Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

ΞΑΝΘΟΝ ΠΙΕΣΤΡΟ-Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ! (...ΚΑΙ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ)

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οταν άρχισε να τελειοποιείται το ανθρώπινο γένος, ξέσπασε μια διαμάχη ανάμεσα στο Δία και στον, κατά πολλούς, αδελφό του Προμηθέα (κατά άλλους Τιτάνα). Ο Προμηθέας, λέει ο μύθος, χάρισε στο πρώτο ανθρώπινο γένος τη φωτιά και τη γυναίκα. Τότε ο Δίας, θυμωμένος, τον αλυσόδεσε στην κορυφή ενός βουνού και έστελνε κάθε μέρα έναν αητό να του τρώει το αθάνατο συκώτι, το οποίο μεγάλωνε πάλι τη νύχτα. Ο Προμηθέας, λένε, ότι ελευθερώθηκε στη δέκατη τρίτη γενεά, όταν ο Ηρακλής σκότωσε μ’ ένα βέλος το τυραννικό πουλί. Ας δούμε πώς περιέγραψε το γεγονός το “Ξανθόν Πϊεστρον”.

Αναμφισβήτητα είναι η επιτυχία της καρριέρας μου! Το να αποκαλύψεις ποιός έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά (...και τη γυναίκα), το να αποκαλύψεις από πού έκλεψε τη φωτιά (...και τη γυναίκα) και πώς τιμωρήθηκε γι αυτό, είναι λογικά μια ιστορία που δε δημοσιεύεται κάθε μέρα. Μια επικίνδυνη ιστορία. Γι αυτό το λόγο λαμβάνουμε και εμείς στην εφημερίδα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας (τη στιγμή αυτή που γράφω, πέντε ένοπλοι φρουροί έχουν ακροβολιστεί στις διάφορες γωνίες του γραφείου μου), ενώ η διεύθυνση του Ξανθού Πιέστρου ασφάλισε από σήμερα τα χέρια μου, τη γλώσσα μου και το συκώτι μου, ναι το συκώτι μου και θα καταλάβετε σύντομα για ποιό λόγο, πληρώνοντας χρυσό!
Πριν από λίγες ημέρες με επισκέφτηκε στο γραφείο μου ένας μεγαλόσωμος ηλικιωμένος άντρας και με ρώτησε αν κρατάω μυστικό. Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, λέγοντάς του ότι δεν κράτησα ποτέ μου μυστικό, μα εκείνος δεν πείστηκε, ζήτησε εγγυήσεις ότι πράγματι δεν κρατάω μυστικό και έτσι αναγκάστηκα για να τον κάνω να μιλήσει, να του αποκαλύψω με ποιόν ήρωα πραγματοποιεί ατελείωτους περιπάτους στην παραλία ο βασιλιάς της...κάποιος βασιλιάς εν πάση περιπτώσει που τυχαίνει να είναι και εξάδελφός μου. Ενθουσιάστηκε. Κατάλαβε ότι βρήκε το σωστό άτομο και ξερόβηξε, αγγίζοντας στοχαστικά πάνω από το μανδύα του την περιοχή γύρω από το πρησμένο συκώτι του. «Είμαι ο Προμηθέας. Αυτός που έφερε στους ανθρώπους τη φωτιά (...και τη γυναίκα)», συμπλήρωσε.
«Τη φωτιά;», ξαναρώτησα έκπληκτος, αδυνατώντας να πιστέψω αυτό που άκουσα.
«Και τη γυναίκα», ξανασυμπλήρωσε.
Ζήτησα από έναν υπάλληλο να κλείσει την πόρτα του γραφείου μου κι έριξα ένα κούτσουρο στη φωτιά γεμάτος συγκίνηση.
«Πέιτε μου, τί με θέλετε;», του αποκρίθηκα και εκείνος κοίταξε το χοντροκομμένο κούτσουρο να καψαλίζει στη φωτιά, ρωτώντας:
«Αυτό είναι γυναίκα;»
Ο απογευματινός ήλιος είχε απλωθεί στον Αττικό ουρανό. Ο Προμηθέας ήθελε πρώτα να νυχτώσει και ύστερα να μου μιλήσει, έτσι ένιωθε πιο άνετα, ζήτησε κι ένα ποτό, το ήπιε κι όταν άρχισε εκείνο να βγαίνει από το τρυπημένο του συκώτι και να χύνεται στάλα, στάλα στο πάτωμα, εκείνος είπε: «Ετσι πάνε κάτω τα φαρμάκια». Σκάλισα αμέσως τη φράση σ’ ενα πρόχειρο σημειωματάριο και σκέφτηκα: Η νύχτα πέφτει. Η επιτυχία έρχεται.
«Κανείς μέχρι σήμερα δεν έμαθε κάτι για εσάς», του είπα. «Ο Δίας έκανε καλή δουλειά. Πείτε μου, τί ακριβώς είστε, Θεός ή άνθρωπος;»
«Σάμπως θυμάμαι;», μου απάντησε. «Οι αναμνήσεις μου σταματάνε κοντά στην εφηβεία, στα 1800 μου περίπου. Κάποιοι μου είπαν ότι είμαι γιος της Ηρας, κάποιοι άλλοι πως είμαι αδελφός του Δία και τελευταία άκουσα πως είμαι Τιτάνας. Κακό πράγμα να μην ξέρεις τί είσαι»
«Προμηθέας», αναφώνησα για να μου πει αυτός τα υπόλοιπα.
«Οι Θεοί έφτιαξαν τον άνθρωπο», ξεκίνησε να λέει, μα η πρωτοτυπία αυτής της φράσης μ’ έκανε να αναρωτιέμαι αν ανέβαλα αδίκως τον εορτασμό της χρυσής μας επετείου (1 χρόνο γάμου) με τη γυναίκα μου.
«Οι Θεοί», συνέχισε ο Προμηθέας «όταν δημιούργησαν τη φύση και τα ζώα αναρωτήθηκαν.”Ωραία όλα αυτά. Αλλά εμάς ποιός μας θαυμάζει; Το άλογο, το σπουργίτι, ή ο λύκος;”. «Αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα λογικό ον για να έχουνε θαυμαστές, βρε αδερφέ!!! Γιατί οι Θεοί είναι πάνω απ’ όλα αρτίστες. Ζούνε για το χειροκρότημα! Εγώ, λοιπόν, αγάπησα αυτό το είδος, τον άνθρωπο, περισσόπτερο απ’ όσο μου επέτρεπαν κι ένα βράδυ έκλεψα τη φωτιά από τον Ηφαιστο και τη γυναίκα από το Δία και τα χάρισα στους ανθρώπους»
«Εσύ έφερες στους ανθρώπους τη φωτιά;», ρώτησα και η ανατριχίλα τσάκιζε τη φωνή μου.
«Και τη γυναίκα», είπε εκείνος. «Οταν το έμαθε αυτό ο Δίας, με αλυσόδεσε στην κορυφή ενός βουνού και ένας αητός κάθε πρωί ερχόταν και κατέτρωγε το συκώτι μου, το οποίο κάθε βράδυ ξαναγινόταν όπως και πριν. Κι αυτό κράτησε αιώνες!»
«Καημένε Προμηθέα», ψιθύρισα. «Και τελικά;Ποιός σε ελευθέρωσε;»
«Ο Ηρακλής νομίζω», είπε, μα μόλις είδε τη συννεφιά στο βλέμμα μου επανόρθωσε μ’ένα σκέτο «Νομίζω».
«Αμα ήταν ο Ηρακλής αυτός που σκότωσε το πουλί και σε ελευθέρωσε, θα το ήξερες», του είπα. «Η φιλοσοφία του είναι:Κάνε το καλό και πες το στο λαό!»
Χαιρέτησα τον Προμηθέα και κάθισα να γράψω. Την επομένη, το γραφείο Τύπου του Δία ανέφερε ότι: Το φάγωμα του συκωτιού του Προμηθέα από το θεόσταλτο πουλί ήταν ενέργεια στα πλαίσια της θεραπείας του, καθότι, όπως έλεγε η ανακοίνωση, ο γερο Τιτάνας το έτσουζε λιγάκι τα τελευταία 2200 χρόνια. Θαυμάστε δικαιολογία!
Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο. Αυτή ήτανε με λίγα λόγια η ιστορία του Προμηθέα, του Τιτάνα που έφερε στους ανθρώπους τη φωτιά (...και τη γυναίκα). Που του χρωστάμε τόσα πολλά, μα κυρίως θα σταθώ σε κάτι υπέροχες χειμωνιάτικες νύχτες, στις οποίες άνθρωποι και γυναίκες κάθονται μπροστά στο τζάκι για κουβεντούλα, κρασί και έρωτα. Σ’ ευχαριστούμε δάσκαλε (...και σε συγχωρούμε).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου