Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
Κάτι μας συμβαίνει!
Ένας γνωστός μου, μού ανακοίνωσε τις προάλλες την επιθυμία του να γράψει ένα ποίημα με την προοπτική-μου φάνηκε- να γίνει κάποτε καθημερινή τηλεοπτική σειρά.
Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011
ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Κείνο το μαύρο φανελένιο μεσοφόρι
και τα λιασμένα έπιπλα στον κήπο
κείνο το αγκάθινο στεφάνι στο αγόρι
θα σου κρατούνε συντροφιά για όσο λείπω
λίγο χλωμή είναι απόψε η πρασινάδα
κύτταρα σκόνης αγκαλιάζουνε τα ράφια
σήματα νόστου αναπέμπει η καμινάδα
άγρια ζώα τρέχουν στ άγονα χωράφια
μπότες λασπωμένες, ζιζάνια και κορσέδες
και βασιλική, γριά, κληματαριά
τρίζουν από χρόνια αλλοτινά οι μεντεσέδες
κι ας τους ησυχάζουν κάθε τόσο τα βουνά
και τα λιασμένα έπιπλα στον κήπο
κείνο το αγκάθινο στεφάνι στο αγόρι
θα σου κρατούνε συντροφιά για όσο λείπω
λίγο χλωμή είναι απόψε η πρασινάδα
κύτταρα σκόνης αγκαλιάζουνε τα ράφια
σήματα νόστου αναπέμπει η καμινάδα
άγρια ζώα τρέχουν στ άγονα χωράφια
μπότες λασπωμένες, ζιζάνια και κορσέδες
και βασιλική, γριά, κληματαριά
τρίζουν από χρόνια αλλοτινά οι μεντεσέδες
κι ας τους ησυχάζουν κάθε τόσο τα βουνά
ΔΙΑΘΕΣΗ
Τι λευκά χέρια που έχετε;
μπορώ να αγγίξω το ένα;
μήπως κανένα σε φόνους ενέχεται;
Γιατί τα κρατάτε σφιχτά έτσι πιασμένα;
Ακούτε κι εσείς ένα έντομο πάνω;
κι εγώ όπως λικνίζομαι πάνω στην άμμο
ακούω θροΐσματα από λινά φουλάρια
τι όμορφα που γέρνετε πάνω στα μαξιλάρια
πως πάτε από διάθεση;
τι χρώμα έχετε τώρα;
τι όμορφα αγκαλιάζετε
τα γόνατα από ώρα
ευγενικά τα δάχτυλα
σε λίμνες κολυμπάνε
που πάνε όλα τα πένθιμα;
στ αγάλματα γυρνάνε;
μπορώ να αγγίξω το ένα;
μήπως κανένα σε φόνους ενέχεται;
Γιατί τα κρατάτε σφιχτά έτσι πιασμένα;
Ακούτε κι εσείς ένα έντομο πάνω;
κι εγώ όπως λικνίζομαι πάνω στην άμμο
ακούω θροΐσματα από λινά φουλάρια
τι όμορφα που γέρνετε πάνω στα μαξιλάρια
πως πάτε από διάθεση;
τι χρώμα έχετε τώρα;
τι όμορφα αγκαλιάζετε
τα γόνατα από ώρα
ευγενικά τα δάχτυλα
σε λίμνες κολυμπάνε
που πάνε όλα τα πένθιμα;
στ αγάλματα γυρνάνε;
ΗΤΤΕΣ ΓΛΥΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Νάρκες σπαρμένες των κανόνων
των εξαιρέσεων «Τρωϊκοί»
ήττες γλυκές των Μυρμιδόνων
νίκες χωρίς ανταμοιβή
τ’ αρθριτικά της κοινωνίας
πονούν κι αλλάζει ο καιρός
σ’ αναμονή ετυμηγορίας
βρίσκονται ο δίκαιος και ο σωστός
μάντρωμα δίχως βία κι όμως
σα να το διάλεξαν οι αμνοί
πως ερμηνεύεται ο νόμος
δείχνει το βάθος του κριτή
πως ερμηνεύεται ο νόμος
πως ερμηνεύεται η ζωή
μάντρωμα, δίχως βία, κι όμως
σα να το διάλεξαν οι αμνοί
των εξαιρέσεων «Τρωϊκοί»
ήττες γλυκές των Μυρμιδόνων
νίκες χωρίς ανταμοιβή
τ’ αρθριτικά της κοινωνίας
πονούν κι αλλάζει ο καιρός
σ’ αναμονή ετυμηγορίας
βρίσκονται ο δίκαιος και ο σωστός
μάντρωμα δίχως βία κι όμως
σα να το διάλεξαν οι αμνοί
πως ερμηνεύεται ο νόμος
δείχνει το βάθος του κριτή
πως ερμηνεύεται ο νόμος
πως ερμηνεύεται η ζωή
μάντρωμα, δίχως βία, κι όμως
σα να το διάλεξαν οι αμνοί
ΣΑΝΤΑΣ

Στον άγιο βράχο πάνω της Ακρόπολης
χαράζει πάλι σήμερα η Δευτέρα
κι οι Έλληνες σαν πιόνια της Μονόπολης
σε τζίρους χαραμίζουνε τη μέρα
το δέσιμο της πέτρας με το όνειρο
της σκόνης που χρυσώνει τον αέρα
η τόλμη που απέκτησε πατρώνυμο
στη σύγχρονη του Έλληνα μανιέρα
γινήκανε οι σημαίες πια αόρατες
δεν ξέρεις ποια να πρωτο-κατεβάσεις
οι σβάστικες στα κάδρα αδιόρατες
σε πρώτο πλάνο ευχάριστες εκφάνσεις
γινήκανε οι σημαίες της θυσίας τους
εταιρικές ταυτότητες της πάσης
τα σκαρφαλώματα της εφηβείας τους
ο φόβος τού «αν θα πέσεις τι θα χάσεις»
μονάχα οι ιδέες κυματίζουνε
σε ιστούς που δεν τους έσκιαξε ο φόβος
κι οι πλαστικές σημαίες να κιοτίζουνε
μπροστά στους νέους πού σπειρε ο νόστος
Ελλάδα προσκυνώ τη φουστανέλα του
μα ρούχο άλλο δεν τόλμησες να φτιάξεις
φοράς την ιδρωμένη τη φανέλα τού
αρχαίου, κάποιον για να ξεγελάσεις
χαράζει πάλι σήμερα η Δευτέρα
κι οι Έλληνες σαν πιόνια της Μονόπολης
σε τζίρους χαραμίζουνε τη μέρα
το δέσιμο της πέτρας με το όνειρο
της σκόνης που χρυσώνει τον αέρα
η τόλμη που απέκτησε πατρώνυμο
στη σύγχρονη του Έλληνα μανιέρα
γινήκανε οι σημαίες πια αόρατες
δεν ξέρεις ποια να πρωτο-κατεβάσεις
οι σβάστικες στα κάδρα αδιόρατες
σε πρώτο πλάνο ευχάριστες εκφάνσεις
γινήκανε οι σημαίες της θυσίας τους
εταιρικές ταυτότητες της πάσης
τα σκαρφαλώματα της εφηβείας τους
ο φόβος τού «αν θα πέσεις τι θα χάσεις»
μονάχα οι ιδέες κυματίζουνε
σε ιστούς που δεν τους έσκιαξε ο φόβος
κι οι πλαστικές σημαίες να κιοτίζουνε
μπροστά στους νέους πού σπειρε ο νόστος
Ελλάδα προσκυνώ τη φουστανέλα του
μα ρούχο άλλο δεν τόλμησες να φτιάξεις
φοράς την ιδρωμένη τη φανέλα τού
αρχαίου, κάποιον για να ξεγελάσεις
ΠΑΚΟ

Σε είπαν κλέφτη του μυαλού
και εισιτήριο γι αλλού
σε είπαν άγρια επιστροφή
συντεταγμένη διαστροφή
σ είπαν επτάψυχο γατί
κοινωνικό εκμηδενιστή
πάκο, στυγνό ντοκιμαντέρ
της άγριας φύσης των εξπέρ
πάκο, ο οίστρος των χαμένων
η φόλα των χρεοκοπημένων
πάκο, της άγριας συμμορίας
καθαρτικό της κοινωνίας
περιθωρίων που στενεύουν
πάκο, αυτών που περισσεύουν
πάκο, τρελό ναρκωτικό
ύποπτα, τόσο θεσμικό
σε είπαν ξύπνημα φρικτό
από έναν ύπνο ιδανικό
συνείδηση μες στον καπνό
αποσταμένο πανικό
σε είπαν στέγη στη βροχή
στην παραγκούπολη που ανθεί
μυστήριο Ομηρικό
χωρίς ταξίδι, γυρισμό
πάκο, o οίστρος των χαμένων
η φόλα των χρεοκοπημένων
πάκο, της άγριας συμμορίας
καθαρτικό της κοινωνίας
περιθωρίων που στενεύουν
πάκο, αυτών που περισσεύουν
πάκο, τρελό ναρκωτικό
ύποπτα, τόσο θεσμικό
και εισιτήριο γι αλλού
σε είπαν άγρια επιστροφή
συντεταγμένη διαστροφή
σ είπαν επτάψυχο γατί
κοινωνικό εκμηδενιστή
πάκο, στυγνό ντοκιμαντέρ
της άγριας φύσης των εξπέρ
πάκο, ο οίστρος των χαμένων
η φόλα των χρεοκοπημένων
πάκο, της άγριας συμμορίας
καθαρτικό της κοινωνίας
περιθωρίων που στενεύουν
πάκο, αυτών που περισσεύουν
πάκο, τρελό ναρκωτικό
ύποπτα, τόσο θεσμικό
σε είπαν ξύπνημα φρικτό
από έναν ύπνο ιδανικό
συνείδηση μες στον καπνό
αποσταμένο πανικό
σε είπαν στέγη στη βροχή
στην παραγκούπολη που ανθεί
μυστήριο Ομηρικό
χωρίς ταξίδι, γυρισμό
πάκο, o οίστρος των χαμένων
η φόλα των χρεοκοπημένων
πάκο, της άγριας συμμορίας
καθαρτικό της κοινωνίας
περιθωρίων που στενεύουν
πάκο, αυτών που περισσεύουν
πάκο, τρελό ναρκωτικό
ύποπτα, τόσο θεσμικό
Στέρηση εξόδου

Βαθιά νοήματα της αίσθησης των ήχων
της Υπερμάχου, η θεογνωσία των στίχων
εσπερινοί και δίκοχα κοντάκια
λίγη ομίχλη, λίγη ελπίδα και κοράκια
γλυκοχαράζει και μυρίζει η πλάση δυόσμο
εξανεμίζεται η δράση από τον κόσμο
σεπτή λαμπρότητα και λίγδα στα καζάνια
τρίψιμο ανέγγιχτο, ακλόνητη τυρράνια
ανάβει στο ξημέρωμα το σπίρτο της εφόδου
της στρίγγλας το ημέρωμα, μια στέρηση εξόδου
οι γόπες αργοσβήνουν στα νιόσπαρτα φυντάνια
μεταβολή αυτόματη, θλιμμένα πυροφάνια
της Υπερμάχου, η θεογνωσία των στίχων
εσπερινοί και δίκοχα κοντάκια
λίγη ομίχλη, λίγη ελπίδα και κοράκια
γλυκοχαράζει και μυρίζει η πλάση δυόσμο
εξανεμίζεται η δράση από τον κόσμο
σεπτή λαμπρότητα και λίγδα στα καζάνια
τρίψιμο ανέγγιχτο, ακλόνητη τυρράνια
ανάβει στο ξημέρωμα το σπίρτο της εφόδου
της στρίγγλας το ημέρωμα, μια στέρηση εξόδου
οι γόπες αργοσβήνουν στα νιόσπαρτα φυντάνια
μεταβολή αυτόματη, θλιμμένα πυροφάνια
Κρατήρας

photo: Κορινθιακός κρατήρας
Έκανε κράτει και στην ποίηση ο θεός
κι οικοδομήθηκαν καινούργιες σατραπείες
ο ακροατής σαν επιτύμβιος γλυπτός
αδημονεί για τις παλιές μυσταγωγίες
είχε στρωμένη ιεραρχία ο καιρός
σαν τους προφήτες των στρατώνων που γελούνε
μ ένα μουλάρι ροβολούσε ο σκοπός
τι να σου κάνουν τα γραπτά, τι να σου πούνε
σώπασες πάνω στην περίτεχνη κλαγγή
σα να λιγόστεψε η φωνή κι η απελπισία
ξέπεχε πάνω απ τη ζωή σου μια σπονδή
μια βουτηγμένη στη μιζέρια ουτοπία
γλυκά ξεθώριασε η λάβα του χιονιά
ξέπνοες φλόγες τυραννά ο αναφλεκτήρας
στρατοί ομόκαπνοι ενδίδουν στη χαρά
γέμισε αρώματα και άνθη ο κρατήρας
κι οικοδομήθηκαν καινούργιες σατραπείες
ο ακροατής σαν επιτύμβιος γλυπτός
αδημονεί για τις παλιές μυσταγωγίες
είχε στρωμένη ιεραρχία ο καιρός
σαν τους προφήτες των στρατώνων που γελούνε
μ ένα μουλάρι ροβολούσε ο σκοπός
τι να σου κάνουν τα γραπτά, τι να σου πούνε
σώπασες πάνω στην περίτεχνη κλαγγή
σα να λιγόστεψε η φωνή κι η απελπισία
ξέπεχε πάνω απ τη ζωή σου μια σπονδή
μια βουτηγμένη στη μιζέρια ουτοπία
γλυκά ξεθώριασε η λάβα του χιονιά
ξέπνοες φλόγες τυραννά ο αναφλεκτήρας
στρατοί ομόκαπνοι ενδίδουν στη χαρά
γέμισε αρώματα και άνθη ο κρατήρας
ΟΛΗ ΑΥΤΗ Η ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ

Πίνακας: Vincent van Gogh
Όλη αυτή η οικειότητα
οι συζητήσεις στα καφέ
κάθε συνάντηση μια ενότητα
άραγε υπήρξανε ποτέ;
λέξεις, στο διάφραγμα μπροστά
λες και στριμώχνονται να βγουν
μου κοπανάνε τα πλευρά
ορμητικά να ξεχυθούν
η ίδια εγκατάλειψη στα μάτια
κιτρινισμένη η άκρη του πλεκτού
φλιτζάνια, μάλλινα δεμάτια
κι ένα σπασμένο πασπαρτού
όλη αυτή η οικειότητα
ρίζες που ασπρίζουν οι στιγμές
ακατανόητη νεότητα
στα ερείπια όρθιες οι γωνιές
οι συζητήσεις στα καφέ
κάθε συνάντηση μια ενότητα
άραγε υπήρξανε ποτέ;
λέξεις, στο διάφραγμα μπροστά
λες και στριμώχνονται να βγουν
μου κοπανάνε τα πλευρά
ορμητικά να ξεχυθούν
η ίδια εγκατάλειψη στα μάτια
κιτρινισμένη η άκρη του πλεκτού
φλιτζάνια, μάλλινα δεμάτια
κι ένα σπασμένο πασπαρτού
όλη αυτή η οικειότητα
ρίζες που ασπρίζουν οι στιγμές
ακατανόητη νεότητα
στα ερείπια όρθιες οι γωνιές
Εικασία

Η εικασία σου είναι μάλλον λάθος
στον τόπο του αινίγματος γυρνά
μονάχα το αφροδίσιο το πάθος
και όχι η αδιέξοδη ερημιά
εξάλλου, απ τις κορυφές φεγγίζουν
τα ίχνη που εγκατέλειψε η χεριά
και δίπλα στα εκκλησάκια φωσφορίζουν
τα πιο ατράνταχτα αποδεικτικά
γι αυτό σου λέω: απόλαυσε τον ίσκιο
του ήλιου εικασία είναι η σκιά
στο φιλμ νουάρ αν ρίξεις φως περίσσιο
τα εγκλήματα θα μοιάζουν ανεκτά
στον τόπο του αινίγματος γυρνά
μονάχα το αφροδίσιο το πάθος
και όχι η αδιέξοδη ερημιά
εξάλλου, απ τις κορυφές φεγγίζουν
τα ίχνη που εγκατέλειψε η χεριά
και δίπλα στα εκκλησάκια φωσφορίζουν
τα πιο ατράνταχτα αποδεικτικά
γι αυτό σου λέω: απόλαυσε τον ίσκιο
του ήλιου εικασία είναι η σκιά
στο φιλμ νουάρ αν ρίξεις φως περίσσιο
τα εγκλήματα θα μοιάζουν ανεκτά
ΔΙΑΣΤΟΛΗ

Τα μάτια περιγράφουν αυτό που θα αισθανθούν
θυσίες υποθάλπουν, με δάκρυα αιμορραγούν
τα μάτια έχουν κόρες που αγάπησαν πολύ
βουνά, καρπούς κι οπώρες
σε κάθε διαστολή
το ένα κρύβει αλήθειες, το άλλο αναπολεί
το ένα βγάζει πίκρες, το άλλο συγχωρεί
τα δυο μαζί σκορπούνε, μηνύματα διπλά
τα μάτια υπηρετούνε, σαν δούλοι την καρδιά
τα μάτια είναι ταξίμι κι αυτοσχεδιασμοί
το ένα η επιστήμη, το άλλο οι θεοί
τα μάτια σε κοιτάζουν για να ερμηνευθούν
τα μάτια σ εξετάζουν προτού ξαλαφρωθούν
το ένα κρύβει αλήθειες, το άλλο αναπολεί
το ένα βγάζει πίκρες, το άλλο συγχωρεί
τα δυο μαζί σκορπούνε, μηνύματα διπλά
τα μάτια υπηρετούνε, σαν δούλοι την καρδιά
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ

Πίνακας: CATHERINE KEAN
Αχ αμφιβολίες μου, πάντα φορτισμένες
ρότες στις πορείες μου, διπλοφωτισμένες
αχ αμφιβολίες μου καθαγιασμένες
αχ αμφιβολίες μου, τέλος του απείρου
λάμψη απ τις φοβίες μου, μνήμες του Σαπφείρου
αχ αμφιβολίες μου, ερμηνεία ονείρου
άυπνες οντότητες, φάροι που τυφλώνουν
και τις βεβαιότητες, πάντα απογυμνώνουν
αχ, αμφιβολίες μου, οι σκιές σιμώνουν
έγινε ο φόβος πια, πρωινό με μέλι
δηλητήριο που επιδρά , πάνω στην αγέλη
μια θλιμμένη σιγουριά, που η ψυχή την θέλει
Ταξιθέτης

Από εδώ η είσοδος, περάστε
ανάψτε τα κεράκια στη σειρά
ανοίξτε μια φιάλη, ξαποστάστε
ξεντύνεται και βγαίνει η σκιά
στεγνώστε τις παλάμες τις βρεγμένες
νοτίζουν τα φτωχά μας σκηνικά
οι θεατρίνες είναι σαστισμένες
τις βάζει ο κομισάριος στη σειρά
σας δείχνω τα σημεία που μπορείτε
να βγάλετε ένα γέλιο λαγαρό
εδώ, το έργο θέλει να σκεφτείτε
αν ρέει πάντα ίδια το νερό
σωπαίνω, η παράσταση αρχίζει
το πρόγραμμα να έχετε ανοιχτό
το έργο το χω δει, λίγα αξίζει
αν θέλετε το τέλος να σας πω
μιλά για μία μάχη που χρονίζει
στην πιο εδραιωμένη ανακωχή
για τη ζωή που από θανάτους σφύζει
και για το θάνατο που πάλι εγκυμονεί
Τρίτη 12 Απριλίου 2011
Σχέδιο εξόδου

Πίνακας: Georges Rouault
Και ξαφνικά στήνεται μπρος μου ένας διάδοχος
και μου ζητάει συμβουλές να βρει τη Ρώμη
μα εγώ, του λέω, δεν βασίλεψα ακόμη
κρατάει τα σκήπτρα ένας βασιλιάς φιλάργυρος
η διαδοχή παίρνει παράταση και πάλι
και οι γενιές πέφτουν η μια πάνω στην άλλη
η πλάτη μου σαν πουπουλένιο μαξιλάρι
να μην πονέσει ο μικρός από την πάλη
ζητώ ακρόαση βασιλικέ απολλώνιε
θέλω να μάθω αν έχω έπαρση μεγάλη
που λαχταρώ νά χω ένα στέμμα στο κεφάλι
ή μήπως είμαι ανέτοιμος γι αυτό, αιώνιε;
καταλαβαίνω πως ποντάρει σ αδιέξοδο
μου λέει: πέρασες ξυστά από τη χάρη
μα βασιλιά μου, δεν το πήρα εγώ χαμπάρι
πως θα χω τέλος τόσο ανούσιο κι ανέξοδο
γενιά γενιά θα λαμπαδεύει το βασίλειο
μία γενιά θα κυβερνά, μία χαράμι
τώρα χρειάζομαι νεόκοπη παλάμη
να περιμένει δίχως πείσμα το εισιτήριο
εσύ και ο χρόνος σου μού γίνατε αφόρητοι
θέλω πιο νέο από εσένα να υποθέσεις
κατάλαβέ το πώς δεν δέχομαι πιέσεις
η επετηρίδα σου μου είναι ακατανόητη
ξανά τα λόγια του στο νου μου επεξεργάζομαι
δε θα χω διάδοχο, ούτε στέμμα στο κεφάλι
ούτε καν θέση για παραίτηση μεγάλη
σχέδιο εξόδου μοναχά για να απεργάζομαι
Δευτέρα 11 Απριλίου 2011
Σουρεαλισμός

Η βλεφαρίδα σάλεψε
στης μάσκαρας το χάδι
έγειρε και πασάλειψε
με μια σκιά το ασπράδι
βλεφαροπλαστική ζωή
δεν ήθελε να ζήσει
κι όσο της πήγαινε, αρκεί
τελείως μην μαδήσει
θυμότανε τα νιάτα της
πού χε τριπλή παρέα
τα περιστέρια που έστεκαν
στα δέντρα της τα ωραία
έκανε μόνο μια ευχή
ευχή ποτέ μη γίνει
στα δάχτυλα μην κολληθεί
στα μάτια ν απομείνει ...............
..................
.....μονάχα αν λείπει η έμπνευση
μπορώ κάτι να γράψω
θεόσταλτο και έτοιμο
ποτέ δεν θα υπογράψω
Κυριακή 10 Απριλίου 2011
Πρίμα Βίστα

Να πάρω της παράδοσης
το σώμα το σταρίσιο
κι απ του γλυκού Βυζάντιου
το ρούχο να τη γδύσω
τα κόκαλα εως να φανούν
να βγάζω καλυμμαύκια
τα ράσα του ζευγά να βγουν
και τα χρυσά ραβδάκια
στου πλοίου τους αέρηδες
να ψάλλω μια ιστορία
να σαλευτούν οι έριδες
να γίνουν μια σωρεία
στα φύκια τα νεόσπαρτα
ν αφήσω το μαντήλι
που άπλωσες στα γόνατα
και τ άγγιξες στα χείλη
στου κριαριού το σφάξιμο
να σπάσω μία στάμνα
στου κορακιού το κράξιμο
να σβήσω μια λαμπάδα
στης πόλης το ξημέρωμα
και στου χωριού τη νύστα
να νιώσω το ημέρωμα
το αιώνιο πρίμα βίστα
ακούσανε τα στόματα
μιλήσανε τα αφτιά μας
τα αιώνια τούτα χώματα
μισούνε τη θωριά μας
Σάββατο 9 Απριλίου 2011
Μύθοι

Πίνακας: Patricia Ariel
Σήμα μακρύ κι αδιάσειστο
ατάραχης σιωπής
κύμα ανυπεράσπιστο
μιας πέτρινης υφής
μάτια αλόγων σκωπτικά
και κέρατα αντιλόπης
λυσσομανούν τα ξωτικά
κι ο ταύρος της Ευρώπης
οι μύθοι μακροημέρευσαν
σπείροντας την συνήθεια
κι αν οι αλήθειες γέρασαν
οι μύθοι λένε αλήθεια
τροφοί οι μύθοι κάθε αρχής
γάλα που σ ανασταίνει
μαστοί αγέραστης στιγμής
μοίρα που σε ξεπλένει
ο Δίας ο φιλάργυρος
κι ο σπάταλος ο Κρόνος
είναι ο νους ο άπειρος
κι ο άνθρωπος ο μόνος
μεταμορφώσεις μιας ζωής
ληξιαρχείου γνώσεις
λήκυθος μύρου περιωπής
ψωμί που θα ζυμώσεις
Κυριακή 3 Απριλίου 2011
Λέξεις θρεπτικές

Πίνακας: Vermeer
Γράφεις θρεπτικά και ακέραια, του είπε
στην ώρα του το κάθε γράμμα, την κάθε λέξη στον καιρό της
στέλνοντας κάπου κάπου σημειώματα στα σύννεφα
μ έναν χάρτινο αϊτό με ράμφος τσακισμένο
περισπωμένες, δασείες και οξείες στο σύθαμπο ξεραίνεις
δίπλα στα ηλιόφυλλα και τα ξερά κλωνάρια
μια τρομαγμένη βρυσομάνα πασπαλίζει το συντακτικό σου
και σαν μπαλόνια χύνονται στον ουρανό οι λέξεις
Αυτό είναι το μυστήριο της γλώσσας
που γλυκά σε απομυζεί
κολλώντας σου στα χέρια
μια ευφάνταστη γραφίδα.
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
Σπόροι

Σουσάμια μαύρα του νερού
ταξιδεμένοι σπόροι
στο ράμφος άγριου πτηνού
στου ανέμου το βαπόρι
αψίδες της κληματαριάς
ραγισματιά υδρίας
ψίχα της άγριας κερασιάς
και χόρτο της πυθίας
άγουρο ξύπνημα σταχυού
κοιμήσου να ωριμάσεις
τα νυχτοπούλια του γυαλιού
μισούν τις υπερβάσεις
υπάρχει δίχτυ τελικά;
κι αιώνια προστασία;
ή τα καθάρια υλικά
γεννούν την ιστορία;
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
Δίχως μνήμη

Πίνακας: Jose Parla
Κρύα και γυμνά τα σύρματα του ήλιου
το μισοφέγγαρο μια κούνια ασκητική
που τρίζει στα θεμέλια του πολικού νέφους
γύρω στη φωτιά αρμενίζει μια παρέα
κι η ομαλότητα της αρμονίας την συνεπαίρνει
φως φεγγαρίσιο και ηλιακό σε διαλεκτικό αδιέξοδο
ίδιο φως, ίδιες συζητήσεις, μονάχα οι ματαιώσεις να αλλάζουν
και τα περίτεχνα κτερίσματα του φόβου
μια γωνίτσα τοίχου τόση δα είναι τούτη εδώ, από ασβέστιο και πλίνθο
που μου ματώνει κάθε λίγο τα πλευρά
καθώς εξέλειψαν οι επιδέξιοι τροχιστές για να την λειάνω
έτσι, σαν κλείσαν δυο αιώνες προσμονής
σαν γεροντικό πορτραίτο την αποδέχτηκα
να επιθεωρείται καθημερινά από αμνήμονες ιστορικούς
σε μια γιορταστική αίθουσα εφηβικής τέχνης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)