Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Κρατήστε τα παιδιά μακριά από την ανοησία των μαζών


Φαντάζομαι τους αυριανούς νεαρούς υποστηρικτές ομάδων όπως ο Ηρακλής, ο Πανιώνιος, η Λάρισα, ο ΟΦΗ κτλ και απελπίζομαι. Η ψυχολογική πίεση που αυτά τα παιδάκια θα δέχονται στα σχολεία τους από τους συνομηλίκους τους, υποστηρικτές των μαζικών δυνάμεων του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά και από τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές ήταν, είναι και θα είναι ανυπόφορη. Μεταξύ του κυρίαρχου δίπολου ΠΑΟΚ- Άρη στη Θεσσαλονίκη, Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού στην Αθήνα, η ταύτιση με μια επιλογή μακριά από τις προφανείς φαντάζει πράξη ηρωική. Ακόμα, όμως, πιο ηρωική προσπάθεια θα πρέπει να καταβάλλουν τα παιδάκια, που προέρχονται από ένα διαφορετικό οικογενειακό περιβάλλον και δε θα ήθελαν να συμμετέχουν στην καφρίλα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όπως έχει διαμορφωθεί η κοινωνία, ουσιαστικά τέτοια επιλογή δεν τους δίνεται. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάρουν θέση, προκείμενου να γίνουν αποδεκτά και να ενταχθούν σε κάποιο σύνολο. Εκεί θα παίξουν ρόλο βασικά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας τους. Θα αντιληφθούν γρήγορα ότι κάθε μια ομάδα αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, μεταξύ των οποίων, επιθετικότητα, μαζικότητα, υπερβολή, αλλά και δικαιοσύνη, ευ αγωνίζεσθε, αξιοκρατία κτλ. Συστήματα αξιών που ξεθωριάζουν και ομοιογενοποιούνται με το πέρασμα του χρόνου. Άρα απομένει η επιλογή της αφετηρίας από την οποία έχει ανάγκη να ξεκινήσει κανείς για να γευτεί μια αθλητική συγκίνηση. Υπάρχει ο εύκολος δρόμος και ο δύσκολος δρόμος.

Ομάδες όπως ο Ηρακλής, ο Πανιώνιος, η Λάρισα, ο ΟΦΗ, δημιουργούν οπαδούς μέσα από τις αποτυχίες τους, σε αντίθεση με τις παραδοσιακά ισχυρές ομάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου, που γεννούν οπαδούς από επιτυχίες, από μόδα ή από τους ίδιους τους οπαδούς. Η ευκολία του να ανήκεις στους πολλούς είναι μια αποδεκτή επιλογή σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ποιες ομάδες επιλέγουν να υποστηρίξουν στην Ελλάδα οι μετανάστες προκειμένου να νιώσουν αποδεκτοί από την κοινωνία και να ενσωματωθούν πιο γρήγορα στην εγχώρια πραγματικότητα για να συνειδητοποιήσει την ποιότητα της δυναμικής που αναπτύσσουν οι μεγάλες δυνάμεις του αθλητισμού.

Παραδοσιακά, άλλωστε, οι Έλληνες δένονται πίσω από τα άρματα των ισχυρών. Κυρίως αυτών που βασίζονται σε μια διευρυμένη μαζικότητα. Ο Έλληνας θέλει να ανήκει στους πολλούς και γι αυτό λοιδορεί και σαρκάζει τις μειοψηφίες. Εδώ, σημασία έχει πόσοι είναι κάποιοι, πόσοι κατάφεραν να μαζευτούν κι όχι ποιοι. Από μικρό παιδί στη Θεσσαλονίκη αντιμετώπισα το ιδιαίτερο προνόμιο του να μην ανήκεις στη λεγόμενη κρίσιμη μάζα.. Τηρουμένων πάντα των αναλογιών το να ήσουν φίλαθλους του Ηρακλή στη δεκαετία του 80 ήταν δραματικά ευκολότερο από το να είσαι σήμερα. Αυτό όμως που είναι ακριβώς το ίδιο τότε και τώρα, ήταν η σαρκαστική αντιμετώπιση των λίγων και ο απίστευτος σεβασμός για τους πολλούς. Σημασία είχε ποιοι συνωστίζονταν πιο μαζικά στο γήπεδο, ποιοι έπιναν τις περισσότερες ρετσίνες για να αντέξουν να δουν ένα αγώνα ποδοσφαίρου, ποιοι ήταν οι πιο τσαμπουκάδες και βίαιοι και ποιοι προκαλούσαν τα περισσότερα επεισόδια στα γήπεδα και όχι ποιοι γνώριζαν ποδόσφαιρο ή αγαπούσαν πραγματικά το άθλημα μαζί με το σύλλογό τους.

Σήμερα, που το ποδόσφαιρο έχει ξεπεράσει πια τις αθλητικές του διαστάσεις, τα παιδιά της δεκαετίας του 80 προετοιμάζουν τους γιους τους για να τους ρίξουν ως στρατιώτες στα πεδία μάχης ενός πολέμου όπου διακυβεύεται η τιμή και η αξιοπρέπεια μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που βρήκαν στο ποδόσφαιρο το πιο εύκολο και άκοπο νόημα ζωής που θα μπορούσαν να βρουν. Όλοι θεωρούν ότι είναι οι καλύτεροι, ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων που υποστηρίζουν την πιο ένδοξη ομάδα στην Ελλάδα. Καταναλώνουν με το κιλό εφημερίδες και αθλητικά άρθρα, παίζουν στοίχημα, μιλούν για μπάλα από το πρωί μέχρι το βράδυ και παράλληλα κατηγορούν τις κυβερνήσεις που οι ίδιοι ψηφίζουν για το χάλι που βρίσκεται η Ελλάδα.

Έτσι, απουσία κυβερνητικής βούλησης και οργανωμένου κράτους το ερώτημα που τίθεται είναι το πώς μπορούν να προφυλαχθούν απ αυτή την μεταφερόμενη βαρβαρότητα που ονομάζεται οπαδισμός, οι ψυχές των παιδιών, που εισέρχονται σε μια κοινωνία θορύβου, σκουπιδιών, ψυχολογικής πίεσης, ανοησίας, καφρίλας και ήπιου φασισμού. Οι υγιείς δυνάμεις του τόπου παρέμειναν ελάχιστες, αλλά ακόμα και το υγιές καμιά φορά αρρωσταίνει και φθείρεται. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν επιθυμούμε για τα παιδιά μας μια πραγματικότητα στην οποία θα ζουν και θα αναπνέουν για την ομάδα τους και θα ξοδεύουν κάθε ικμάδα των δυνάμεών τους στον τεχνητό πόλεμο που εξυπηρετεί μόνο οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Γι αυτά τα παιδιά που αξίζουν μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που εμείς δημιουργήσαμε πρέπει να φτιάξουμε στηρίγματα και μικρές νησίδες ασφαλείας.. Είναι ένας ωραίος αγώνας κόντρα στη ανοησία που γεννάει βία, επιθετικότητα, ρατσισμό και υπέρ του υγιούς αθλητισμού και της παιδείας. Μιας παιδείας που έχει τη δύναμη να διασπάει τις μάζες και να υπερτονίζει την ιδιαιτερότητα ως αρετή και όχι ως αδυναμία , γι αυτό άλλωστε και υπονομεύεται τόσο συστηματικά στη χώρα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου