Αν τα σπίτια ήταν λίγο πιο μακριά
το ένα από το άλλο
θα χαιρόμουν πιο πολύ τη μοναξιά μου
κι αν το πρώτο πλοίο που με πήρε
είχε πέτρινο φουγάρο
θα χα κάτι για να πω στο γείτονά μου
Πέταξα την άγκυρα που μού φτιαξε ο χρόνος
στα πόδια του γραφείου
κι ένιωσα αλμύρα να μου καίει τα δάχτυλά μου
άνοιξαν οι πόροι του νεκρού μυαλού μου σαν μαντείο
και καπνούς απάλλαξε
με υγρά η διάνοιά μου
Λύτρωσα απ το βάρος του ονείρου
της καρδιάς το μαύρο περιστέρι
μα απ την αλαφράδα πια, δεν πέταξε ξανά του
ταχυδρόμος έμαθε, του απείρου
μιας φατριάς, φραγμούς να μεταφέρει,
και να τρώει, η λέρα, με τσιμπιές, τα σωθικά του
Ξηγημένος ναύτης που σωσίβια τρυπά
του ανθρώπου η ευτυχία
πρώτη πήδηξε στη βάρκα να γλιτώσει
το καράβι έμπαζε από παντού νερά
το μίσος κι η βλακεία
μια σχεδία μοιράστηκαν, "ισχύς εν τη ενώσει"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου