ξημερώματα τριγύριζα μοναχός μου στους άδειους δρόμους και την αυγούλα έστρεψα το βλέμμα μου σ’ αυτό το μαγικό αστέρι που χάθηκε προτού να το χορτάσω. Τότε είδα σ’ένα πέτρινο παγκάκι τον Προμηθέα, μ’ ένα δοχείο κρασί στο χέρι του. Αφού μου είπε πόσο ωραίο βρήκε το άρθρο που του αφιέρωσα, με ρώτησε αν ήξερα ποιό ήταν εκείνο το αστέρι που κοίταζα κι όταν του απάντησα πως ήξερα εκείνος ανταπάντησε:
«Ψεύτη!!»
«Λέγεται Φαέθοντας», μου είπε, «Πήρε το όνομά του από τον γιο του Ηλιου»
«Τί άλλο ξέρεις γι αυτόν;», ψέλλισα απρόθυμα νοιώθοντας την πρωινή δροσούλα να μου τρυπάει τα κόκκαλα.
«Πιες!!», μου είπε και μου έδωσε τη στάμνα. «Θα σου πω»
Σήκωσα τη στάμνα και την κόλλησα στο στόμα μου, ρούφηξα μια-δυο γουλιές κι αμέσως έφτυσα το περιεχόμενο που τόσο αυθάδικα άγγιξε τη γλώσσα μου!
«Τί είναι αυτό;», ρώτησα με αηδία
«Το ποτό του έρωτα», μου είπε. «Νέκταρ με ούρα γαϊδάρου!! Οταν είσαι ερωτευμένος σου φαίνεται υπέροχο, όταν δεν είσαι όμως...».
«Κι εσύ γιατί το πίνεις;», τον ρώτησα. «Μήπως είσαι ερωτευμένος;»
«Μου λείπει ο αετός!», μου απάντησε σοβαρά.
«Λοιπον; Θα μου πεις για το Φαέθοντα;»
«Ο Φαέθοντας, όπως σου είπα, ήταν μάλλον γιος του Ηλιου»
«Μάλλον;», είπα εγώ και στο μυαλό μου αντηχούσε μάλλον, μ’άλλον, με άλλον! Είναι με άλλον! Αλλά ποιόν... Είχε ΕΜΕΝΑ και με άφησε για άλλον;
«Ναι, μάλλον. Εσύ γράψε πως ήταν», με διευκόλυνε ο Προμηθέας. «Ο Φαέθοντας, λοιπόν, ήταν ένα παλικάρι όμορφο, ψηλό και αδύνατο σαν ερωτεύθηκε τη Θεά Αφροδίτη. Κι η Αφροδίτη, όμως, τσιμπήθηκε μαζί του, αν και άρχισε πάλι το πανάρχαιο παιχνίδι της, εκείνο που ήθελε όλους αυτούς που την ποθούσαν να καταστρέφονται, εξαιτίας του παράφορου πάθους τους γι αυτήν. Τον έκανε ναπιστέψει πως είναι Θεός, του χάρισε κι ένα φτερωτό άρμα και του είπε:
“Πόσο ψηλά μπορείς να φτάσεις για μένα;”
“Οσο μου ζητήσεις εσύ, Αφροδίτη“, της είπε εκείνος.
»Και πήρε το άρμα του και πέταξε πολύ ψηλά, ξεπερνώντας το ανθρώπινο μέτρο, εξαναγκάζοντας τον ακατανόμαστο να του ρίξει δύο κεραυνούς και να τον σκοτώσει! Ετσι την ξέρω εγώ την ιστορία. Κι όταν έγινε αυτό, η Αφροδίτη κοίταξε την ερωτοβαμμένη κλεψύδρα της, φωνάζοντας “Ρεκοοόρ!!!”».
«Γυναίκες», είπα φωναχτά
«(...Και τη φωτιά!!!)», συμπλήρωσε ο Προμηθέας.
«Με άφησε η γυναίκα μου», του είπα
«Εε! Και πώς κάνεις έτσι», μου απάντησε. «Θα σου φέρω άλλη, καλύτερη. Εχω πάρει την αντιπροσωπεία!»
«Δεν καταλαβαίνεις;», συνέχισα
«Νομίζεις πως είσαι ακόμα ερωτευμένος, αλλά μόλις έχυσες το ποτό που σου προσέφερα», είπε ο Προμηθέας.
«Επειδή είχε ούρα γαϊδάρου», απάντησα.
«Είχε όμως και νέκταρ!», είπε ξανά εκείνος
«Γίνεται να αναπτύσσουμε τους διαλόγους μας περισσότερο;», επέμεινα. «Μιλάμε σαν τους ήρωες στις ιστορίες που γράφει ο Παπακαλιάτης!»
«Σ’έπιασε με άλλη, έτσι;», μου είπε
«Ναι. Με έπιασε με άλλη, Αλλά μου λείπει τόσο πολύ!»
«Κοίταξε τον φουκαρά το Φαέθοντα. Αγάπησε. Εε; Και τί χάρηκε; Δεν πρόλαβε καν να πάει με άλλη!»
«Μου λείπει, δεν το καταλαβαίνεις αυτό;. Θέλω να γεράσω μαζί της»
«Εντάξει, εντάξει. Τώρα πες μου. Θέλεις ξανθιά ή μελαχροινή;»
«Αυτή τη φορά λέω να δοκιμάσω μελαχροινή. Και λεπτούλα. Οχι... όχι, χοντρούλα! Ψηλή!. Οχι... όχι, κοντούλα. Μοντέρνα! Οχι... όχι, συντηρητική! Δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος. Αυτή τη φορά ξέρω τί θέλω!!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου