Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Τα παραμύθια και τα κίνητρα



Πίνακας: R. S. Connet

Σκορπισμένες απόχες, καταμεσής του κεντρικού δρόμου μιας πόλης, γεμάτης νεκρά ψάρια και σαπισμένα ξύλινα τελάρα. Οι τοίχοι γυαλίζουν από το πέρασμα ενός βροχερού απογεύματος και ο ήλιος αργοσβήνει στις λιπαρές επιφάνειες μιας θολωμένης τζαμαρίας. Μια πόρτα χάσκει, σαν ανοιχτό στόμα και κλείνει με πάταγο σα να καταπίνει απότομα μια μπουκιά από ξεραμένο ζυμάρι την ώρα που οι μαθητές της χλευαστικής μύησης, κάτι ψευτοπαλλήκαρα με στρουμπουλά μάγουλα και ορθογώνια μέτωπα, ξιφουλκούν για το ποιος θα περάσει πρώτος στο θλιμμένο καταγώγιο. Μια λιμαρισμένη κορνίζα, από εξαιρετικά ραφιναρισμένο ξύλο, μια εκστατική εικόνα, κι ένας παροπλισμένος αργαλειός, ποζάρουν συνένοχα σε μια φωτογραφία δαπέδου. Η πόλη κτίσθηκε πριν από μερικούς αιώνες, όταν οι άγγελοι αντάλλαξαν μια μπετονιέρα για την παραγωγή σκυροδέματος, με τα σώματά τους. Αυτό υποστηρίζουν τα κιτάπια των τελωνειακών, που ορίζουν την απαρχή της ιστορίας της. Οικοδομήθηκε πάνω σ ένα γυάλινο φέρετρο, ορατό από το κελάρι κάθε σπιτιού και μοιάζει, κοιτώντας την από την πλάτη ενός γέρικου αϊτού, μ ένα πελώριο πιεστήριο στις χορταριασμένες πλαγιές ενός αποψιλωμένου βουνού.
Οι αγκυλώσεις των νόμων της, με το πέρασμα του κουρνιαχτού των χρόνων, μετατρέπονται σ ένα ατέρμονο πλέγμα ανεπιθύμητων δικαιωμάτων.

Σήμερα όμως είναι μια μέρα διαφορετική. Από εκείνες τις ημέρες της αβυθομέτρητης πλήξης, που αναπάντεχα διοργανώνεται το αυτοσχέδιο πανηγύρι των μέθυσων της κολασμένης αναμονής. Τώρα, ο ξιπασμένος βασιλιάς διατάζει το ασυναίσθητο πλήθος να οχυρωθεί προσεκτικά πίσω από την μαρμάρινη θύρα, μια πόρτα, χωρίς κουφώματα, μεντεσέδες και στηρίγματα, στη μέση του πουθενά, κι αυτό υπάκουα δημιουργεί μια ουρά 700 ανθρώπων. Όλοι δεμένοι πισθάγκωνα, από τη γωνιά που τους παρατηρεί ο μέγας άρχοντας του τόπου, αναμένουν τον επισκέπτη που έρχεται χαράματα στην πόλη τους, αναζητώντας τη λύτρωση μιας επιτακτικής όσμωσης. Η μυρωδιά των σαπισμένων ψαριών ελλοχεύει από παντού, σαν κατανυκτική αντιπαραβολή μιας εξοστρακισμένης σαϊτιάς. Ο επισκέπτης πίνει μια γουλιά ζεστό κρασί και ακούει το θλιβερό τόνο μιας βροντής από το χαχανητό του πλήθους που τραβολογάει, πέρα δώθε, σαν διελκυστίνδα τη σιδερένια αλυσίδα της πύλης. Ο ίδιος ο βασιλιάς με ύφος γελωτοποιού κάνει μια πρόστυχη υπόκλιση και μαζεύει το αδειανό ποτήρι από τα χέρια του επισκέπτη. Έχει μια έτοιμη απάντηση στο στόμα του και δεν περιμένει ούτε να ακούσει την τοποθέτηση του επισκέπτη του, προτού την εκστομίσει.

-Δεν πιστεύει κανένας σε σένα, του λέει. Διαφορετικά δεν θα ήσουν εδώ. Δεν θα είχες μπει στον κόπο. Έχεις δύο μονάχα επιλογές. Να παραμείνεις μαζί μας για να μην έχει τίποτα από όλα αυτά σημασία. Ή να σκεφτείς ότι, το μεγαλύτερο κίνητρο που μπορεί να αποκτήσει ένας άνθρωπος είναι να γνωρίσει την απόλυτη απαξίωση. Σου προτείνω να ζήσεις μαζί μας, το ίδιο που έκανα σε καθέναν από αυτούς, που κρύβονται τώρα πίσω από εκείνη τη θύρα, περιμένοντας μια διαταγή για να την προσπελάσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου