Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Το συνοικιακό κόστος

“Την αποδειξούλα μου, παρακαλώ” λέω στον καταστηματάρχη, τις προάλλες. “Ορίστε;” μου απαντάει. “Την αποδειξούλα μου” του λέω. “Βεβαίως”, αναφωνεί "κεραυνοβολημένος" από την δήθεν παράλειψή του και μου την κόβει. Σκέφτομαι ότι ξεχάστηκε μιας και οι τρεις πελάτες που προηγήθηκαν ούτε που ζήτησαν ούτε και φυσικά που πήραν απόδειξη.
“Η δύναμη της συνήθειας” του λέω, αλλά μάλλον δεν κατάλαβε το χιούμορ μου γιατί αντί να με διαολοστείλει μου χαμογέλασε.
Σκέφτομαι πως ότι και να μου λένε γνωστοί και φίλοι σχετικά με μια δήθεν αλλαγή που παρατηρείται στη συμπεριφορά των καταστηματαρχών στο θέμα της απόδοσης αποδείξεων, εγώ πάντα εμπιστεύομαι την προσωπική μου εμπειρία. Κι αυτή λέει ότι αν δεν ζητήσεις απόδειξη, σπάνια σου δίνουν. Το χέρι τους πηγαίνει με τυφλή υπακοή στο πλήκτρο της μηχανής, που ανοίγει αυτόματα το ταμείο και έχουν πάντα μια αυθόρμητη αντίδραση έκπληξης στην άκρη των χειλιών τους στην περίπτωση που τους ζητηθεί να ολοκληρώσουν κατά τα πρέποντα την συναλλαγή.

Κάποιοι, έχουν διαρκώς μια απόδειξη κρεμασμένη από την έξοδο της ταμεικής τους, ενώ άλλοι έχουν συχνά το θράσος να σου την προσφέρουν έναντι της δικής σου με την βεβαιότητα ότι θα την αποδεχτείς με χαρά μιας και αναφέρεται σε μεγαλύτερο ποσό από αυτό που δαπάνησες. Και μη μου πείτε ότι δεν αναγνωρίζεται παρόμοιες περιπτώσεις στην προσωπική σας εμπειρία;

Αυτά τα ωραία, λοιπόν, και άλλα πολλά συμβαίνουν στον χώρο της συνοικιακής οικονομίας από καταστηματάρχες που «και βόλτα τα φέρνουν» και ανασφάλιστους υπαλλήλους απασχολούν, γκρινιάζοντας αφειδώς για την κατάσταση στην αγορά.

Η κοινωνική όμως συνενοχή σε αυτή την ξεκάθαρη κλοπή χτυπάει κόκκινο και προκαλεί μαύρες σκέψεις.

Προσπαθώ να καταλάβω τους λόγους για τους οποίους οι πολίτες δεν απαιτούν αποδείξεις και κατατείνω, σε όσες περιπτώσεις κι αν αναλύσω, στο ίδιο σκεπτικό.

Επειδή η απαίτηση να αποδοθεί η απόδειξη έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την εικόνα ανωτερότητας και γοητείας που καλλιεργεί συστηματικά ο Έλληνας τις τελευταίες δεκαετίες.

Γιατί, όπως ο πολιτικός του, θέλοντας να είναι αρεστός δεν αψηφούσε ποτέ το πολιτικό κόστος, έτσι και ο καθημερινός πολίτης λογαριάζει όσο λίγα πράγματα το συνοικιακό κόστος. Την έξωθεν καλή μαρτυρία που εκφράζεται με την αποφυγή της πιθανότητας να τον πουν κάποιοι “ματζίρη”, “τσιγκούνη”, “αποδειξάκια”, “συνταξιούχο”. Ο μέσος Έλληνας, όπως και ο πολιτικός του θέλει να αρέσει και να τον αγαπούν. Φροντίζει, λοιπόν, ώστε να διαθέτει μια απαράμιλλη εξωτερική εικόνα που να συμβαδίζει με τις επιταγές ενός βλαχο-μπαρόκ life style που επιβλήθηκε από τα Μέσα και εξώθησε μια ολόκληρη κοινωνία προς την φαύλη ανάγκη να χτίσει υπερβολικές καταναλωτικές προσδοκίες πάνω σε απαράγραπτα ανθρώπινα ελαττώματα.

Το συνοικιακό κόστος λοιπόν είναι ισοδύναμο με το πολιτικό, όσον αφορά στις συνέπειές τους που διατρέχουν την κοινωνία. Κι ίσως ακόμα περισσότερο επικίνδυνο γιατί ενώ το πολιτικό κόστος μπορεί να αγνοηθεί με αφορμή την αποτελεσματική αλλαγή ενός εκλογικού συστήματος, το συνοικιακό αλλάζει μόνο μέσα από την καθολική επανατοποθέτηση των στόχων ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος στο σχολείο και του μοντέλου διαπαιδαγώγησης εντός των οικογενειών.
Τελικά και τα δύο οργανικά φορτία της ελληνικής κοινωνίας, αυτά που αποτρέπουν την πραγματοποίηση αλλαγών στην ώρα τους με συνέπεια την γιγάντωση των προβλημάτων και την μετέπειτα δραματική προσπάθεια συνολικής επίλυσής τους την ύστατη στιγμή, βασίζονται στην ανάγκη μας να αγαπιόμαστε γι αυτό που δείχνουμε κι όχι γι αυτό που είμαστε. Γι αυτό πρέπει να διερωτηθούμε από πού πρωτοξεκινά αυτή η εθνική ματαιοδοξία, που αφαιρεί πόντους σοβαρότητας από οποιαδήποτε απόπειρά μας να κοιτάξουμε πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου